Οι επιθέσεις εναντίον των δύο αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream έχουν εγείρει ανησυχίες ότι τα υποθαλάσσια καλώδια που συνδέουν την ανθρωπότητα με το διαδίκτυο κινδυνεύουν. Οι δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διερωτώνται: ποιος θα είναι ο στόχος στη συνέχεια;
Κανείς δεν έχει αναλάβει ακόμη την ευθύνη για τις επιθέσεις κατά των αγωγών ενέργειας Nord Stream. Ωστόσο, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έσπευσαν δείξουν το Κρεμλίνο – εν μέσω προειδοποιήσεων ότι το δαιδαλώδες δίκτυο υποθαλάσσιων καλωδίων που τροφοδοτούν το παγκόσμιο διαδίκτυο θα μπορούσε να είναι ένας δελεαστικός στόχος.
Έως στιγμής, λίγα, αν όχι κανένα, από αυτά τα καλώδια - που συνδέουν όλες τις ηπείρους και αντιπροσωπεύουν μια ψηφιακή λεωφόρο στην οποία διακινείται οποιαδήποτε πληροφορία, από βίντεο του YouTube έως συναλλαγές στις χρηματοπιστωτικές αγορές - έχουν υποστεί δολιοφθορά από ξένες υπηρεσίες ή μη κυβερνητικούς παράγοντες.
Όμως η απειλή είναι πραγματική. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην ελλιπή ασφάλεια γύρω από αυτά τα καλώδια και στην προθυμία αυταρχικών καθεστώτων όπως η Ρωσία να κυνηγήσουν μη στρατιωτικούς στόχους και να χρησιμοποιήσουν τις λεγόμενες τακτικές υβριδικού πολέμου.
«Είναι στόχος σε συγκρούσεις για περισσότερο από μια δεκαετία τώρα», δήλωσε στο Politico ο Κιρ Γκάιλς, ειδικός στον ρωσικό πόλεμο πληροφοριών στο Chatham House, μια δεξαμενή σκέψης. «Εάν δεν δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην εξασφάλιση αυτών των ζωτικών περιουσιακών στοιχείων, οι δυτικές χώρες θα πρέπει να κατηγορήσουν μετά μόνο τους εαυτούς τους».
Σχεδόν όλη η παγκόσμια διαδικτυακή κίνηση μεταφέρεται σε ένα παγκόσμιο δίκτυο περισσότερων από 400 αγωγών οπτικών ινών που συνολικά εκτείνονται σε 1,3 εκατομμύρια χιλιόμετρα. Τις διαχειρίζονται σχεδόν αποκλειστικά ιδιωτικές εταιρείες όπως η Google και η Microsoft, καθώς και η γαλλική Alcatel Submarine Networks και, όλο και περισσότερο, η Huawei Marine Networks της Κίνας.
Υπάρχουν δεκάδες από αυτά τα καλώδια που συνδέουν την ΕΕ με τις Ηνωμένες Πολιτείες - αναμφισβήτητα η πιο σημαντική «ψηφιακή σχέση» στον κόσμο - αν και παρόμοια δίκτυα συνδέουν τη Λατινική Αμερική με την Ασία και την Αφρική με την Ευρώπη, αντίστοιχα.
Μέρος της ευπάθειας οφείλεται στη θέση αυτών των καλωδίων. Εκτείνονται σε όλη την υδρόγειο και συχνά βρίσκονται σε εξαιρετικά απομακρυσμένες περιοχές, οι οποίες είναι εύκολα προσβάσιμες από υποβρύχια ή μη επανδρωμένα υποβρύχια οχήματα. Η έλλειψη ρυθμιστικής εποπτείας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας αυτών των δικτύων καθιστά επίσης δύσκολο για τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις να τα προστατεύσουν. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αγωγούς βρίσκονται σε διεθνή ύδατα.
Υπάρχουν επίσης οι περιοχές όπου τέμνονται τα μεγάλα υποθαλάσσια καλώδια, τα οποία αντιπροσωπεύουν μερικούς από τους δυνητικούς στόχους υψηλότερου κινδύνου. Για την Ευρώπη, αυτοί περιλαμβάνουν το Γιβραλτάρ και τη Μάλτα, όπου πολλές από τις συνδέσεις της ΕΕ με την Ασία φτάνουν στην ξηρά αφού περάσουν από τη Διώρυγα του Σουέζ της Αιγύπτου. Για τις ΗΠΑ, η ακτογραμμή της Νέας Υόρκης είναι το κύριο σημείο σύνδεσης με την Ευρώπη. Οι δυτικές ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου αντιπροσωπεύουν έναν κόμβο σύνδεσης μεταξύ των ΗΠΑ και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Οι ανησυχίες επικεντρώνονται σε μια ξένη κυβέρνηση - όπως η Ρωσία, η Κίνα ή η Βόρεια Κορέα - που θα σαμποτάρει αυτά τα υποθαλάσσια καλώδια, τα οποία είναι ως επί το πλείστον αφύλακτα και πέρα από τον έλεγχο των δυτικών κυβερνήσεων.
Εάν το Κρεμλίνο όντως επιτεθεί, για παράδειγμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να ρίξει μέρος ενός περιφερειακού δικτύου που συνδέει τις χώρες της Βαλτικής με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά για να έχει μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στο παγκόσμιο δίκτυο υποθαλάσσιων καλωδίων, η Ρωσία - ή οποιοσδήποτε άλλος επιτιθέμενος - θα πρέπει να ενεργήσει σε μια κλίμακα που πιθανότατα θα ήταν εύκολα ανιχνεύσιμη από τις δυτικές υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας. Θα έβλαπτε επίσης και την πρόσβαση των πολιτών της στο διαδίκτυο.
«Δεν είμαστε πλέον στη θέση που κάποτε ήμασταν εκεί που έκοψες ένα καλώδιο και όλα πέφτουν» σχολίασε ο Κιρ Γκάιλς.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.