ΚΑΙΡΟΣ

Ημερολόγιο πολέμου: Ο Μίλτος Σακελλάρης γράφει για τις 31 μέρες του στο Κίεβο

Το ημερολόγιο έγραφε 28 Φεβρουαρίου. Βρισκόμασταν στην τέταρτη ημέρα του πολέμου στην Ουκρανία. Όλοι ήταν "μουδιασμένοι" από την εξέλιξη της ρωσικής εισβολής. Στο Σιρέτ, στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία, είχα ήδη καταγράψει μαζί με το τηλεοπτικό συνεργείο του ΣΚΑΙ την τεράστια προσφυγική κρίση. Οι ροές ήταν ασταμάτητες. Εκείνη την ημέρα μου ζητήθηκε να ταξιδέψω στο Κίεβο.

Γρήγορα κατάλαβα πως δεν ήταν μία απλή αποστολή αλλά κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο. Δεν θα καλύπταμε μία φυσική καταστροφή, μία πορεία διαμαρτυρίας, ένα έγκλημα, μία μεγάλη πυρκαγιά. Θα έπρεπε να καλύψουμε τον πόλεμο. Πρώτος στόχος να μπούμε στην Ουκρανία και στη συνέχεια να βρούμε τρόπο να φτάσουμε στην ουκρανική πρωτεύουσα. Όπερ και εγένετο. 31 ημέρες ασταμάτητης φρίκης. Μία κανονική τρέλα. Στον πόλεμο άλλωστε δεν χωράει λογική. Και όπως αποδείχθηκε- τελικά- τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει χώρος ούτε για κανόνες.

Το ταξίδι στο άγνωστο...

Το ρολόι έγραφε 8:57. Το διαβατήριο του οπερατέρ του ΣΚΑΙ, Σάββα Αϊδινίδη που ήταν έτοιμος να ζήσει τον πόλεμο, είχε μόλις σφραγιστεί στα σύνορα μετά από πολλές ερωτήσεις για τον λόγο της παρουσίας μας στην χώρα και ένα "ζήτω η Ουκρανία" από τον συνοριοφύλακα. Περάσαμε με τα πόδια. Εκεί μας υποδέχθηκε ο Ντιμίτρι. Μας καλωσόρισε στην εμπόλεμη Ουκρανία.

Το βλέμμα του και το χαμόγελό του με ξάφνιασε. Διερωτήθηκα- από μέσα μου- πώς γίνεται αυτός ο άνθρωπος να χαμογελάει. Όταν απειλείται το σπίτι του. Η οικογένειά του. Η πατρίδα του. Η απάντηση ήρθε χωρίς να ρωτήσω: "Έβγαλα χθες τα παιδιά μου και τη σύζυγό μου από τη χώρα. Είναι ασφαλείς. Άρα τώρα μένει να παλέψω για την χώρα μας. Αυτό- από μόνο του- σηματοδοτεί την ελευθερία.

Πριν από λίγες ημέρες εργαζόμουν. Τώρα δεν έχω τίποτα. Έχω μόνο την ελευθερία μου και την οικογένειά μου", μας είπε σε άπταιστα Αγγλικά. Ταξιδέψαμε με το αυτοκίνητό του για δύο ώρες και τελικά φτάσαμε στο Τσερνιβτσί. Ο πόλεμος δεν είχε φτάσει στην πόλη. Μας είπε πως μπορεί να μας φιλοξενήσει. Η αποστολή μας όμως ήταν να φτάσουμε άμεσα στο Κίεβο. Όσο περνούσαν οι ώρες ο ρωσικός κλοιός έσφιγγε. Του ζήτησαν να ταξιδέψουμε μέχρι την πρωτεύουσα, όπου διατηρούσε καφετέρια. Αρνήθηκε. "

Είναι επικίνδυνο. Είναι αποστολή αυτοκτονίας. Δεν υπάρχει περίπτωση να πλησιάσω εκεί. Θα δώσω τη δική μου μάχη βοηθώντας αρκετούς ανθρώπους να βγουν από τη χώρα και αν χρειαστεί και με καλέσει ο στρατός θα πολεμήσω", ήταν η απάντησή του στις επίμονες εκκλήσεις μου για άμεση μεταφορά. Τελικά, ο Ντιμίτρι βρήκε τη λύση: "Το τρένο από την πόλη Λβιβ πάει κατευθείαν στο Κίεβο. Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένεις να πας εκεί. Αν και το Κίεβο δεν πρόκειται να πέσει, ίσως είναι το πιο επικίνδυνο μέρος στον πλανήτη αυτή τη στιγμή.". Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Άλλωστε αυτή ήταν η δουλειά μας. Αυτό μας ζητήθηκε. Αυτό έπρεπε να κάνουμε.

Η υπάλληλος του τρένου και η ρωσική πολιορκία....

Όταν μπήκαμε και πάλι στο αυτοκίνητο ρώτησα τον οπερατέρ του ΣΚΑΙ "τι πάμε να κάνουμε". Εκείνος με καθησύχασε. Είχε άλλωστε καλύψει κατά το παρελθόν δύο πολεμικές συρράξεις. Η εμπειρία του ήταν ένα σημαντικό όπλο: "Θα κάνουμε αυτό που πρέπει και θα είμαστε ασφαλείς. Για αυτό είμαστε εδώ", απάντησε με αφοπλιστική σιγουριά. Ο φόβος με είχε κυριεύσει. Το μοιράστηκα και μου είπε ότι "ο φόβος σε έναν πόλεμο είναι ο καλύτερος μας σύμμαχος. Όταν φοβάσαι προσέχεις, όταν φοβάσαι μαθαίνεις να είσαι ψύχραιμος. Όταν είσαι ψύχραιμος λαμβάνεις τις σωστές αποφάσεις". Ο Ντιμίτρι μας άφησε στην πόλη Λβιβ, λίγο μετά τις επτά η ώρα το απόγευμα. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Μαρτίου. Όπως και τα δύο εισιτήρια για το Κίεβο. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ξεκινούσε στις 10 το βράδυ οπότε έπρεπε να περιμένουμε στον σταθμό, καθώς το τρένο έφευγε στις 23:30. Έξω από το τρένο χιλιάδες. Περίμεναν τον επόμενο συρμό για την Πολωνία. Η υπόγεια διάβαση γεμάτη. Ξαφνικά ακούσαμε για πρώτη φορά τις σειρήνες. Όλοι πήγαν στον υπόγειο χώρο για να καλυφθούν. Η πόλη δεν ήταν υπό πολιορκία αλλά περίμεναν επίθεση.

Το τρένο για την πόλη Πσεσμίλ της γειτονικής χώρας έφτασε. Επικράτησε ένα πραγματικό χάος. Άνθρωποι έτρεχαν με μία βαλίτσα. Άλλοι δεν είχαν βαλίτσα και οι αγκαλιές τους ήταν γεμάτες με τα παιδιά τους. Εκεί συνάντησα την πρώτη μορφή του ανθρώπινου πόνου στον πόλεμο. Την απώλεια και τον αποχωρισμό.

Οι άνθρωποι έφευγαν από τα σπίτια τους. Κάποιοι δεν είχαν προορισμό. Ήθελαν απλά να σωθούν. Η αποβάθρα άδεια. Ο Σάββας Αϊδινίδης- ένα "τέρας" ψυχραιμίας- μιλούσε με την οικογένειά του και χαμογελούσε. Έκατσα πάνω στη βαλίτσα και περίμενα υπομονετικά. Ήταν λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ και ξαφνικά εμφανίστηκαν δύο στρατιώτες με βαλίτσες. Ακολούθησε μία γυναίκα με έναν άνδρα και άλλη μία βαλίτσα. Στα δεξιά μου, περίπου 50 μέτρα μακριά, είδα ακόμη δύο άνδρες με μεγάλους σάκους και στρατιωτικά παντελόνια. Το τρένο έφτασε.

Η υπάλληλος του τρένου, γύρω στα 58, με ξανθά μαλλιά και σκαμμένο δέρμα, μας κοίταξε. Κατάλαβε γρήγορα πως δεν είμαστε Ουκρανοί. Προσπαθούσα να της μιλήσω, να της δείξω το εισιτήριο να της πω ότι πρέπει να πάμε στο Κίεβο αλλά δεν μιλούσε Αγγλικά. Της είπα την λέξη "TV" και αμέσως αντιλήφθηκε γιατί ρωτούσα τόσο επίμονα. Μας έβαλε μέσα στο τρένο. Ήταν σχεδόν άδειο. Όλοι έφευγαν από την "καρδιά" του πολέμου και εμείς ετοιμαζόμασταν να ταξιδέψουμε κοντά της. Το ταξίδι ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση. Προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε. Μετά από τρεις ώρες το τρένο σταμάτησε στη μέση του πουθενά. Έξω το απόλυτο σκοτάδι. Η ίδια υπάλληλος μας έκανε νόημα να κάνουμε ησυχία. "Ρώσοι", είπε σε σπαστά αγγλικά. Παγώσαμε. Καταλάβαμε πως πέσαμε πάνω σε ένα ρωσικό μπλόκο. Τελικά άφησαν το τρένο και προχωρήσαμε ακούγοντας τον χτύπο της καρδιάς του πολέμου όλο και πιο δυνατά. Είπα από μέσα μου πως "στον πόλεμο σίγουρα υπάρχουν κανόνες".

Το "σκοτεινό" Κίεβο που γέμιζε με φως

Λίγο μετά τις οκτώ και μισή το πρωί φτάσαμε στο Κίεβο. Εκεί μας περίμενε ο Άντον, από τον οποίο είχαμε ζητήσει να μας μεταφέρει με ασφάλεια στο ξενοδοχείο Κοζάτσκι, όταν φτάσαμε στην πρωτεύουσα. Στο σημείο εξόδου προς την πόλη δεν υπήρχε σχεδόν κανείς. Ακούσαμε τις σειρήνες να χτυπούν για πρώτη φορά τόσο δυνατά. Αυτός ο ήχος δεν συνηθίζεται. Μάθαμε πως είχε γίνει χτύπημα πριν από λίγο στον σταθμό του τρένου (!). Πήγαμε γρήγορα στο σημείο για να κάνουμε την πρώτη μας ζωντανή σύνδεση. Ένας αστυνομικός μας πλησίασε και μας ζήτησε διαβατήριο και ταυτότητα. Ο Άντον μας είπε πως πρέπει να συνηθίσουμε τις πολλές ερωτήσεις και πως σε κάθε σημείο της πόλης θα γινόταν ακριβώς η ίδια διαδικασία. Πήραμε το αυτοκίνητό μας και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο. Τα χαρακώματα ήταν παντού. Πέντε από τις επτά γέφυρες είχαν κλείσει.

Οι Ουκρανοί είχαν βάλει ακόμη και λεωφορεία στα τεράστια οδοφράγματα που είχαν στήσει σχεδόν παντού. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει αλλά γρήγορα κατάλαβα πως το φως υπάρχει μέσα στα μάτια κάθε Ουκρανού στην πόλη. Τα βλέμματα ήταν γεμάτα με αποφασιστικότητα αλλά μία δηκτική αυστηρότητα. Έβλεπες ανθρώπους να κρατούν καλάσνικοφ. Ανάμεσά τους και γυναίκες. Ακόμη και 16χρονους με όπλα στα χέρια. Σε πολλά μπλόκα. Αντιλήφθηκα πως αν καταφέρουν οι Ρώσοι να μπουν μέσα στο Κίεβο οι οδομαχίες θα κρατήσουν εβδομάδες. Όμως είδα το φως στα μάτια τους. Το φως που ήθελαν να κερδίσει το σκοτάδι. "Μίλτο, όσοι είμαστε εδώ και παραμένουμε εδώ, να ξέρεις ότι είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε για το Κίεβο και την Ουκρανία. Αλλιώς θα φεύγαμε. Αλλά δεν το κάναμε. Εσύ θα έφευγες από την Αθήνα αν συνέβαινε κάτι τέτοιο; Θα άφηνες το σπίτι σου απροστάτευτο; Δεν νομίζω!", μου είπε ο Άντον όταν μας άφησε πάνω στην πλατεία Ανεξαρτησίας. Μία πλατεία όπου αισθανόσουν ότι βρίθει ιστορίας. Μία πλατεία που έδειχνε πως χωράει κι άλλη ιστορία. Με μάχη ή χωρίς. Μία πλατεία γεμάτη αγώνες.

Η νεκρή οικογένεια στο Ιρπίν

Το Κίεβο ήταν υπό πολιορκία. Οι Ουκρανοί, βλέποντας τον εχθρό τους να έχει φτάσει στα 10 χιλιόμετρα από το κέντρο της πρωτεύουσας τους στο Ιρπίν, αποφάσισαν να ανατινάξουν την γέφυρα που συνέδεε το νεόδμητο προάστιο με την πλατεία Ανεξαρτησίας, όπου είχαν στηθεί οδοφράγματα ενώ σε πολλά σημεία υπήρχαν- εκτός από τις χιλιάδες μολότοφ- αρκετές νάρκες. Ξημέρωσε μία μέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ξεκίνησε μία μάχη που θα κρατούσε εβδομάδες. Οι Ρώσοι βομβάρδιζαν το Ιρπίν τα σπίτια του αλλά δυστυχώς και τους χιλιάδες αμάχους που προσπαθούσαν- κάποιοι χέρι χέρι- να περάσουν από την διαλυμένη γέφυρα και να τρέξουν προς το κέντρο της πρωτεύουσας για να σωθούν. Φτάνοντας με το αμάξι εκεί ακούσαμε ισχυρές εκρήξεις. Ο Ρουσλάν- ο τρίτος Ουκρανός που δέχτηκε και δεσμεύτηκε να μας βοηθήσει στις μετακινήσεις μας και στις συνεννοήσεις με τον στρατό- είπε να μην πλησιάσουμε γιατί μπορεί και να σκοτωθούμε. Ξέραμε ότι ήμασταν εκεί γιατί έπρεπε να κάνουμε τη δουλειά μας. Αποφασίσαμε να μπούμε μαζί με ακόμη μία ελληνική αποστολή εκεί. Η εικόνα μας πάγωσε. Από τότε με ακολουθεί. Μάλλον δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ένιωσα τον χρόνο να σταματάει. Μία οικογένεια ήταν δίπλα στην γκρεμισμένη γέφυρα. Οι σοροί είχαν καλυφθεί με λευκά σεντόνια. Δίπλα μας διακρίναμε αρκετούς φωτογράφους να απαθανατίζουν τον θάνατο. Ανάμεσά τους και το Associated Press. Η λίστα των νεκρών αμάχων στο Κίεβο άρχισε να γεμίζει με ονόματα ανηλίκων. Ακούσαμε και πάλι τους βομβαρδισμούς και δύο άνδρες με καλάσνικοφ άρχισαν να ωρύονται πως πρέπει να τρέξουμε για να σωθούμε. Φεύγοντας είδαμε τον μεγάλο κρατήρα που είχε δημιουργήσει η ρωσική οβίδα που έμελλε να πάρει τις ζωές των παιδιών και των γονέων τους. Κατάλαβα πως είχα κληθεί να κάνω ένα από τα δυσκολότερα ρεπορτάζ. Ο Σάββας είχε σοκαριστεί. Θυμάμαι πως ήμουν αρχικά παγωμένος. Είδα δημοσιογράφους να "σπάνε" μπροστά στον θάνατο. Στο αυτοκίνητο, αφού βρήκαμε σήμα, κάλεσα στο Φάληρο για να τους πω τι είχε συμβεί, τι είδαμε και τι καταγράψαμε. Έσπασα. Δεν μπορούσα να το "χωνέψω".

Ο πόλεμος είναι άδικος. Δεν υπάρχει λογική. Έπρεπε να το αντέξω. Κατάλαβα πως αυτή θα ήταν η καθημερινότητά μας και άρχισα να δακρύζω. Οι μέρες άρχισαν να περνούν γρήγορα αλλά τα βράδια αργά. Το ξενοδοχείο θεωρούταν "ασφαλές σημείο" με καταφύγιο. Χαρακτηριζόταν ως "κόκκινη περιοχή" όπου δεν θα χτυπούσαν από αέρος. Κάθε βράδυ ήταν όλο και πιο δύσκολο. Οι σειρήνες χτυπούσαν διαρκώς και δεν σε άφηναν να κοιμηθείς με ηρεμία. Όση ηρεμία είχες καταφέρει να συγκεντρώσει από τη στιγμή που τελείωναν οι ζωντανές συνδέσεις. Ξέραμε πως είμαστε μόνοι μας. Ο Πρέσβης είχε αποχωρίσει από τις πρώτες ημέρες παίρνοντας μαζί τους ελάχιστους Έλληνες. Άλλοι έμειναν πίσω αβοήθητοι. Ανάμεσά τους και εμείς που βλέπαμε πως ο κίνδυνος του εγκλωβισμού στο Κίεβο ήταν τεράστιος.

Οι πυροβολισμοί στο Μπρόβαρι και τα όπλα στο τζάμι του αυτοκινήτου

Ένα από τα 31 πρωινά αποφασίσαμε να κινηθούμε ανατολικά του Κιέβου προς το Μπρόβαρι. Πέσαμε πάνω σε μία μεγάλη διασταύρωση που ήταν γεμάτη με στρατό. Ένας πανύψηλος Ουκρανός, του οποίου η σωματοδομή θύμιζε κατά πολύ αυτή του δημάρχου και πρώην πυγμάχου, Βιτάλι Κλίτσκο που παρέμενε στην πόλη του και την υπερασπιζόταν, μας έκανε νόημα να σταματήσουμε.

Ζήτησε τα διαβατήριά μας και μας ρώτησε επίμονα που πηγαίνουμε. Του απαντήσαμε. Ξαφνικά αρχίσαμε να ακούμε πυροβολισμούς δίπλα μας. Η αδρεναλίνη στα ύψη. Είδαμε τους Ουκρανούς να παίρνουν θέσεις μάχης και να καλύπτονται. Μας είπαν να μείνουμε στο αυτοκίνητο. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Αν έπρεπε να γυρίσουμε γρήγορα πίσω ή εάν έπρεπε να βγούμε από το αμάξι και να καλυφθούμε. Αποφασίσαμε να υπακούσουμε στις εντολές τους. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που οι στρατιώτες πυροβόλησαν κατά αυτοκινήτων που δεν σταμάτησαν στους ελέγχους καθώς θεώρησαν τους οδηγούς υπόπτους για ρωσική κατασκοπεία. Μετά από πέντε λεπτά οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Καταλάβαινες πως ο εκνευρισμός των στρατιωτών ήταν τεράστιος. Άρχισαν να μας φωτογραφίζουν και να ζητούν να ελέγξουν το υλικό της κάμερας. Άλλωστε, απαγορευόταν να τραβήξεις τα μπλόκα για να μην αποκαλυφθούν οι θέσεις τους και γίνουν αυτομάτως στόχος πυραύλων με σκοπό να δημιουργηθεί ρήγμα στην τεράστια γραμμή άμυνας της πόλης.

Ο πόλεμος χρειάζεται προμήθειες. Ένα μεσημέρι, μετά από πολλές ώρες ρεπορτάζ, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε τον Έλληνα Χρήστο Λιάγκα, ο οποίος διατηρούσε- κλειστό- το κατάστημά του κοντά στο κέντρο του Κιέβου. Ο οπερατέρ του ΣΚΑΙ επέλεξε να μείνει στο αυτοκίνητο για να αποφορτιστεί και οι υπόλοιποι, Ουκρανοί και Έλληνες, μπήκαμε μέσα στο μαγαζί του κ. Λιάγκα για να ψωνίσουμε τα απαραίτητα ελληνικά προϊόντα. Την επόμενη ημέρα άλλωστε είχε ανακοινωθεί απαγόρευση της κυκλοφορίας καθώς οι αρχές έψαχναν για Ρώσους σαμποτέρ και κατασκόπους. Όταν βγήκαμε είδαμε άνδρες των μυστικών υπηρεσιών του στρατού και κλιμάκιο της αστυνομίας να ελέγχει τον Σάββα.

Όταν πλησίασα, ένας από τους άνδρες ύψωσε το καλάσνικοφ και άρχισε να κάνει ερωτήσεις. Στα χέρια μου κρατούσα τις σακούλες με τις κονσέρβες. Ευτυχώς οι Ουκρανοί που ήταν μαζί μας τους εξήγησαν πως είμαστε από την Ελλάδα και πως κάνουμε ρεπορτάζ. Αφού έλεγξαν τα πάντα, επιβεβαίωσαν την ημερομηνία που μπήκαμε στην Ουκρανία και μας φωτογράφισαν, μας άφησαν να φύγουμε. Στο αμάξι ο Σάββας μου είπε: "Μου κόλλησαν τα καλάσνικοφ στο τζάμι και μου είπαν να κατέβω γρήγορα και να τους πως ποιος είμαι. Φώναζαν και με απειλούσαν με όπλα. Σε παρακαλώ πολύ να μην το πούμε ζωντανά γιατί δεν θέλω να φοβηθούν οι δικοί μου άνθρωποι. Θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας και θα προσέχουμε πολύ". Εκεί καταλάβαμε πως πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί στους ελέγχους και ότι οι Ουκρανοί φοβούνται σε μεγάλο βαθμό ένα χτύπημα εκ των έσω. Ο φόβος ήταν ξεκάθαρος: υπήρχε κρυφό σχέδιο Ρώσοι, υπό άκρα μυστικότητα, να λειτουργήσουν ως "Δούρειος Ίππος" και να "σπάσουν" την τεράστια ουκρανική άμυνα. Κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ.

"Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά και η ζωή συνεχίζεται!"

Ένα πρωινό σηκωθήκαμε από τις ισχυρές εκρήξεις κοντά μας. Συνάντησα τον συνάδελφο Νικόλα Βαφειάδη μαζί με τους άλλους Έλληνες ανταποκριτές: την Ευτυχία Πενταράκη, την Λευκή Γεωργάκη, τον Μαρίνο Αλειφέρη, τον Γιώργο Γρηγοριάδη και τον Χρήστο Νικολαϊδη. Ήμασταν έξω από ένα βομβαρδισμένο συγκρότημα πολυκατοικιών. Ο κρατήρας που είχε δημιουργήσει ο ρωσικός πύραυλος ήταν τεράστιος και είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ακόμη ένας άμαχος. Ο πόνος στα βλέμματα των ουκρανών τεράστιος. Τους έβλεπες να αγκαλιάζονται. Να κλαίνε. Να μιλούν στις κάμερες και να ζητούν τιμωρία των Ρώσων. Το εσωτερικό των διαμερισμάτων της μίας από τις έξι πολυκατοικίες είχε αποκαλυφθεί, καθώς ο τοίχος είχε καταρρεύσει. Μία ηλικιωμένη βρήκε το θάρρος και ανέβηκε ξανά στο μισογκρεμισμένο διαμέρισμά της.

Ακόμη μία ματωμένη ιστορία γράφτηκε και στο Κίεβο. Εκείνη την ημέρα ο δημοσιογράφος Νικόλας Βαφειάδης μετά το ρεπορτάζ διηγήθηκε ιστορίες από τις 17 πολεμικές του ανταποκρίσεις τα τελευταία χρόνια. Φέρθηκε σαν πατέρας- στους νεότερους- δίνοντας συμβουλές για τη διαχείριση των καταστάσεων, των ανθρώπων και του ρεπορτάζ υπό αυτές τις συνθήκες. Μαζί μας ήταν Έλληνες οπερατέρ, με τους οποίους σχεδόν κάθε βράδυ φροντίζαμε να μιλάμε, να βρισκόμαστε και να συζητάμε, ελπίζοντας πως ο πόλεμος θα τελειώσει. Ο Δημήτρης Αλεξάκης, ο Αλέξης Πόνσε, ο Δημήτρης Τσίγκας, ο Γιάννης Κολιγλιάτης, ο Τάσος Χρονόπουλος, ο Ιάκωβος Σταυρινίδης, ο Άγγελος Μισιρλής και ο Χάρης Καλαμπόκης. Μετά από ένα μήνα, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν πλέον με διαφορετική μορφή στην ανατολική Ουκρανία, οι ρωσικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν.

Στους δρόμους, παρά τις ατέρμονες ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να αλλάξουν "τροπάριο". Αποφάσισαν να προσπαθήσουν να ζήσουν όπως παλιά.  Ένα ζευγάρι έτρεχε πάνω στην πλατεία Ανεξαρτησίας με φόρμες, φορώντας ακουστικά, δίπλα στους Ουκρανούς στρατιώτες. Δύο ηλικιωμένοι μετά από αρκετές μέρες στο καταφύγιο έκανε βόλτα απολαμβάνοντας τον ήλιο. Μία μητέρα κρατούσε από το χέρι την 5χρονη κόρη της. Όταν την ρώτησα για τον πόλεμο αλλά και την απογευματινή της βόλτα μου είπε: "Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά και η ζωή συνεχίζεται. Με ή χωρίς τον θάνατο..."

Πηγή: skai.gr