DW: Η αβάσταχτη μοναξιά του Όλαφ Σολτς

Ο καγκελάριος της Γερμανίας ανακάλυψε πολύ αργά ότι θα έπρεπε να έχει λειτουργήσει πολύ πιο «δυναμικά», αξιοποιώντας το δικαίωμα που είχε στη διάθεσή του λόγω θέσεως

Ο σκληρός τρόπος με τον οποίον ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς μίλησε το βράδυ της Τετάρτης για τον αποπεμφθέντα υπουργό του των Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ ξένισε πολλούς. Ο αρχηγός της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς έσπευσε να σχολιάσει το συμβάν ως μάλλον κακόγουστο. Η αλήθεια είναι ότι δεν συνηθίζεται να μιλά κανείς για τον μέχρι χθες εταίρο του σε τέτοιο ύφος, ακόμα και μετά το χειρότερο (πολιτικό) διαζύγιο. Αλλά η αίσθηση, που προκάλεσε το ύφος και το περιεχόμενο των δηλώσεων Σολτς, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο τεράστιο χάσμα αυτής της συμπεριφοράς με την εικόνα του κατά τη διάρκεια της θητείας του.

Μεσάζων αντί για μπροστάρης

Αυτές τις ημέρες πολλοί θύμισαν ότι ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος προτίμησε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής, παρά ως ηγέτης μιας κυβέρνησης, που ειδικά εδώ και μερικούς μήνες έμοιαζε απολύτως ετερόκλητη και ίσως και… ακυβέρνητη. Ανέλαβε ένα ρόλο «κυανόκρανου», όταν Φιλελεύθεροι (κυρίως) και Πράσινοι είχαν αρχίσει να ρίχνουν ρουκέτες, στρεφόμενοι ολόψυχα στις ανάγκες της προεκλογικής περιόδου, που άτυπα άνοιξε τουλάχιστον μετά τις περιφερειακές εκλογές στην πρώην Ανατολική Γερμανία τον Σεπτέμβριο.

Ο πόλεμος των μανιφέστων

Μέσα στο τελευταίο δεκαπενθήμερο οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) και Κρίστιαν Λίντνερ (Φιλελεύθεροι) παρουσίασαν ο καθένας το δικό του οικονομικό «μανιφέστο», όπως αποδείχτηκε χωρίς καμιά προσυνεννόηση με τον Σολτς, κάτι που οποιοσδήποτε πρωθυπουργός, οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης δεν θα μπορούσε παρά να εκλάβει ως πλήρη παράκαμψη αν όχι ανοικτή αμφισβήτησή του. Και βεβαίως αυτά δεν ήταν τα μόνα περιστατικά, που αποκάλυπταν μια κυβέρνηση συγκρουόμενων απόψεων και κακοφωνίας, αφού ο μαέστρος έδειχνε να μην μπορεί να επιβληθεί στα «πρώτα βιολιά».

Ελλιπής στήριξη από το κόμμα

Προς υπεράσπιση του Σολτς πρέπει να αναφέρει κανείς και την πραγματικότητα, που λέει ότι δεν είχε πάντα την απαραίτητη στήριξη από το ίδιο του το κόμμα. Στις εκλογές στα κρατίδια οι «σύντροφοί» του υποψήφιοι πρωθυπουργοί του SPD προτιμούσαν να τον κρατήσουν σε απόσταση. Αλήθεια τι κύρος έχει ένας καγκελάριος, που οι δικοί του πολιιτκά «υφιστάμενοι» ντρέπονται να φωτογραφηθούν μαζί του; Την ίδια ώρα κάποιοι έντεχνα συντηρούσαν την συζήτηση για την καταλληλότητά του να οδηγήσει το κόμμα στις επόμενες εκλογές, φωτογραφίζοντας ως πολύ πιο δημοφιλέστερο τον επί της Άμυνας υπουργό του, Μπόρις Πιστόριους. Παρεμπιπτόντως αυτή η συζήτηση αναζωπυρώνεται ξανά τα τελευταία εικοσιτετράωρα.

Η κατάρα της αναβλητικότητας

Ο Όλαφ Σολτς έμοιαζε συχνά να έχει υιοθετήσει το μοντέλο αναβλητικότητας της Άνγκελα Μέρκελ. Αλλά μόνο αυτό. Δεν διέθετε ούτε τη στήριξη που είχε αυτή, ούτε την πυγμή που έδειχνε η πρώην καγκελάριος σε κρίσιμες στιγμές, παίρνοντας ακόμα και αντιδημοφιλείς αποφάσεις. Η Μέρκελ δεν θα άφηνε ποτέ υπουργούς της να τριγυρίζουν σε κανάλια και εκδηλώσεις με δική τους ατζέντα και δικές τους «προτάσεις». Η δυσκολία του καγκελάριου να αποφασίσει για κρίσιμα θέματα καταγράφηκε και στην Ευρώπη, κάνοντας πολλούς να μιλούν για «German Vote», όταν εννοούσαν την αποχή ή το λευκό σε σημαντικές ψηφοφορίες.

Σε αυτό το πλαίσιο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει να σκεφτεί κανείς πώς ο Όλαφ Σολτς θα μπορέσει να επιβάλει τώρα το δικό του χρονοδιάγραμμα. Δεν είναι άλλωστε πια μόνο θέμα πυγμής, αλλά και συσχετισμών. Η κυβέρνηση του είναι πλέον μειοψηφίας και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διαθέσεις της αντιπολίτευσης. Ο Φρίντριχ Μερτς απαιτεί άμεση προσφυγή στις κάλπες, προκειμένου να «συνδράμει» στην ταχεία διεκπεραίωση κάποιων νομοθετικών εκκρεμοτήτων.

Το ερώτημα είναι αν μπορεί ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ να του δώσει λίγο χρόνο, επικαλούμενος τις προβλεπόμενες συνταγματικές διαδικασίες. Ακόμα και αν συμβεί κάτι τέτοιο, το αίσθημα της μοναξιάς, που μάλλον διακατέχει τον Όλαφ Σολτς, προφανώς δεν θα εξαφανιστεί.

Πηγή: Deutsche Welle