Κλείσιμο

Κορωνοϊός: Ποιες χώρες δημιουργούν αποθέματα τροφίμων

Καθώς οι κυβερνήσεις κλιμακώνουν τα μέτρα για να περιφρουρήσουν τις κοινωνίες και τις οικονομίες τους από την επιδημία του κορωνοϊού, πολλαπλασιάζονται αναλόγως και οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία.

Πολλές χώρες έχουν ήδη κλείσει τα σύνορα, αλλά τώρα ορισμένες κυβερνήσεις αρχίζουν να αντιγράφουν τα ανακλαστικά των καταναλωτών και να συγκεντρώνουν απόθεμα τροφίμων απαγορεύοντας τις εξαγωγές βασικών προϊόντων τους. Το μέτρο εγκυμονεί τον κίνδυνο νέων ρωγμών στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και στο διεθνές εμπόριο, με όσα αυτό συνεπάγεται για τις ανάγκες των πληθυσμών ανά τον κόσμο.

Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, το Καζαχστάν, από τους σημαντικότερους στον κόσμο προμηθευτές σιτάλευρων, απαγόρευσε τις εξαγωγές του είδους όπως και πολλών άλλων βασικών ειδών διατροφής, ανάμεσά τους τα καρότα, οι πατάτες, τα κρεμμύδια και η ζάχαρη. Ταυτόχρονα, το Βιετνάμ ανέστειλε προσωρινά κάθε συμφωνία εξαγωγής ρυζιού, ενώ η Σερβία διέκοψε τις εξαγωγές ηλιελαίου και άλλων ειδών διατροφής. Το μέτρο φαίνεται πως εξετάζει, άλλωστε, και ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας του κόσμου, η Ρωσία, που παρακολουθεί προσεκτικά την κατάσταση και αφήνει το ενδεχόμενο απαγόρευσης στις εξαγωγές.

Μέχρι στιγμής είναι αριθμητικά περιορισμένες οι περιπτώσεις των χωρών που καταφεύγουν σε αυτό το μάλλον ακραίο μέτρο. Διαφαίνεται, ωστόσο, ο κίνδυνος ενός κύματος «διατροφικού εθνικισμού», όπως επισημαίνει το Bloomberg, που θα προκαλέσει περισσότερες και βαθύτερες ρωγμές στην εφοδιαστική αλυσίδα και στο παγκόσμιο εμπόριο. «Αρχίζουμε να το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει», σχολιάζει με βεβαιότητα ο Τιμ Μπέντον, υπεύθυνος ερευνών κινδύνων στο ινστιτούτο Chatham House, ο οποίος προεξοφλεί πως θα επιδεινωθούν μέτρα όπως η καραντίνα, τα κλειστά σύνορα και όλα όσα διακόπτουν το παγκόσμιο εμπόριο.

Υπάρχει βέβαια μεγάλη διαθεσιμότητα και επάρκεια τροφίμων στην παγκόσμια αγορά. Τα μέτρα όμως που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας δυσχεραίνουν τη μεταφορά των τροφίμων εκεί όπου χρειάζονται, ενώ την κατάσταση επιδεινώνει ο καταναλωτικός πανικός και ο φόβος των μαζικών απολύσεων.

Οι καταναλωτές συγκεντρώνουν μεγάλα αποθέματα τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, ενώ η επιδημία μόλις που αρχίζει να επηρεάζει την οικονομία. Και όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, αν επιβληθούν νέοι περιορισμοί στο εμπόριο μπορεί να προκαλέσουν περισσότερο κακό παρά καλό. Πολλώ δε μάλλον στην παρούσα συγκυρία, καθώς θα πρόκειται για σπασμωδικές κινήσεις και θα είναι απόρροια αγωνίας και όχι προσαρμογή σε πραγματικό πρόβλημα εφοδιασμού.

Για ορισμένα εμπορεύματα είναι καθοριστικές οι εξαγωγές συγκεκριμένων χωρών. Η απόφαση του Καζαχστάν, για παράδειγμα, μπορεί να πλήξει πολλές εταιρείες σε όλον τον κόσμο που εξαρτώνται από τις εισαγωγές σιτάλευρων για την παραγωγή ψωμιού. Η Ρωσία, πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή σιτηρών, προμηθεύει τις χώρες της Βορείου Αφρικής, ενώ το Βιετνάμ είναι η τρίτη χώρα στον κόσμο σε εξαγωγές ρυζιού. Οπως τονίζει ο Τιμ Μπέντον, «οι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν συλλογικά και με πνεύμα συνεργασίας ώστε να διασφαλίσουν πως θα υπάρξει επάρκεια προσφοράς παγκοσμίως».

Ο ίδιος προειδοποιεί πως αν οι κυβερνήσεις θέσουν σε προτεραιότητα τις ανάγκες μόνον του πληθυσμού των χωρών τους, μπορεί να καταλήξουν σε πολύ χειρότερες καταστάσεις. Οπως τονίζει, η καταναλωτική υστερία των ημερών σε συνδυασμό με τον προστατευτισμό ενδέχεται να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών.

Η αύξηση των τιμών με τη σειρά της έχει περαιτέρω επιπτώσεις, καθώς προκαλεί κοινωνικές ταραχές και πολιτική αστάθεια, όπως προδίδει το κύμα εξεγέρσεων που συγκλόνισε την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή το 2008 και το 2011. Τότε βέβαια είχαν προηγηθεί ακραίες καιρικές συνθήκες που είχαν πλήξει τη σοδειά στους σημαντικότερους παραγωγούς και είχαν επιφέρει ελλείψεις στην παγκόσμια προσφορά. Τώρα, η επάρκεια τροφίμων στην παγκόσμια αγορά δεν δικαιολογεί ανάλογες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων.