Ο δεξιός πρώην πρόεδρος της Κολομβίας Άλβαρο Ουρίμπε (2002-2010) δεν αποκλείται να προσαχθεί τελικά σε δίκη για απόπειρα επηρεασμού και χειραγώγησης μαρτύρων, μετά την απόρριψη από δικαστήριο της πρωτεύουσας αιτήματος της γενικής εισαγγελίας η έρευνα σε βάρος του να μπει στο αρχείο, απόφαση που ξαναφέρνει στον αφρό τη μακρόχρονη –και εξαιρετικά πολωτική στη χώρα της Λατινικής Αμερικής– υπόθεση.
Η γενική εισαγγελία είχε ζητήσει τον Μάρτιο του 2021 να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία για να εξεταστεί το ενδεχόμενο η έρευνα να εγκαταλειφθεί, αφού λειτουργοί της θεώρησαν ότι οι ενέργειες του πρώην προέδρου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν εγκληματικές.
Ο κ. Ουρίμπε και αρκετοί σύμμαχοί του αντιμετώπιζαν έρευνα για απόπειρα επηρεασμού και χειραγώγησης μαρτύρων ώστε να τεθούν εν αμφιβόλω κατηγορίες σε βάρος του πως διατηρούσε σχέσεις με ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Ο άλλοτε αρχηγός του κράτους, που ανήκει στη λεγόμενη σκληρή δεξιά, δήλωνε εξαρχής αθώος.
Υποστηρικτές του κ. Ουρίμπε χαρακτηρίζουν την έρευνα πολιτικό διωγμό, ενώ αντίθετα επικριτές του λένε πως του άξιζε αυτή η τύχη, ειδικά την περίοδο που είχε τεθεί σε κατ’ οίκον κράτηση.
«Αντίθετα με όσα ανέφερε η γενική εισαγγελία, υπάρχουν προκαταρκτικά στοιχεία, τεκμήρια και πληροφορίες που υποδεικνύουν, και είναι πιθανό να αληθεύει, πως διαπράχθηκε το έγκλημα της δωροδοκίας» και ότι ο κ. Ουρίμπε «συμμετείχε» σε αυτό, ανέφερε η δικάστρια Λάουρα Μπαρέρα.
Στην απόφασή της, διευκρίνισε πως δεν θα αναλάβει η ίδια την υπόθεση.
Η γενική εισαγγελία μπορεί να ασκήσει έφεση.
Επικριτές του πρώην προέδρου Ουρίμπε, που καταγγέλλουν εδώ και πολύ καιρό πως είχε δοσοληψίες με τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς, είχαν υποστηρίξει πως η εισαγγελία θα ήταν πολύ λιγότερο διεξοδική στην έρευνα για την υπόθεση από ό,τι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο είχε αναλάβει να τη χειριστεί αρχικά.
Ούτε ο κ. Ουρίμπε, ούτε ο συνήγορός του σχολίασαν τη χθεσινή ετυμηγορία.
Σε περίπτωση που ο πρώην αρχηγός του κράτους πράγματι δικαστεί και κριθεί ένοχος, αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης ως και 12 ετών.
Τον Αύγουστο του 2020, ο πρώην πρόεδρος, που διατηρεί τεράστια επιρροή στην κολομβιανή δεξιά, παραιτήθηκε από τον θώκο του στη Γερουσία, μετά την εντολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου να τεθεί σε κατ’ οίκον κράτηση.
Η παραίτησή του είχε αποτέλεσμα η έρευνα για την υπόθεση να μεταφερθεί στη γενική εισαγγελία.
Η κατ’ οίκον κράτηση του κ. Ουρίμπε δεν διήρκεσε παρά δυο μήνες, αφού δικαστής ήρε την διαταγή.
Η υπόθεση ανάγεται στο 2012, όταν ο κ. Ουρίμπε είχε κατηγορήσει τον αριστερό γερουσιαστή Ιβάν Σεπέδα πως απεργαζόταν συνωμοσία για τον συνδέσει με τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς.
Όμως το 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κ. Σεπέδα συγκέντρωνε στοιχεία στο πλαίσιο του έργου του και ουδέποτε πλήρωσε ούτε άσκησε πίεση σε πρώην παραστρατιωτικούς. Αντιθέτως, τόνισε ο κορυφαίος θεσμός της κολομβιανής δικαιοσύνης, ήταν ο πρώην πρόεδρος και συνεργάτες του αυτοί που αποπειράθηκαν να πιέσουν και να χειραγωγήσουν μάρτυρες.
Όταν η γενική εισαγγελία γνωστοποίησε πως θα ζητούσε η υπόθεση να μπει στο αρχείο, ο κ. Σεπέδα μίλησε για «ντροπή για τη δικαιοσύνη».
Ο Άλβαρο Ουρίμπε διέταξε σειρά επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας εναντίον αριστερών οργανώσεων ανταρτών κατά τη διάρκεια της θητείας του. Κέρδισε περισσότερες ψήφους από οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο για τη Γερουσία στις βουλευτικές εκλογές του 2018, όταν ο δελφίνος του Ιβάν Ντούκε κέρδισε την προεδρία.
Οι κολομβιανές ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις ενισχύθηκαν θεαματικά τα χρόνια του 1980, με γενναία χρηματοδότηση από γαιοκτήμονες και άλλους, εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Οι οργανώσεις αυτές, που κατηγορήθηκαν για σωρεία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –χιλιάδες φόνους, «εξαφανίσεις», βιασμούς, βασανισμούς– διαλύθηκαν και αφοπλίστηκαν δυνάμει συμφωνίας με την κυβέρνηση του κ. Ουρίμπε. Ωστόσο, πολλά πρώην μέλη τους σχημάτισαν κατόπιν συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά, όπως η Clan del Golfo.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.