Οι «λεπτές κόκκινες γραμμές» του Πούτιν για την πυρηνική επίθεση και ο ρόλος του Τραμπ

«Αντανακλαστικός έλεγχος»: Η επιτυχημένη στρατηγική του Κρεμλίνου - «Ανόητες πολιτικές» που κόστισαν στο Κίεβο - Η προοπτική της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ 

Σε πάνω από 1.000 ημέρες πολέμου, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει τους δυτικούς συμμάχους του Κιέβου για τρομερές -ενδεχομένως πυρηνικές- συνέπειες εάν «κλιμακώσουν» τον πόλεμο δίνοντας στην Ουκρανία τα όπλα που χρειάζεται για να αμυνθεί, αναφέρει σε ανάλυσή του το CNN. 

Οι απειλές του Πούτιν έγιναν ακόμη πιο έντονες αυτόν τον μήνα, αφότου η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε τελικά στο Κίεβο την άδεια να εκτοξεύσει αμερικανικά όπλα μεγαλύτερου βεληνεκούς σε στόχους βαθιά μέσα στη Ρωσία. Απαντώντας, ο Πούτιν επικαιροποίησε το πυρηνικό δόγμα της Ρωσίας και εκτόξευσε έναν νέο βαλλιστικό πύραυλο με πυρηνικές δυνατότητες κατά της Ουκρανίας. Το μήνυμα εκλήφθηκε ως σαφής απειλή προς τους υποστηρικτές της Ουκρανίας: Μην μας δοκιμάζετε.

Όμως, σχεδόν τρία χρόνια μετά τον πόλεμο, οι εξελίξεις αυτές έχουν λάβει έναν γνώριμο ρυθμό. Κάθε φορά που η Ουκρανία έκανε ένα αίτημα – πρώτα ζητούσε άρματα μάχης, μετά μαχητικά αεροσκάφη, ύστερα πυρομαχικά διασποράς, κατόπιν όπλα μεγάλου βεληνεκούς – οι σύμμαχοί της αγωνιούσαν για το αν θα έπρεπε να το ικανοποιήσουν, φοβούμενοι ότι αυτό θα κλιμάκωνε τη σύγκρουση και θα προκαλούσε ρωσική απάντηση.

Κάθε φορά, όταν η Δύση αποδέχθηκε τελικά τα αιτήματα της Ουκρανίας, οι πιο καταστροφικές απειλές της Ρωσίας δεν υλοποιήθηκαν. Αυτό που ήταν ταμπού τη μία εβδομάδα γινόταν φυσιολογικό την επόμενη.

Παρά τις εντεινόμενες απειλές του Πούτιν, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά, δήλωσαν αναλυτές στο CNN.

«Αντανακλαστικός έλεγχος»: Η επιτυχημένη στρατηγική του Κρεμλίνου

Αντίθετα, είπαν ότι η ανήσυχη αντίδραση στις νέες εξουσίες που παραχωρήθηκαν στην Ουκρανία είναι άλλο ένα παράδειγμα της επιτυχημένης στρατηγικής του Κρεμλίνου να αναγκάσει τη Δύση να δει τη σύγκρουση με τους όρους της Ρωσίας, συγχέοντας κάθε νέα προσπάθεια της Ουκρανίας να αντισταθεί στη ρωσική επιθετικότητα ως μια σημαντική «κλιμάκωση».

Παράλληλα με τα πεδία των μαχών, το Κρεμλίνο έχει εμπλακεί σε έναν αγώνα για να αναγκάσει τη Δύση να επιχειρηματολογεί με βάση τις ρωσικές προϋποθέσεις αντί για τις δικές της, και να «λαμβάνει αποφάσεις σε αυτή την εναλλακτική πραγματικότητα παραγωγής του Κρεμλίνου που θα επιτρέψει στη Ρωσία να κερδίσει στον πραγματικό κόσμο», ανέφερε το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου (ISW), μια δεξαμενή σκέψης, σε έκθεσή του τον Μάρτιο.

Η Κατερίνα Στεπανένκο, συνσυγγραφέας της συγκεκριμένης έκθεσης, δήλωσε στο CNN ότι η στρατηγική αυτή ήταν μια αναβίωση της σοβιετικής έννοιας «αντανακλαστικός έλεγχος», με την οποία ένα κράτος επιβάλλει ένα ψευδές σύνολο επιλογών στον αντίπαλό του, αναγκάζοντας τον αντίπαλο να λάβει αποφάσεις ενάντια στα δικά του συμφέροντα.

«Οι επίμονες δυτικές συζητήσεις και οι καθυστερήσεις στη δυτική στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία είναι ένα σαφές παράδειγμα της επιτυχημένης στρατηγικής αντανακλαστικού ελέγχου του Κρεμλίνου, το οποίο είχε δεσμεύσει τη Δύση στην αυτοαποτροπή παρά τις συνήθεις ρωσικές κλιμακώσεις του πολέμου», σχολίασε η Στεπανένκο.

Αυτή η στρατηγική φάνηκε σε δράση την Πέμπτη, αφού η Ρωσία εξαπέλυσε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση με στόχο το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Ουκρανίας. Αν και ο Πούτιν δήλωσε ότι η επίθεση ήταν «μια απάντηση από την πλευρά μας» στην απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν για όπλα μεγαλύτερου βεληνεκούς, η Ρωσία δεν χρειάστηκε πρόσχημα για τέτοιου είδους πλήγματα στο παρελθόν.

Οι πρόσφατες αλλαγές πολιτικής από τους δυτικούς συμμάχους της Ουκρανίας – οι οποίες ήρθαν μετά την εμπλοκή περίπου 11.000 στρατιωτών της Βόρειας Κορέας στην πολεμική της προσπάθεια – «δεν είναι κλιμάκωση, όπως προσπαθεί να την παρουσιάσει το Κρεμλίνο», είπε η Στεπανένκο.

«Η Ρωσία εξαπέλυσε μια απρόκλητη εισβολή πλήρους κλίμακας στην Ουκρανία και κλιμάκωνε συστηματικά τον πόλεμο για να διατηρήσει την πρωτοβουλία της στο πεδίο της μάχης. Η έγκριση της χρήσης από την Ουκρανία συστημάτων κρούσης μεγάλου βεληνεκούς κατά της Ρωσίας επιτρέπει επιτέλους στην Ουκρανία να εξισώσει τις δυνατότητές της», είπε.

«Ανόητες πολιτικές» που κόστισαν στο Κίεβο

Η κυβέρνηση Μπάιντεν απέστειλε στην Ουκρανία νωρίτερα φέτος τα Αμερικανικά Συστήματα Τακτικών Πυραύλων του στρατού, ή ATACMS, αλλά έθεσε αυστηρούς όρους για το πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν: Θα μπορούσαν να εκτοξευθούν κατά ρωσικών στόχων στην κατεχόμενη Ουκρανία, αλλά όχι στο έδαφος της ίδιας της Ρωσίας.

Ο Ουίλιαμ Άλμπερκι, πρώην διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου Όπλων, Αφοπλισμού και Μη Διάδοσης Όπλων Μαζικής Καταπολέμησης του ΝΑΤΟ, δήλωσε ότι αυτή η πολιτική δεν είχε νόημα – και ήταν προς τεράστιο όφελος της Ρωσίας.

Παρέχοντας στην Ουκρανία ATACMS, αλλά επιτρέποντάς της μόνο να πλήξει τμήματα της Ουκρανίας που κατέχει η Ρωσία, «στείλαμε στη Ρωσία το μήνυμα: ‘Ξέρετε κάτι; Αν μετακινηθείτε μόνο μερικά μέτρα πέρα από τα σύνορα, είστε ασφαλείς», δήλωσε ο Άλμπερκι στο CNN.

«Είμαι σίγουρος ότι οι Ρώσοι διοικητές δεν μπορούσαν να πιστέψουν την τύχη τους. ‘Δηλαδή, αν στήσω το αρχηγείο διοίκησης εδώ, θα με ανατινάξουν, αλλά αν στήσω ένα χιλιόμετρο μακριά, είμαι μια χαρά; Αλήθεια; Καταπληκτικό!»

Στην πραγματικότητα, αυτή η πολιτική οδήγησε «στην ιδέα ότι η Ρωσία μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε οπουδήποτε στην Ουκρανία, αλλά η Ουκρανία δεν μπορεί να σκοτώσει τα στρατεύματα που πραγματικά της επιτίθενται, αν βρίσκονται στην άλλη πλευρά των συνόρων (στη Ρωσία)». Αυτή η ιδέα είναι ανοησία» παρατήρησε ο Αλμπέρκι. 

Οι ενέργειες της Ουκρανίας παραμένουν στο πλαίσιο των νόμων περί ένοπλων συγκρούσεων. Όπως το έθεσε ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας Ράντεκ Σικόρσκι στο CNN τον Σεπτέμβριο, «το θύμα της επίθεσης έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και στο έδαφος του επιτιθέμενου».

Οι... λεπτές «κόκκινες γραμμές» του Πούτιν

Μέσα στις ανήσυχες αντιδράσεις για τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας, είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι η Ουκρανία έχει εδώ και καιρό εκτοξεύσει εγχώριας κατασκευής μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε στόχους εξαιρετικά βαθιά μέσα στη Ρωσία – και ότι είχε ήδη επιτεθεί με δυτικά όπλα σε εδάφη που το Κρεμλίνο θεωρεί δικά του. Η απόφαση να επιτεθεί με δυτικά όπλα ελαφρώς μεγαλύτερου βεληνεκούς είναι διαφορετικού βαθμού, όχι διαφορετικού είδους.

Για περισσότερο από ένα χρόνο, το Κίεβο χρησιμοποιεί βρετανικούς πυραύλους Storm Shadow για να πλήξει την Κριμαία, την οποία η Ρωσία κατέχει από το 2014. Εδώ και μήνες, το Κίεβο επιτρέπεται να βάλλει ATACMS εναντίον ρωσικών στόχων στην κατεχόμενη Ουκρανία. Βάσει του νόμου, η Ρωσία θεωρεί τα εδάφη αυτά δικά της, και προειδοποίησε για σοβαρές συνέπειες εάν η Ουκρανία τα στοχοποιούσε με δυτικά όπλα.

Από τον Μάιο, η Ουάσινγκτον επέτρεψε επίσης στο Κίεβο να χρησιμοποιεί αμερικανικούς πυραύλους μικρότερου βεληνεκούς για να πλήττει στόχους στη Ρωσία πέρα από τα σύνορα από τη βορειοανατολική περιοχή του Χαρκόβου της Ουκρανίας. Προτού ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανάψει το πράσινο φως για την απόφαση αυτή, ο Πούτιν προέβη σε παρόμοιες πυρηνικές απειλές, προειδοποιώντας ότι η κίνηση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε «σοβαρές συνέπειες» για «μικρές και πυκνοκατοικημένες χώρες». Αυτό δεν συνέβη.

«Ξανά και ξανά, αποδεικνύουμε ότι όταν περνάς μια ψεύτικη κόκκινη γραμμή – τίποτα δεν συμβαίνει πραγματικά», ανέφερε ο Άλμπερκι. Παρόλα αυτά, είπε ότι οι απειλές αυτές ήταν αρκετές για να εμποδίσουν τη Δύση να δώσει στην Ουκρανία αυτό που χρειάζεται για να αμυνθεί.

Αν και οι απειλές έχουν ενταθεί και πάλι μετά τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας, ο Άλμπερκι δήλωσε ότι δεν υπάρχει λόγος να υποπτευθεί κανείς ότι αυτή τη φορά είναι πραγματικά διαφορετική.

Η προοπτική μιας επερχόμενης κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ -που από καιρό θεωρείται ότι ήταν το επιθυμητό αποτέλεσμα για τον Πούτιν- σημαίνει ότι η Ρωσία είναι ακόμη λιγότερο πιθανό από ό,τι συνήθως να πραγματοποιήσει τις απειλές της.

«Ο (κίνδυνος) ότι ξαφνικά θα κάνουν κάτι που θα διακινδύνευε την πραγματική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών ή των συμμάχων στο ΝΑΤΟ – ή θα άλλαζε ριζικά την παγκόσμια στάση απέναντι στη σύγκρουση – είναι σχετικά χαμηλός» κατέληξε ο πρώην διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου Όπλων, Αφοπλισμού και Μη Διάδοσης Όπλων Μαζικής Καταπολέμησης του ΝΑΤΟ.
 

Πηγή: skai.gr