Ο Πούτιν και ο Τραμπ θέλουν και οι δύο να... φινλανδοποιήσουν τον κόσμο

Ο όρος «Φινλανδοποίηση» επινοήθηκε από Δυτικογερμανούς μελετητές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου - Του Andreas Kluth της στήλης Bloomberg Opinion

Του Andreas Kluth*

Ως πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν χρησιμοποιούσε διαρκώς μια ιδιότυπη φράση που έδειχνε δύο από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους αποτελούσε αντίπαλο δέος για τον διάδοχό του, Ντόναλντ Τραμπ: Ο 46ος πρόεδρος ήταν κακός επικοινωνιολόγος, αλλά καλός γεωπολιτικός σχεδιαστής στρατηγικής - ο 47ος πρόεδρος είναι το αντίθετο.

Ξανά και ξανά, ο Μπάιντεν καμάρωνε ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ήθελε «τη Φινλανδοποίηση του ΝΑΤΟ», αλλά αντ' αυτού πήρε «τη ΝΑΤΟποίηση της Φινλανδίας». Η Φινλανδοποίηση και η ΝΑΤΟποίηση είναι λέξεις με πολλές συλλαβές και σημαίνουν ελάχιστα για τους απλούς Αμερικανούς. Δεν θα ακούσετε τέτοια ρητορική από τον Τραμπ, ο οποίος προτιμά τις έντονες μονοσύλλαβες αγγλοσαξονικές λέξεις. Ως τρόπος επικοινωνίας της μεγάλης στρατηγικής στους ψηφοφόρους, η φράση του Μπάιντεν απέτυχε.

Όμως η υποκείμενη μεγάλη στρατηγική που προσπαθούσε να διαφημίσει ο Μπάιντεν ήταν μια επιτυχία - την οποία ο Τραμπ τώρα αναιρεί.

Ο όρος «Φινλανδοποίηση» επινοήθηκε από Δυτικογερμανούς μελετητές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αναφερόταν στην εμπειρία της Φινλανδίας, η οποία είχε αποκρούσει δύο φορές την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης, μία φορά στον Χειμερινό Πόλεμο του 1939 και άλλη μία ως σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας μεταξύ 1941 και 1944. Σε μια πικρή ανακωχή, παραχώρησε περίπου το 10% του εδάφους της στη Μόσχα και συμφώνησε να μετεγκαταστήσει τους  Φινλανδούς που ζούσαν εκεί. Παρέμεινε όμως ανεξάρτητο έθνος.

Η συμφωνία που αργότερα ονομάστηκε Φινλανδοποίηση ξεκίνησε το 1948 με μια συνθήκη μεταξύ Ελσίνκι και Μόσχας. Για το προνόμιο να παραμείνει κατά τα άλλα κυρίαρχη του εαυτού της, η Φινλανδία συμφώνησε να συμμορφωθεί με τη σοβιετική εξωτερική πολιτική και να αποφύγει στενότερους δεσμούς με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τη δυτική Ευρώπη.

Η φινλανδοποίηση με αυτή τη στενή έννοια καταργήθηκε σταδιακά μόνο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με βήματα που σήμερα ονειρεύονται να κάνουν και οι Ουκρανοί. Το 1995, η Φινλανδία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν το 2023, απαντώντας στην επιθετικότητα του Πούτιν, εισήλθε τελικά στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. (Σύντομα την ακολούθησε μια άλλη σκανδιναβική χώρα που ήταν επί μακρόν υπερήφανη για την ουδετερότητά της, η Σουηδία). Σήμερα, η Φινλανδία κατατάσσεται σταθερά ως η πιο «ευτυχισμένη» χώρα στον κόσμο.

Εδώ και πολύ καιρό, η Φινλανδοποίηση απέκτησε και τη γενικότερη σημασία της. Παρόλο που το φαινόμενο ήταν δυνατό μόνο επειδή η Φινλανδία ήταν πολύ γενναία και ισχυρή για να ηττηθεί (αλλά πολύ αδύναμη για να νικήσει), η λέξη έγινε υποτιμητική και αναφερόταν σε κάθε κατάσταση κατά την οποία μια ασθενέστερη χώρα παραιτείται από μέρος της κυριαρχίας της για να καθησυχάσει μια ισχυρότερη δύναμη.

Με αυτή την έννοια, η Φινλανδοποίηση παίρνει συνήθως τη μορφή ακούσιας ουδετερότητας ή μη συμμαχίας με άλλον και υποταγής σε κάποιον κυρίαρχο. Η Μογγολία, την οποία τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο θεωρούν ουδέτερο κράτος, έχει περιγραφεί ως φινλανδοποιημένη- το ίδιο και ορισμένες από τις λεγόμενες χώρες «σταν» στην Κεντρική Ασία, όπως Καζακστάν, Κιργιστάν κλπ. Η Ταϊβάν έχει συζητήσει αν η Φινλανδοποίηση θα ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να κρατήσει την ηπειρωτική Κίνα σε απόσταση.

Το αρχικό σχέδιο του Πούτιν για την Ουκρανία ήταν η απόλυτη κατάκτηση και υποταγή. Αλλά όταν οι γενναίοι Ουκρανοί, όπως και οι Φινλανδοί το 1939, αρνήθηκαν στη Μόσχα αυτόν τον θρίαμβο, ο Πούτιν αναγκάστηκε να κάνει πίσω. Για να ανεχτεί τη συνέχιση της ύπαρξης της Ουκρανίας, η χώρα θα έπρεπε βρεθεί για πάντα εκτός ΝΑΤΟ, αποστρατιωτικοποιημένη και υποταγμένη στο Κρεμλίνο. Εν ολίγοις: Φινλανδοποιημένη. Έχει παρόμοια οράματα για παράδειγμα γθα τη Μολδαβία ή τη Γεωργία (εκτός ΝΑΤΟ), ακόμα και για την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία (που βρίσκονται εντός ΝΑΤΟ).

Όπως προσπάθησε να εξηγήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν, η απειλή του Πούτιν επεκτείνεται ακόμη περισσότερο. Θέλει να τρομάξει, και ιδανικά να διαλύσει, όχι μόνο την Ουκρανία αλλά ολόκληρη τη δυτική συμμαχία. Με την εισβολή στην Ουκρανία, έχει επίσης επιτεθεί σε ολόκληρη τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε «κανόνες», η οποία βασίζεται στο δίκαιο και στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Επομένως, όταν ο Μπάιντεν είπε ότι ο Πούτιν κατάφερε εν τέλει να νατοποιήσει τη Φινλανδία, μιλούσε για κάτι περισσότερο από την ένταξη της Φινλανδίας στη συμμαχία. Εννοούσε ότι η Ρωσία είχε αποτύχει με μια ευρύτερη έννοια, επειδή η Ουκρανία - με αμερικανική, ευρωπαϊκή, ακόμη και ασιατική βοήθεια - υπερασπίστηκε τον εαυτό της και πλησίαζε όλο και περισσότερο τη Δύση. Και η Δύση, κάθε άλλο παρά τρομαγμένη, ήταν πιο ενωμένη και αποφασισμένη να υπερασπιστεί όχι μόνο την Ουκρανία αλλά και την ίδια την ιδέα της εθνικής κυριαρχίας.

Ο Τραμπ οδεύει στο να ανατρέψει αυτά τα επιτεύγματα. Εδώ και καιρό περιφρονεί το ΝΑΤΟ, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας που βρίσκεται στην καρδιά της συμμαχίας και υπονομεύοντας την αποτρεπτική επίδραση απέναντι στη Ρωσία. Ο Τραμπ έχει περιφρονήσει μεμονωμένους συμμάχους - συμπεριλαμβανομένης της Δανίας, της οποίας το έδαφος στη Γροιλανδία εποφθαλμιά - και παρουσιάζει τον Πούτιν ως συνάδελφο και ισχυρό άνδρα. Έχει επιτεθεί στον Ουκρανό πρόεδρο στο Οβάλ Γραφείο και, στο όνομα της διαπραγμάτευσης για την ειρήνη, φαίνεται να είναι ικανοποιημένος με μια πιθανή ανακωχή που θα ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση της Ουκρανίας.

Ο Τραμπ φαίνεται μάλιστα πρόθυμος να προβεί σε κάποιες δικές του Φινλαδοποιήσεις. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το είδος της υποταγής στις ΗΠΑ που έχει κατά νου για τον Καναδά στα βόρεια ή τον Παναμά στα νότια;

Ο Μπάιντεν κατανόησε την αξία των συμμαχιών και της διεθνούς τάξης, ενώ ο Τραμπ όχι. Ο Μπάιντεν ήταν επίσης κακός στο να εξηγεί τις ξένες απειλές στους Αμερικανούς, ενώ ο Τραμπ ξέρει πώς να πλαισιώνει τους ψηφοφόρους.

*Ο Andreas Kluth είναι αρθρογράφος της στήλης Bloomberg Opinion και ασχολείται με την αμερικανική διπλωματία, την εθνική ασφάλεια και τη γεωπολιτική.

Πηγή: skai.gr