Ποια είναι η Πρώτη Κυρία της Νότιας Κορέας - Οι κατηγορίες, τα σκάνδαλα και η... τσάντα Dior

Η Kim Keon-hee από το 2019 βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από κατηγορίες ενώ αρκετές φορές έχει κατηγορηθεί ότι ασκεί επιρροή στις αποφάσεις του Προέδρου

Η κήρυξη στρατιωτικού νόμου από τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Γιουν Σουκ Γέολ, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής του ομιλίας, το βράδυ της Τρίτης προκάλεσε σοκ τόσο στην ίδια τη χώρα όσο και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αν και λίγες ώρες αργότερα αποφάσισε να πάρει πίσω την απόφασή του αυτή, οι αντιδράσεις τόσο από το ίδιο του το κόμμα, όσο και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από τον λαό τον έχουν οδηγήσει στο χείλος του γκρεμού.

Εν μέσω ωστόσο αυτής της πολιτικής αναταραχής η προσοχή στράφηκε επίσης στην Πρώτη Κυρία, Kim Keon-hee, η οποία ήρθε αντιμέτωπη με πολλές κατηγορίες τα τελευταία χρόνια, από τη χειραγώγηση μετοχών μέχρι την αποδοχή μιας πολυτελούς τσάντας Dior. Παράλληλα, έχει κατηγορηθεί ότι ασκεί έντονη επιρροή στις αποφάσεις του Προέδρου Γιουν.

Η 52χρονη σήμερα Kim, έχασε τον πατέρα της όταν ακόμα εκείνη ήταν στο γυμνάσιο ενώ η μητέρα της δικάστηκε και στη συνέχει αθωώθηκε για την κατηγορία της λειτουργίας ενός νοσοκομείου περίθαλψης ηλικιωμένων χωρίς ιατρική άδεια από το 2013 έως το 2015 και σήμερα εκτίει ποινή ενός έτους για απάτη σε ακίνητα αφού καταδικάστηκε το 2023.

Από το 2009 η Kim είναι διευθύνουσα σύμβουλος και πρόεδρος της εταιρείας εκθέσεων Conava Contents και έχει κατηγορηθεί για διαφθορά, αναγκάζοντας τον Γιουν να επιχειρήσει να την προστατεύσει, παρέχοντάς της νομική ασυλία έναντι τυχόν παραπομπής στη δικαιοσύνη.

Συγκεκριμένα, το 2019 υπήρξαν αρκετές κατηγορίες εναντίον της για μη πληρωμή φόρων. Επίσης, ήταν υπό έρευνα με την κατηγορία ότι έπαιρνε μίζες για τη φιλοξενία εκθέσεων.

Το 2011 δέχθηκε πυρά για μεγάλες ανακρίβειες στο βιογραφικό της κατηγορώντας την για υπερβολή ή παραποίηση των διαπιστευτηρίων της. Τότε είχε ζητήσει δημοσίως συγγνώμη.

Το 2022 κατηγορήθηκε για λογοκλοπή σε ακαδημαϊκά της κείμενα. Από το 2020-2024 η Kim βρέθηκε στη μέση μιας διαμάχης κατηγορούμενη για συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα χειραγώγησης μετοχών ύψους 63,6 δισ. γουόν (περίπου 62 εκατ. δολάρια). Ωστόσο, δεν κατηγορήθηκε λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τη συμμετοχή της.

Η διαμάχη για την τσάντα Dior

Ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στις αρχές του τρέχοντος έτους έδειξε την Kim να λαμβάνει μια τσάντα Dior και άλλα είδη πολυτελείας από έναν Αμερικανοκορεάτη πάστορα, ονόματι Έιμπραχαμ Κόι γεγονός που προκάλεσε ανησυχίες για πιθανές παραβιάσεις του σχετικού νόμου, κατά τον οποίο απαγορεύεται στους δημόσιος αξιωματούχους και τις συζύγους τους να λαμβάνουν δώρα αξίας άνω των 750 δολαρίων.

«Γιατί τα φέρνεις συνέχεια αυτά; Σας παρακαλώ, δεν χρειάζεται να το κάνετε αυτό», ακούγεται να λέει η Πρώτη Κυρία στο βίντεο.

Ο Κόι ο οποίος είπε ότι η Kim ήταν οικογενειακή του γνωστή, είχε δηλώσει τότε ότι επεδίωξε συνάντηση με την Κιμ προκειμένου να εκφράσει την ανησυχία του για τη σκληρή πολιτική που ακολουθεί ο Γιουν ως προς τη Βόρεια Κορέα. Η αντίδρασή της στις συνομιλίες τους για πιθανά πολυτελή δώρα–περιλαμβανομένων καλλυντικών Chanel που, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, της δώρισε κατά την πρώτη τους συνάντηση – τον έκανε να πιστεύει ότι τέτοιου είδους δώρα ήταν ο μοναδικός τρόπος για να την κάνει να τον ακούσει.

«Θα μπορούσατε να πείτε ότι ήταν σαν ένα πάσο εισόδου, ένα εισιτήριο για συνάντηση (με την Κιμ)», είχε δηλώσει ο Κόι στο Reuters σε συνέντευξή του.

Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς ο Γιουν ισχυρίστηκε ότι το βίντεο με τη γυναίκα του αποτέλεσε ένα «πολιτικό ελιγμό». Ωστόσο, το σκάνδαλο αυτό προκάλεσε αναταράξεις στο κόμμα του Γιουν. Τον περασμένο Ιανουάριο κορυφώθηκε η ένταση ανάμεσα στο γραφείο του Γιουν και στο κόμμα του, όταν ένα μέλος της ηγεσίας του, ο Κιμ Κιούνγκ-γιούλ, παρομοίασε την κατάσταση με την περίπτωση της «Μαρίας Αντουανέτας», της τελευταίας βασίλισσας της Γαλλίας πριν από την Γαλλική Επανάσταση, γνωστής για την υπερβολή της.

Ρεπορτάζ τοπικών μέσων ενημέρωσης ανέφεραν ότι ο Γιουν ήταν έξαλλος και ήθελε να καρατομήσει τον ηγέτη του κόμματος, τον Χαν Ντονγκ-χουν, γεγονός που σηματοδοτούσε, αν μη τι άλλο, μια παροδική ρήξη ανάμεσα στον πρόεδρο και σε έναν αξιωματούχο, ο οποίος θεωρείται ευρέως προστατευόμενος του πρώτου και στενός συνεργάτης του.

Πηγή: skai.gr