Την ημέρα που δολοφονήθηκε σε ένα δάσος μεταξύ Έσσης και Βαυαρίας ο Κλάους Μπέρνινγκερ ήταν 16 ετών. Σήμερα, 34 χρόνια αργότερα, η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη τον δράστη – ένας άντρας είναι ύποπτος για τη δολοφονία, χωρίς όμως να υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις ενοχής.
Πλέον τις περισσότερες φορές οι αρχές καταφέρνουν να εντοπίσουν τους δράστες εγκλημάτων σε τέτοιου είδους υποθέσεις, τις λεγόμενες «cold cases» – υποθέσεις δηλαδή που άνοιξαν πριν από πολλά χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, αλλά δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ.
Πώς; Παίρνοντας αποδεικτικά στοιχεία που είχε συλλέξει η αστυνομία την περίοδο που είχαν ξεκινήσει οι έρευνες και ελέγχοντας για ίχνη DNA – εφ' όσον υπάρχει καταχωρημένο το γενετικό υλικό του δράστη, ώστε να μπορεί να διασταυρωθεί και να εξακριβωθεί η ταυτότητά του. Η αστυνομία βέβαια θα ήταν σε θέση να επιτελέσει ακόμη πιο αποτελεσματικά το έργο της, εάν μπορούσε να αξιοποιήσει τεχνολογικά μέσα όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη.
Για πολλά χρόνια οι αρχές στη Γερμανία μπορούσαν με τα ίχνη DNA να διαπιστώσουν απλώς και μόνο το φύλο του ατόμου και όχι συγκεκριμένα εξωτερικά γνωρίσματά του, όπως το χρώμα του δέρματος, των ματιών και των μαλλιών του ή την ηλικία του. Από τα τέλη του 2019 ωστόσο επιτρέπεται η πρόβλεψη των φαινοτυπικών χαρακτηριστικών – δηλαδή η δημιουργία ενός προφίλ του δράστη μέσω της ανάλυσης του γενετικού υλικού του.
Η ανάλυση DNA δίνει περισσότερες δυνατότητες
Ο Σεμπάστιαν Γκριν εργάζεται στην Εγκληματολογική Υπηρεσία της Βαυαρίας (LKA) στο Μόναχο ως αναλυτής DNA. Στο γραφείο του υπάρχουν περίπου δέκα «cold cases». Ο βιολόγος εξετάζει σχεδόν σε καθημερινή βάση ίχνη DNA προβαίνοντας ενίοτε και σε προβλέψεις φαινοτυπικών χαρακτηριστικών.
Σύμφωνα με τον ειδικό ωστόσο η τεχνολογία μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερες δυνατότητες: «Όταν έχουμε ένα άγνωστο ίχνος, το οποίο δεν μπορούμε να συνδέσουμε με κανένα άτομο, θα μπορούσε να μας βοηθήσουν οι πληροφορίες της αστυνομίας σχετικά με την βιογεωγραφική προέλευση του ατόμου, ώστε να μπορέσουμε να στρέψουμε τις έρευνες προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση», εξηγεί ο Γκριν. Μέχρι τώρα όμως ο βιολόγος και οι συνάδελφοί του δεν επιτρέπεται να επεξεργάζονται δεδομένα σχετικά με τη βιογεωγραφική προέλευση.
Και μάλλον υπάρχουν καλοί λόγοι για να αλλάξει αυτό: «Όταν κάποιος γνωρίζει τις αξίες της βιογεωγραφικής προέλευσης, μπορούμε να κάνουμε τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά κάπως πιο ακριβή», τονίζει ο Γκριν. Εξάλλου, αυτό είναι κάτι που επιτρέπεται σε αρκετές χώρες.
Ο ρόλος της εγκληματολογικής αρχαιολογίας
Στη Γερμανία υπάρχουν περίπου 3.000 άλυτες υποθέσεις με βαριά εγκλήματα. Και όταν για παράδειγμα ανακαλυφθούν οστά σε ένα δάσος από κάποιον περαστικό ή από σκύλο, οι αρχές ζητούν τη βοήθεια ακόμη και αρχαιολόγων, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο κάποιος τοποθέτησε σκοπίμως τα οστά στο συγκεκριμένο σημείο με σκοπό να παραπλανήσει τις αρχές.
«Όταν οι αρχές βρίσκουν οστά σε κάποιο δάσος ή ξεθάβουν μία σωρό, ένας αρχαιολόγος μπορεί να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια», επισημαίνει η Πατρίσια φαν ντερ Μπουργκτ από την Αρχαιολογική Υπηρεσία Δρέσδης. «Έτσι, όχι μόνο προχωρούν ταχύτερα οι διαδικασίες, αλλά τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων ερευνών μπορούν να παρουσιαστούν και στο δικαστήριο».
Η εγκληματολογική αρχαιολογία αποτελεί έναν μάλλον άγνωστο κλάδο στη Γερμανία. «Το ενδιαφέρον είναι πως οι περισσότεροι θεωρούν ότι ο καθένας μπορεί να ξεθάψει ένα πτώμα. Και αυτό μπορεί να είναι συχνά και η αλήθεια. Οι αρχαιολόγοι όμως προσφέρουν σημαντική βοήθεια στην ορθή καταγραφή της διαδικασίας», αναφέρει η ειδικός. Επιπλέον, οι ειδικοί της εγκληματολογικής αρχαιολογίας μπορούν να διαπιστώσουν μεταξύ άλλων εάν ένας «τάφος» σκάφτηκε βιαστικά ή εάν υπάρχουν ίχνη του δράστη.
Η BKA ψάχνει δράστες με κάθε τρόπο
Όσοι ερευνούν παλαιότερες υποθέσεις στρέφονται ενίοτε στα μέσα ενημέρωσης και πλέον στα social media.
Μέσω δημοσιευμάτων και εκπομπών οι αρχές μπορούν να απευθυνθούν και σε πιο ηλικιωμένους ανθρώπους, οι οποίοι ενδέχεται να έχουν στοιχεία αναφορικά με κάποιο αρκετά παλιό έγκλημα. Από το περασμένο καλοκαίρι η Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (BKA) χρησιμοποιεί για τον ίδιο σκοπό την πλατφόρμα Whatsapp, στην οποία έχουν λογαριασμό εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία.
Επιπλέον, οι αρχές αναρτούν συχνά δημοσιεύσεις σε ψηφιακούς πίνακες σε πολυσύχναστα μέρη, όπως σε σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς, θέλοντας να ασκήσουν περαιτέρω ψυχολογική πίεση στον δράστη και το κοντινό του περιβάλλον.
Deepfake-videos ως ερευνητικό εργαλείο
Ένα ακόμη εργαλείο που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι αρχές είναι και τα deepfake-videos. Τα βίντεο αυτά δημιουργούνται συνήθως από εγκληματίες, με σκοπό την παραπλάνηση του θεατή με τη χρήση της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης.
Η τεχνολογία αυτή όμως μπορεί να φανεί χρήσιμη και για την αστυνομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μία υπόθεση δολοφονίας στην Ολλανδία: το 2003 δολοφονήθηκε στο Ρότερνταμ ένα 13χρονο παιδί – και οι αρχές έψαχναν για χρόνια τον δράστη χωρίς αποτέλεσμα. Όλα αυτά μέχρι το 2022, όταν και δημοσίευσαν ένα deepfake βίντεο, στο οποίο εμφανίζεται το ίδιο το θύμα.
Οι αρχές έφτιαξαν το βίντεο χρησιμοποιώντας μία φωτογραφία του δολοφονημένου αγοριού. Σε αυτό εμφανίζεται ο Σεντάρ, όπως λεγόταν το παιδί, σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου φορώντας την προπονητική του φόρμα, να βαδίζει δίπλα σε συγγενείς, φίλους, δασκάλους και προπονητές.
«Ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής», λέει η αδερφή του στο σποτάκι. «Το όνειρό του όμως δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα. Γιατί ο Σεντάρ δεν ζει πια». Ο 13χρονος «ήρθε και πάλι στη ζωή ειδικά γι' αυτό το βίντεο», ώστε να μπορέσει να μάθει την αλήθεια σχετικά με τη δολοφονία του. Τότε ο Σεντάρ και η αδερφή του απευθύνονται στον θεατή: «Ξέρεις κάτι παραπάνω; Τότε, μίλα τώρα».
Όσο αλλόκοτη και αν ακούγεται αυτή η μέθοδος, στόχος είναι να δημιουργηθεί στο κοινό ενσυναίσθηση, να επηρεαστεί ο θεατής συναισθηματικά. Και όσο περισσότερο συγκινηθεί ο κόσμος, τόσο πιθανότερο είναι να υπάρξει κάποιος που θα προσφέρει κάποια σημαντική πληροφορία.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.