Κλείσιμο

Κυβερνώντας 1.203 ημέρες «στα κόκκινα» - Κάθε μέρα, μέρα κρίσης για τον Όλαφ Σολτς

Ο απερχόμενος καγκελάριος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως ο πιο άτυχος που πέρασε από τη θέση αυτή, αφού με την έναρξη της θητείας του ξεκίνησε ένας πόλεμος

Μετά από 1.203 ημέρες θητείας, ο Όλαφ Σολτς παρέλαβε την περασμένη Τρίτη από τα χέρια του Προέδρου της Δημοκρατίας της Γερμανίας το «απολυτήριό» του, αν και θα παραμείνει εκτελών καθήκοντα έως ότου ορκιστεί η νέα κυβέρνηση, με βάση τα όσα γνωρίζουμε σήμερα, υπό τον Φρίντριχ Μερτς.

Είναι λοιπόν μια καλή ευκαιρία για μια πρώτη αποτίμηση του έργου ενός πολιτικού, που όταν ορκιζόταν καγκελάριος στις 8 Δεκεμβρίου του 2021, με την απειλή της πανδημίας ακόμη ζωντανή, δεν μπορούσε φυσικά να γνωρίζει ότι περίπου δύο μήνες αργότερα θα ξεσπούσε ένας πόλεμος που θα άλλαζε ολόκληρη την Ευρώπη και θα ανέτρεπε οποιονδήποτε προγραμματισμό μπορεί να είχε κάνει προεκλογικά. Σίγουρα το να γίνει ο καγκελάριος της «Zeitenwende», της αλλαγής εποχής και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας δεν ήταν κάτι που είχε φανταστεί, και πολύ λιγότερο κάτι που... οραματιζόταν.

Κάθε μέρα, μέρα κρίσης

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σολτς είχε καταφέρει να κερδίσει τις εκλογές ξεκινώντας από μειονεκτική θέση στις τότε δημοσκοπήσεις, εκμεταλλευόμενος σε μεγάλο βαθμό και την κόπωση της κοινωνίας από 16 χρόνια διακυβέρνησης (κυρίως) των Χριστιανοδημοκρατών υπό την Άνγκελα Μέρκελ. Υπό αυτή την έννοια έχει κάθε λόγο να αισθάνεται λίγο αδικημένος, αφού ουσιαστικά κάθε μέρα στην καγκελαρία ήταν για αυτόν μια μέρα κρίσης, με τις προσδοκίες των πολιτών να έρχονται συχνά σε «κόντρα» με απαιτήσεις των «συμμάχων», Αμερικανών, Ουκρανών, αλλά και λοιπών Ευρωπαίων.

Ο Σολτς βρέθηκε λοιπόν να διαχειρίζεται τις συνέπειες ενός πολέμου, αλλά και της σημαντικής καθυστέρησης που επέδειξαν προηγούμενες κυβερνήσεις σε ζητήματα επενδύσεων, εκσυγχρονισμού, καταπολέμησης της γραφειοκρατίας. Βολεμένη στις δάφνες της η Γερμανία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έκανε το λάθος να θεωρεί τον εαυτό της άτρωτο και μη χρήζοντα οποιωνδήποτε ριζικών αλλαγών. Αν αυτό είναι ένα ελαφρυντικό υπέρ του, αντιθέτως εις βάρος του μετράει ότι και ο ίδιος ως υπουργός της κυβέρνησης Μέρκελ ήταν σε μεγάλο βαθμό συνένοχος για ατοπήματα του παρελθόντος.

Καλύτερα να σου βγει το μάτι...

Ωστόσο, ο Σολτς έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι κατηγορήθηκε για πολλά πράγματα, για τα οποία δεν ευθύνεται. Δεν μπόρεσε βεβαίως ποτέ να εμπνεύσει τους συμπατριώτες του, δεν κατάφερε να κερδίσει με το μέρος του τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Έτσι, αρχικά στα ΜΜΕ και μετά στην κοινωνία, παγιώθηκε η άποψη της «χειρότερης κυβέρνησης» που είχε ποτέ η Γερμανία, μια εικόνα που όσο περνούσε ο καιρός αποκτούσε χαρακτηριστικά «αστικού μύθου» χωρίς πάντα να εκφράζει την πραγματικότητα. Όλοι ξεστόμιζαν τη φράση, κανείς δεν ένιωθε υποχρεωμένος να εξηγήσει τι εννοεί και πώς το αιτιολογεί. «Καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα» λοιπόν και ο Σολτς με το χαμηλών τόνων προφίλ του έδειχνε να πιστεύει μέχρι τέλους, με μια αφέλεια σχεδόν παιδική, ότι ο κόσμος θα αναγνώριζε την προσφορά του, ότι θα μπορούσε να «γυρίσει» το παιχνίδι.

Παιδονόμος ανάμεσα σε κακομαθημένα παιδιά

Λίγο πριν από την ήττα, προφανώς συναισθανόμενος τον ερχομό της στις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, άφησε να εννοηθεί πως είχε μετανιώσει για την επιλογή του ρόλου του «παιδονόμου», που προσπαθούσε να συμμορφώσει και να συμβιβάσει τα κακομαθημένα παιδιά, τους υπουργούς συνεργάτες του, Πράσινους από τη μια και Φιλελεύθερους από την άλλη. Δεν το έκανε όμως με την αυστηρότητα που θα δικαιολογούσαν οι εγωϊστικές εμφανίσεις των Μπέρμποκ, Χάμπεκ και Λίντνερ.

Στην εξωτερική πολιτική η Σοσιαλδημοκράτης ΥΠΕΞ συχνά έμοιαζε απλώς να κάνει δηλώσεις για να αμφισβητήσει τη δική του πιο μετριοπαθή αντίληψη, για παράδειγμα, για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το τελευταίο του τηλεφώνημα με τον Πούτιν, σε μια ύστατη προσπάθεια διαλόγου με τη Μόσχα , αντιμετωπίστηκε σχεδόν πάνδημα ως ανοσιούργημα και από υποψήφιος για «καγκελάριος της ειρήνης» βαφίστηκε αστραπιαία σε αφελές υποχείριο του Ρώσου προέδρου.

Ο καθείς με το πρόγραμμά του

Οι διαφορές ήταν ακόμα πιο ορατές στον τομέα της οικονομίας, με αποκορύφωμα - λίγο πριν από τη διάλυση της κυβέρνησής του - την εμφάνιση τριών, ουσιαστικά εντελώς διαφορετικών, προτάσεων για την ανάταξη της γερμανικής οικονομίας: της δικής του, εκείνης του Πράσινου υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και τέλος, αυτής του Φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών (και αμέτρητων φιλοδοξιών) Κρίστιαν Λίντνερ. Ήταν μια εικόνα αλαλούμ, που δεν τιμούσε την κυβέρνησή του και την ευθύνη της οποίας δεν γινόταν να χρεωθεί κανείς άλλος, εκτός από τον ίδιο.

«Η κυβέρνησή σου έπρεπε να περπατήσει σε απάτητα εδάφη και να αναζητήσει νέες διαδρομές» τόνισε ο πρώην σύντροφός του στο κόμμα Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, που δεν δίστασε να επαινέσει τον Σολτς για αρετές που ίσως δεν αντιπροσωπεύουν τον χαρακτήρα του: αποφασιστικότητα και ταχύτητα που του επέβαλαν οι συνθήκες να επιδείξει.

Πιστός στρατιώτης μέχρι τέλους

Δεν θα μάθουμε ποτέ τι είδους καγκελάριος θα ήταν ο Σολτς δίχως τον πόλεμο. Η πολιτική δεν επιτρέπει να υποθέτεις, αλλά να κρίνεις με βάση τα δεδομένα. Ξεκίνησε σίγουρα με καλές προθέσεις, ήταν όσο του επιτρεπόταν ειλικρινής, έβαλε τη διάσωση της κυβέρνησης των τριών χρωμάτων πάνω από τη δική του προσωπική προβολή και πολιτική επιβίωση.

Παρέμεινε έως το τέλος στρατιώτης του κόμματός του, αν και δεν είχε πάντα την αμέριστη στήριξη των συντρόφων, δίνοντας μια μάχη που φαινόταν και ήταν χαμένη. Θα ήταν πολύ φτηνό στα μάτια του να τα παρατήσει. Κάποιοι θεωρούν ότι έτσι έκανε κακό στο SPD. Έχει δηλώσει ότι θα παραμείνει ενεργός κοινοβουλευτικός, έστω και όχι πια ως «πρώτο βιολί». Η φθίνουσα πορεία της Σοσιαλδημοκρατίας (όχι μόνο στη Γερμανία) δεν είναι πάντως δικό του «κατόρθωμα». Απλώς δεν ήταν ο άνθρωπος που θα κατάφερνε να την ανατρέψει. Αλλά μήπως υπάρχει κάποιος κατάλληλος για αυτό εκεί έξω και δεν τον έχει πάρει κανείς είδηση;

Πηγή: Deutsche Welle