Η απαγόρευση εξαγωγής ρυζιού από την Ινδία τροφοδοτεί φόβους για πληθωρισμό και παγκόσμιες ελλείψεις τροφίμων

Το ρύζι αποτελεί βασικό διατροφικό προϊόν για πάνω από τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους, σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού

Ο παγκόσμιος αντίκτυπος της πανδημίας Covid-19, της κλιματικής κρίσης και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που βιώνουν πείνα. Σύμφωνα με την τελευταία Παγκόσμια Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τις επισιτιστικές κρίσεις, επιπλέον 122 εκατ. άνθρωποι υπέφεραν από πείνα πέρυσι σε σύγκριση με το 2019. Ωστόσο, τώρα προέκυψε μια νέα πρόκληση. Η Ινδία απαγόρευσε την εξαγωγή λευκού ρυζιού, που δεν είναι μπασμάτι. Η χώρα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ρυζιού στον κόσμο και η συγκεκριμένη ποικιλία αντιπροσωπεύει το 25% των ετήσιων διεθνών πωλήσεών της. Σε συνδυασμό με την προηγούμενη απαγόρευση των εξαγωγών σπασμένου ρυζιού (θραύσματα ρυζιού), ο νέος αυτός περιορισμός έχει προκαλέσει ανησυχίες για παγκόσμιο πληθωρισμό και μεγαλύτερη επισιτιστική ανασφάλεια για τους ευάλωτους πληθυσμούς.

Το ρύζι αποτελεί βασικό διατροφικό προϊόν για πάνω από τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους (σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού) και σχεδόν το 90% καλλιεργείται στην Ασία. Η τιμή του ρυζιού παρέμεινε πιο προσιτή από το σιτάρι ή το καλαμπόκι, ακόμη και μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, το φαινόμενο Ελ Νίνιο έχει επηρεάσει τους ορυζώνες, ανεβάζοντας το κόστος παραγωγής και προκαλώντας αύξηση 15%-20% στις παγκόσμιες τιμές από τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για την Πολιτική των Τροφίμων (IFPRI). Ο μηνιαίος δείκτης τιμών του ρυζιού που δημοσιεύεται από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) δείχνει ότι τον Ιούλιο έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.

Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, η Ινδία αλλάζει την εξαγωγική της πολιτική για το λευκό ρύζι, που δεν είναι μπασμάτι. Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί επαρκής διαθεσιμότητα στην τοπική αγορά και να αποτραπεί η εκτίναξη των τιμών σε εθνικό επίπεδο.

Η άνοδος του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στην Ινδία αποτελεί πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα για τον πρωθυπουργό, ιδίως ενόψει των περιφερειακών εκλογών αργότερα φέτος και των γενικών εκλογών τον Απρίλιο του 2024. Τα δημητριακά αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής του πολυπληθέστερου έθνους του κόσμου, ιδίως στις ομάδες με χαμηλότερο εισόδημα. Ωστόσο, η εξαγωγή σιτηρών είναι πιο επικερδής από την πώλησή τους στην εγχώρια αγορά. Σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, οι τιμές του λευκού ρυζιού -όχι μπασμάτι-στην Ινδία έχουν αυξηθεί κατά 11,5% φέτος.

«Κατανοούμε τα κίνητρα της κυβέρνησης. Οι ινδικές αρχές προσπαθούν να διασφαλίσουν την επισιτιστική ασφάλεια και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις», δήλωσε ο Luis Breuer, εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ινδία. «Το ΔΝΤ προτρέπει όλα τα έθνη, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας, να εξαλείψουν αυτού του είδους τους περιορισμούς στις εξαγωγές. Μπορούν να έχουν επιβλαβείς παγκόσμιες επιπτώσεις».

Η Ινδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός ρυζιού στον κόσμο. Η Κίνα κατέχει την πρώτη θέση, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του ρυζιού της προορίζεται για τις εγχώριες αγορές. Η Ινδία είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας ρυζιού εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Το 2022, πούλησε 22,3 εκατ. τόνους σε περισσότερες από 140 χώρες, αντιπροσωπεύοντας το 40% του μεριδίου της παγκόσμιας αγοράς. Τα εντυπωσιακά αυτά νούμερα επιτεύχθηκαν παρά την εφαρμογή ενός περιορισμού στις μεταφορές σπασμένου ρυζιού τον Σεπτέμβριο και την επιβολή πρόσθετου δασμού 20% στις εξαγωγές ρυζιού υψηλής ποιότητας. 

Σαράντα δύο έθνη βασίζονται στην Ινδία για πάνω από το ήμισυ των εισαγωγών τους σε ρύζι. Ορισμένες από τις χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ινδικό ρύζι είναι το Μπαγκλαντές, το Νεπάλ, το Μπενίν, η Σενεγάλη, η Ακτή Ελεφαντοστού, το Τόγκο και η Γουινέα.
 

Πηγή: skai.gr