Μετά το θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ Β' την περασμένη εβδομάδα, οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων ζητούν από τη βρετανική κυβέρνηση να παραδώσει κειμήλια που περιήλθαν στην κατοχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, περιλαμβανομένου του ανεκτίμητης αξίας διαμαντιού Κοχινούρ - ενός από τα πιο διάσημα διαμάντια στον κόσμο.
Οι συζητήσεις για το διαμάντι, το οποίο αποτελεί πολύτιμο μέρος της πολύτιμης συλλογής κοσμημάτων του βρετανικού στέμματος, έχουν γίνει τάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εν μέσω της κάλυψης του θανάτου της βασίλισσας, με τους χρήστες να δημοσιεύουν τις απόψεις τους για την αυτοκρατορία - και χιουμοριστικά μιμίδια για την κλοπή του διαμαντιού.
Εκτός από τα διαδικτυακά αστεία, πολλοί υπενθυμίζουν τη βρετανική αποικιοκρατία που κρύβεται πίσω από την κατοχή του διαμαντιού.
Το Κοχινούρ, που σημαίνει «Βουνό του Φωτός», ήταν αρχικά μάζας περίπου 186 καρατίων, και ενώ η ακριβής προέλευσή του είναι άγνωστη, πιθανότατα ανακαλύφθηκε στη Νότια Ινδία τον 13ο αιώνα.
Η Ντανιέλ Κίνσεϊ, επίκουρη καθηγήτρια ιστορίας με ειδίκευση στην ιστορία της βρετανικής αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο Carleton στην Οτάβα του Οντάριο, είπε ότι το εντυπωσιακό μέγεθός του συχνά καλύπτει την λιγότερο ελκυστική ιστορία του.
«Το πιο σημαντικό, ιστορικά είναι μέρος της λείας ή των τροπαίων που λαμβάνονταν ως αποτέλεσμα των πολέμων στη Νότια Ασία. Έτσι, από πολλές απόψεις, είναι σύμβολο λεηλασίας, και αντιπροσωπεύει τη μακρά ιστορία του "ιμπεριαλισμού της λεηλασίας"» σχολίασε.
Η Κίνσεϊ είπε ότι ένας από τους τρόπους με τους οποίους η βρετανική κυβέρνηση και οι μελετητές εκλογίκευσαν και δικαιολόγησαν τον βρετανικό ιμπεριαλισμό στην Ινδία και σε άλλα μέρη σε όλο τον κόσμο, ήταν να πουν ότι η δική τους εκδοχή του ιμπεριαλισμού δεν είχε ως στόχο τη λεηλασία, αλλά «την εξύψωση και εκπολιτισμό των εποικισμένων πληθυσμών».
«Οι πραγματικές ιστορίες του βρετανικού ιμπεριαλισμού λένε μια πολύ διαφορετική ιστορία, μια ιστορία φρικτής βίας, εκτοπισμών, προκατάληψης και σημαντικής οικονομικής εκμετάλλευσης» υπογράμμισε. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι είναι εξοργισμένοι με το πώς το Κοχινούρ συνεχίζει να λειτουργεί ως τρόπαιο της αυτοκρατορίας όσο παραμένει στην κατοχή του στέμματος».
Το διαμάντι βρέθηκε στα χέρια πολλών δυναστειών, ξεκινώντας από τους Μογγόλους τον 16ο αιώνα, μετά τους Πέρσες και έπειτα τους Αφγανούς, προτού το αποκτήσει ο Σιχ Μαχαραγιάς Ραντζίτ Σινγκ το 1813.
Ο Μαχαραγιάς Ντουλίπ Σινγκ, ο γιος και διάδοχος του Ραντζίτ Σινγκ, κράτησε το διαμάντι έως ότου οι Βρετανοί προσάρτησαν το Παντζάμπ το 1849. Ο Ντουλίπ, μόλις 11 ετών, υπέγραψε τη Συνθήκη της Λαχόρης, η οποία επίσης όριζε ότι θα έδινε το διαμάντι στη βασίλισσα της Αγγλίας (Βικτωρία).
Ο Λόρδος Νταλχάουζι, Σκωτσέζος πολιτικός και γενικός κυβερνήτης της Ινδίας, ανάγκασε τον Σινγκ να «χαρίσει» το διαμάντι στη Βικτωρία, έγραψε ο ίδιος σε μια επιστολή του τον Αύγουστο του 1849 στον φίλο του Σερ Τζορτζ Κούπερ. Είχε τη φιλοδοξία το διαμάντι να γίνει ο «εξέχων πολύτιμος λίθος» του βρετανικού αυτοκρατορικού στέμματος και να γίνει διάσημος για τη διευκόλυνση της οικειοποίησης της πέτρας από το στέμμα..
Το διαμάντι στάλθηκε στην Αγγλία και μετά από επιθεωρήσεις ειδικών, αποκαλύφθηκε στο κοινό στη Μεγάλη Έκθεση του 1851, όπου πολλοί δεν εντυπωσιάστηκαν με αυτό, ανέφερε δε η Κίνσεϊ.
«Αυτό ήταν κάτι σαν σκάνδαλο, και το διαμάντι έγινε μαγνήτης για την κριτική του ιμπεριαλισμού της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, ειδικά κατά τη διάρκεια του ακόμα νωπού πολέμου Άγγλων και Σιχ», είπε η Κίνσεϊ.
Για να μετριάσει την ένταση του σκανδάλου, ο σύζυγος της Βικτορίας, Αλβέρτος, έδωσε εντολή να κοπεί και να γυαλιστεί το διαμάντι - αφήνοντάς το σχεδόν στο μισό της αρχικής του μάζας, περίπου 105 καράτια ανέφερε το BBC.
Οι φήμες ότι το διαμάντι ήταν καταραμένο διαδόθηκαν επίσης κατά την αποκάλυψή του, καθώς ακουγόταν ότι οποιοσδήποτε άνδρας το φορούσε, θα βίωνε μεγάλη ατυχία και ότι, ως εκ τούτου, μπορούσε να φορεθεί μόνο από μια γυναίκα, είπε η καθηγήτρια.
Το σκάνδαλο σχετικά με τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και τη φημολογία για την κατάρα του διαμαντιού δεν «ξεθώριαζαν», και έτσι το Κοχινούρ δεν έγινε ποτέ ο «εξέχων πολύτιμος λίθος» στο αυτοκρατορικό στέμμα με τον τρόπο που είχε οραματιστεί ο Νταλχάουζι είπε η καθηγήτρια.
Αρχικά το Κοχινούρ φορέθηκε ως καρφίτσα από τη βασίλισσα Βικτώρια, ενώ αργότερα έγινε μέρος των κοσμημάτων του στέμματος. Τοποθετήθηκε για πρώτη φορά στο στέμμα της βασίλισσας Αλεξάνδρας και στη συνέχεια στο στέμμα για τη στέψη της βασιλομήτορος το 1937. Η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ το φόρεσε κατά τη στέψη της το 1953.
Όπως τόνισε η καθηγήτρια, πολλές κυβερνήσεις έχουν ζητήσει την επιστροφή του Κοχινούρ και το έχουν διεκδικήσει, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, του Πακιστάν, του Ιράν και του Αφγανιστάν, και η ίδια πιστεύει ότι είναι θέμα χρόνου να παραδοθεί.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.