Κλείσιμο

Γερμανία: «Θα κάνει κρύο το χειμώνα», προειδοποιεί ο Χάμπεκ - Το σχέδιο για δημόσια κτίρια, μνημεία

«Όταν οι τιμές αυξάνονται, το κράτος έχει αυτόματα περισσότερα έσοδα - πχ από τον ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο. Αυτά τα χρήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται για ελάφρυνση» είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας στην Süddeutsche Zeitung.

«Καιρός για μπάνιο στην πισίνα, τροπικές νύχτες - Το πραγματικό κρύο φαίνεται απείρως μακριά τις μέρες που διανύει τώρα η Γερμανία. Όμως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προετοιμάζεται για έναν χειμώνα, στον οποίο όλοι θα πρέπει κυριολεκτικά να ντυθούν ζεστά. Είναι ήδη ξεκάθαρο: Θα κάνει κρύο στη χώρα». Με αυτά τα λόγια προλογίζει στο πρωτοσέλιδό της η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου την εκτενή συνέντευξη που παραχώρησε ο Πράσινος υπ. Οικονομίας και Ενέργειας Ρόμπερτ Χάμπεκ.

Σύμφωνα με την τον Ρόμπερτ Χάμπεκ ήδη ετοιμάζονται τα κανονιστικά διατάγματα για την εφαρμογή του αναθεωρημένου Νόμου περί Ενεργειακής Ασφάλειας στη Γερμανία, που μεταξύ άλλων προβλέπουν μάξιμουμ θερμοκρασία θέρμανσης για 186.000 δημόσια κτήρια στους 19 βαθμούς Κελσίου αλλά και παύση της νυχτερινής φωταγώγησης ιστορικών μνημείων στη Γερμανία. «Πρόκειται για προετοιμασίες για έναν χειμώνα, κατά τον οποίο το φυσικό αέριο θα φτάνει με μειωμένη ροή και οι τιμές θα αυξάνονται ολοένα περισσότερο», παρατηρεί η εφημερίδα.

«Κύριε Χάμπεκ φοβάστε πράγματι το φθινόπωρο;»

Με αυτή την ερώτηση ξεκινά η συνέντευξη, με τον Γερμανό υπουργό να απαντά: «Όχι δεν φοβάμαι. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που παραλύει.Αλλά φυσικά ανησυχώ για την κοινωνική συνοχή, για τη βιομηχανία και τους πολίτες. Πρόκειται για ασυνήθιστους καιρούς με μεγάλες προκλήσεις. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να κατευθύνουμε τη χώρα καλά μέσα σε όλα αυτά».

Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ εστιάζει κυρίως σε εκείνες τις κατηγορίες πολιτών στη Γερμανία -οι οποίες είναι πολλές- που θα μπορέσουν με δυσκολία να τα βγάλουν πέρα τον χειμώνα εξαιτίας των αυξημένων τιμών ενέργειας. «Όσοι ζουν κατά μέσο όρο με λίγα χρήματα ή με κοινωνικά βοηθήματα ή επίδομα στέγασης θα πρέπει να απαλλαγούν πλήρως από το πρόσθετο ενεργειακό κόστος, αναλογικά δηλαδή τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Αυτή είναι η λογική βάσει της οποία πρέπει να ενεργούμε. Αυτό μας δίνει μια ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τον χειμώνα δυνατοί και ενωμένοι» αναφέρει ο Γερμανός υπουργός.

Το γερμανικό «λεφτά υπάρχουν»

Εν μέσω της γενικής αβεβαιότητας για την εξέλιξη της τιμής φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες οι δημοσιογράφοι της SZ ρωτούν τον υπουργό κατά πόσο το γερμανικό κράτος διαθέτει τα χρηματικά μέσα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

«Όταν οι τιμές αυξάνονται, το κράτος έχει αυτόματα περισσότερα έσοδα - πχ από τον ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο. Αυτά τα χρήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται για ελάφρυνση» αναφέρει ο Ρόμπερτ Χάμπεκ συμπληρώνοντας: «Δεν είναι μυστικό, πιστεύω δηλαδή ότι ορισμένες εταιρείες που αποκομίζουν μεγάλα κέρδη εξαιτίας του πολέμου θα μπορούσαν να συμβάλουν περισσότερο. Έχει ξεκινήσει μια κριτική συζήτηση επ’ αυτού. Όμως αν διερωτώμαστε κατά πόσον υπάρχουν επαρκή χρήματα, θα ήθελα να επισημάνω: λεφτά υπάρχουν. Xρήματα δηλαδή που δεν περίμεναν καν εταιρείες ή φορείς εκμετάλλευσης ενεργειακών συστημάτων ότι θα αποκόμιζαν. Μέρος αυτών θα πρέπει να μπορεί να αξιοποιηθεί για την ελάφρυνση των καταναλωτών.»

Τι θα γίνει με τους πυρηνικούς σταθμούς;

Μεταξύ άλλων ο Ρόμπερτ Χάμπεκ δέχθηκε ερωτήσεις και για το ενδεχόμενο παράτασης της λειτουργίας των τριών πυρηνικών σταθμών που έχουν εναπομείνει και πέραν της 31ης Δεκεμβρίου -ημερομηνία κατά την οποία προβλέπεται να κλείσουν.

Ο ίδιος απάντα εμμέσως: «Η συζήτηση για τους πυρηνικούς σταθμούς δεν πρέπει να αποκρύβει το γεγονός ότι οφείλουμε να καταβάλουμε τεράστιες προσπάθειες για να επιτύχουμε εξοικονόμηση φυσικού αερίου. Οι πυρηνικοί σταθμοί δεν κάνουν τη διαφορά. Αυτό που ελέγχουμε ξανά και ξανά είναι η σταθερότητα του ηλεκτρικού δικτύου κάτω από ακραίες υποθέσεις. Αυτό είναι το stress test που κάνουμε» ενώ εξαγγέλλει ότι τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών αναμένονται «σε μερικές εβδομάδες» και όχι στις 30 Δεκεμβρίου.

Πηγή: DW / Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο (Συνέντευξη: SZ)