Για τον νομπελίστα Αμερικανό οικονομολόγο Πολ Κρούγκμαν, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: «Ο επιθετικός πόλεμος του Βλαντιμίρ Πούτιν βασίζεται στα χρήματα που παίρνει η Ρωσία από την πώληση ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη» και «ο Πούτιν δεν πρόκειται να σταματήσει έως ότου η Ευρώπη τερματίσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία», γράφει ο ίδιος στους New York Times.
«Η Γερμανία – της οποίας οι πολιτικοί και επιχειρηματικοί ηγέτες επιμένουν ότι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο, αν και πολλοί από τους Γερμανούς οικονομολόγους διαφωνούν – στην πραγματικότητα έχει γίνει ο κύριος υποστηρικτής (enabler) του Πούτιν», συνεχίζει ο Αμερικανός οικονομολόγος ο οποίος αποδοκιμάζει μάλιστα τη γερμανική στάση ως «επαίσχυντη» και «απίστευτα υποκριτική δεδομένης της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας».
Η Γερμανία, όπως σημειώνει ο Κρούγκμαν, είχε δεχθεί προειδοποιήσεις εδώ και δεκαετίες αναφορικά με τους κινδύνους της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Ωστόσο οι Γερμανοί ηγέτες, επικεντρωμένοι καθώς ήταν στα βραχυπρόθεσμα οφέλη της φθηνής ενέργειας, αγνόησαν αυτές τις προειδοποιήσεις. Για του λόγου το αληθές, την παραμονή του πολέμου στην Ουκρανία, το 55% του γερμανικού φυσικού αερίου προερχόταν από τη Ρωσία.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια ταχεία διακοπή ή μεγάλη μείωση αυτών των ροών ρωσικού αερίου θα ήταν τώρα επώδυνη για τη Γερμανία, όπως αναγνωρίζει στο άρθρο του ο Κρούγκμαν.
Ο ίδιος ωστόσο συνεχίζει επικαλούμενος πρόσφατες αναλύσεις και έρευνες – του Ινστιτούτου Bruegel που έχει την έδρα του στις Βρυξέλλες, της International Energy Agency και της δεξαμενής σκέψης ECONtribute που συνδέεται με τα γερμανικά Πανεπιστήμια της Βόννης και της Κολωνίας – σύμφωνα με τις οποίες μια δραστική μείωση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου δεν θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για τη Γερμανία.
Ένα εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο θα ήταν δύσκολο αλλά «εφικτό», συνεχίζει στο άρθρο του ο Κρούγκμαν, επικαλούμενος την άποψη όχι κάποιους Αμερικανού αναλυτή αλλά ενός εκ των μελών του Συμβουλίου των «σοφών» της γερμανικής οικονομίας (German Council of Economic Experts).
Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση της δεξαμενής σκέψης ECONtribute, ένα εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο θα μείωνε – στην χειρότερη περίπτωση – προσωρινά το πραγματικό ΑΕΠ της Γερμανίας κατά 2,1%.
Οι Γερμανοί βιομήχανοι βέβαια από την πλευρά τους αρνούνται να δεχτούν τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων, και επιμένουν ότι ένα εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο θα ήταν καταστροφικό. Οι βιομήχανοι ωστόσο, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε κάθε άλλη χώρα, δεν θα μπορούσαν να πουν κάτι διαφορετικό.
«Δυστυχώς», σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, «οι πολιτικοί ηγέτες της Γερμανίας, του ιδίου του καγκελάριου Όλαφ Σολτς συμπεριλαμβανομένου, έχουν πάρει το μέρος των φοβικών». Οι αποκαλύψεις των ρωσικών θηριωδιών στην Ουκρανία τους ανάγκασαν να παραδεχθούν με δυσαρέσκεια πως κάτι πρέπει να γίνει, πλην όμως ακόμη και όσοι αναγνωρίζουν αυτήν την ανάγκη δεν δείχνουν να βιάζονται.
«Αυτό που μου κάνει εντύπωση», λέει ο Κρούγκμαν στο άρθρο του, «είναι η αντίθεση ανάμεσα στην τρέχουσα απροθυμία της Γερμανίας να κάνει μέτριες θυσίες μπροστά στα φρικτά εγκλήματα του πολέμου, και στις τεράστιες θυσίες που ζήτησε η Γερμανία από άλλες χώρες κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους πριν από μια δεκαετία».
Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης είχε βρεθεί σε κρίση, με τον δανεισμό να «εξαντλείται» και τα επιτόκια του δημόσιου χρέους να εκτινάσσονται στα ύψη.
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι είχαν σπεύσει τότε να κατηγορήσουν τις χώρες της νότιας Ευρώπης για τα δικά τους δεινά, επιμένοντας πως φταίνε εκείνες επειδή υπήρξαν δημοσιονομικά ανεύθυνες και πως εκείνες, ως εκ τούτου, έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα, θυμίζει ο Κρούγκμαν μέσα από το άρθρο του.
Όπως αποδείχθηκε ωστόσο, σύμφωνα με τον νομπελίστα Αμερικανό οικονομολόγο, εκείνη η γερμανική διάγνωση ήταν σε μεγάλο βαθμό λανθασμένη. «Το κόστος δανεισμού έπεσε, ακόμη και για την Ελλάδα, αφού ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είπε «ό,τι χρειαστεί» υποδηλώνοντας ότι η τράπεζα, εάν χρειαστεί, θα παρέμβει για να αγοράσει το χρέος των προβληματικών οικονομιών», συνεχίζει στην ανάλυσή του ο Κρούγκμαν.
«Ωστόσο, η Γερμανία πρωτοστάτησε στην απαίτηση από τα κράτη-οφειλέτες να επιβάλουν ακραία μέτρα λιτότητας, ειδικά περικοπές δαπανών, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο είναι το οικονομικό κόστος. Και αυτό το κόστος ήταν τεράστιο: Μεταξύ 2009 και 2013 η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 21%, ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 27%», όπως γράφει ο Κρούγκμαν στην ανάλυσή του.
Η Γερμανία, ενώ άλλοτε «ήταν πρόθυμη να επιβάλει οικονομική και κοινωνική καταστροφή σε χώρες που ισχυριζόταν πως ήταν ανεύθυνες στον δανεισμό τους», τώρα «δεν είναι πρόθυμη η ίδια να αναλάβει πολύ μικρότερο κόστος παρά την αδιαμφισβήτητη ανευθυνότητα των δικών της προηγούμενων ενεργειακών πολιτικών».
«Αισθάνομαι ότι η Γερμανία έλαβε πολύ περισσότερες και σαφέστερες προειδοποιήσεις σχετικά με την απερίσκεπτη εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο από ό,τι η Ελλάδα για τον δανεισμό της πριν από την κρίση», σημειώνει ο Κρούγκμαν. «Ωστόσο, φαίνεται ότι η περίφημη προθυμία της Γερμανίας να αντιμετωπίσει την οικονομική πολιτική ως παιχνίδι ηθικής ισχύει μόνο όταν αφορά άλλες χώρες, όχι την ίδια.»
«Για να είμαστε δίκαιοι», συνεχίζει ο Αμερικανός, «η Γερμανία έχει πια απομακρυνθεί από την αρχική απροθυμία της να βοηθήσει την Ουκρανία». «Ο πρεσβευτής της Ουκρανίας στη Γερμανία ισχυρίζεται, αν και οι Γερμανοί το αρνούνται, πως του είπαν ότι η Γερμανία δεν είχε νόημα να στείλει όπλα επειδή η ουκρανική κυβέρνηση θα κατέρρεε μέσα σε ώρες. Ίσως η συνειδητοποίηση ότι η άρνηση διακοπής της ροής ρωσικού φυσικού αερίου κάνει τη Γερμανία de facto συνένοχη σε μαζικές δολοφονίες να είναι τελικά αρκετή για να προκαλέσει πραγματική δράση.»
«Μέχρι να συμβεί ωστόσο κάτι τέτοιο, εάν ποτέ συμβεί, η Γερμανία θα συνεχίσει, επαίσχυντα, να είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στην απάντηση του δημοκρατικού κόσμου απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα», καταλήγει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.