ΚΑΙΡΟΣ

Ντραγκέτα: Η «ελίτ» ιταλική μαφία- Ο ρόλος δικηγόρων και τραπεζιτών-Ξεκινά η δίκη μαμούθ

O 49χρονος Λουίτζι Μποναβεντούρα δεν δίνει στοιχεία για το που μένει ή πως ζει. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τώρα κάθεται σε ένα άδειο εστιατόριο της Μπολόνια. Πριν από 13 χρόνια εγκατέλειψε το εγκληματικό δίκτυο της Ντραγκέτα. Από τότε έχει βοηθήσει τις ιταλικές αρχές να συλλάβουν εκατοντάδες μέλη της Μαφίας. Ζει επικίνδυνα και το γνωρίζει. Είναι ιδιαίτερα νευρικός, κοιτά συνεχώς γύρω του. Όταν όμως ξεκινά να μιλά, οι λέξεις ξεχύνονται ποτάμι από τα χείλη του. Αναφέρεται σε μια ζωή γεμάτη τρόμο και τους εφιάλτες που τον βασανίζουν κάθε νύχτα. «Όταν ξυπνώ το πρωί λέω στον εαυτό μου ότι οφείλω να συνεχίσω τον αγώνα και να βελτιωθώ», τονίζει ο πρώην μαφιόζος.

Καθοριστική για τη μάχη που δίνει είναι η δίκη μαμούθ κατά της Ντραγκέτα που ξεκινά σήμερα στην Καλαβρία με περισσότερους από 350 κατηγορούμενους. Ανάμεσά τους δικηγόροι, πολιτικοί, επιχειρηματίες. Στο εδώλιο βρίσκονται όχι μόνο μαφιόζοι, αλλά και οι συνεργάτες τους. Ο Λουίτζι Μποναβεντούρα γνωρίζει πολλούς από τους κατηγορούμενους και θα συμμετάσχει στη δίκη ως μάρτυρας κατηγορίας. Σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές η δίκη στη πόλη Λαμέτσια Τέρμε θα διαρκέσει τουλάχιστον δύο χρόνια.

Διεθνώς δικτυωμένες εγκληματικές οργανώσεις

Η Ντραγκέτα θεωρείται ιδιαίτερα επικίνδυνη και δύσκολα μπαίνει στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Ο πρώην μαφιόζος εξηγεί ότι η Ντραγκέτα δεν έχει αυστηρή δομή όπως μια οργάνωση. Είναι περισσότερο ένα χαλαρό δίκτυο μεμονωμένων σογιών, τα οποία συνεργάζονται ευκαιριακά και ζουν σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες.

Παλιότερα τα μέλη της Ντραγκέτα έβγαζαν τα χρήματά τους με απαγωγές. Σήμερα δρουν περισσότερο στο παρασκήνιο κερδίζοντας πολλά χρήματα κυρίως μέσα από αναθέσεις δημοσίων κατασκευαστικών έργων. Το δίκτυο των μαφιόζων ωστόσο δεν περιορίζεται στην Ιταλία. Εκτείνεται και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Έτσι για παράδειγμα φέρνει από την Λατινική Αμερική το μεγαλύτερο μέρος της κοκαΐνης που πωλείται σήμερα στην ευρωπαϊκή αγορά. Μερικά μέλη της Ντραγκέτα, τα οποία θα κληθούν να λογοδοτήσουν στη δίκη συνελήφθησαν στη Γερμανία. 

Η εκπαίδευση σε δολοφόνο ξεκινά από την παιδική ηλικία

Η ζωή του Λουίτζι Μποναβεντούρα έμοιαζε προκαθορισμένη. Γεννήθηκε σε οικογένεια της Ντραγκέτα. Ο παππούς του Λουίτζι Μπρένα ήταν από τους σημαντικότερους αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης και ο πατέρας του τον ανέθρεψε «για να γίνει στρατιώτης», λέει ο Λουίτζι Μποναβεντούρα. Από πολύ νωρίς έμαθε πως να πυροβολεί, πως να αντέχει στον πόνο και πως να σκοτώνει ζώα για να συνηθίσει στη βία. Αντί για παιχνίδια έπαιζε με όπλα: «Δεν είχα παιδικά χρόνια», διαπιστώνει με πικρία ο 49χρονος. 

Στη δεκαετία του ΄90 ο Λουίτζι Μποναβεντούρα συμμετείχε σε ανηλεή πόλεμο στην Καλαβρία μεταξύ σογιών. Ο «στρατιώτης» άρχισε να δρα ως εκβιαστής, λαθρέμπορος ναρκωτικών και δολοφόνος.

«Θέλουν να έχουν μέλη δικηγόρους και τραπεζίτες»

Είναι οι οικογενειακοί δεσμοί που κάνουν τόσο δύσκολο τον αγώνα των ιταλικών δικαστικών και διωκτικών αρχών κατά της Ντραγκέτα. Ελάχιστοι στην ιστορία του εγκληματικού δικτύου τόλμησαν να αντιταχθούν στα σόγια και να συνεργαστούν με την αστυνομία. Όταν πριν από 13 χρόνια γεννήθηκε το δεύτερο παιδί του, ο Λουίτζι Μποναβεντούρα αποφάσισε με τη στήριξη της συζύγου του να αλλάξει στρατόπεδο και να τα βάλει με τη μαφία. Για τα εγκλήματά του καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση. Αμέσως μετά ξεκίνησε να μάχεται τη Μαφία. Από κοινού με τη γυναίκα του ίδρυσαν σύλλογο υπέρ της στήριξης πληροφοριοδοτών.

Σήμερα η Ντραγκέτα δεν εκπαιδεύει πια στρατιώτες από την παιδική ηλικία. Τα σόγια προσφέρουν στα παιδιά τους την καλύτερη δυνατή παιδεία. «Στόχος τους είναι πλέον να διαθέτουν στις γραμμές τους όχι στρατιώτες όπως παλιότερα, αλλά δικηγόρους, τραπεζίτες και οικονομικούς εγκληματίες», λέει ο 49χρονος Ιταλός και ελπίζει ότι η δίκη στην Καλαβρία θα αποκαλύψει ακριβώς αυτές τις δομές: «Πολλά από τα όνειρά μου δεν πραγματοποιήθηκαν διότι δεν πίστεψα ότι είναι εφικτή μια ήττα της Ντραγκέτα. Αυτή η δίκη και η συμβολή των εισαγγελέων μου δίνουν νέα δύναμη και με γεμίζουν πίστη ότι ίσως κάτι να μπορεί να αλλάξει».

Πηγή: Deutsche Welle