Γερμανία: Συλλογική θλίψη και θανάσιμες απορίες

Το δολοφονικό χτύπημα του Μαγδεμβούργου απαιτεί μια συλλογική απάντηση από τον πολιτικό κόσμο, αλλά και καθαρές απαντήσεις στο ερώτημα γιατί παρά τις προειδοποιήσεις μπόρεσε να συμβεί

Ήταν μια νύχτα που δεν θα ξεχάσει η Γερμανία. Μια «μαύρη ημέρα» για την πόλη, όπως είπε ο δήμαρχός της. Η φονική εισβολή ενός 50χρονου φανατικού και υπό την επήρεια ναρκωτικών (όπως όλα δείχνουν) στην κεντρική Χριστουγεννιάτικη Αγορά του Μαγδεμβούργου, πρωτεύουσας της Σαξονίας-Άνχαλτ άφησε πίσω της τουλάχιστον πέντε νεκρούς και 205 τραυματισμένους, εκ των οποίων οι 41 σε σοβαρή κατάσταση. Ανυπολόγιστα είναι τα ψυχικά τραύματα, όχι μόνο εκείνων, που στάθηκαν τυχεροί και μπόρεσαν να αποχωρήσουν σώοι από τον χώρο, αλλά και εκατομμυρίων Γερμανών, που για μια ακόμα φορά ένιωσαν να πλήττεται ένα σύμβολο μιας εορταστικής περιόδου, που με βάση την παράδοση χαρακτηρίζεται από αγάπη, γαλήνη και θαλπωρή.

Μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου υπήρχαν φόβοι ότι ο αριθμός των νεκρών μπορεί να ανέβει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν τόσο πολλοί οι σοβαρά τραυματισμένοι το Σάββατο της Παρασκευής, που παρά το γεγονός ότι το νοσοκομείο της πόλης έχει «προδιαγραφές πρωτεύουσας» δεν αρκούσε για να περιθάλψει τόσο πολλά επείγοντα και βαριά περιστατικά και κάποια θύματα χρειάστηκε να μεταφερθούν με ελικόπτερα σε άλλες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας.

Παγκόσμιο το σοκ

Οι παγκόσμιες αντιδράσεις και τα μηνύματα συμπαράστασης από τον Μακρόν μέχρι τον Τραμπ δείχνουν ότι το σοκ ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της Γερμανίας. Σύσσωμη ήταν η συντριβή, που εκδήλωσαν όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας με τον καγκελάριο Σολτς να σπεύδει στον τόπο του εγκλήματος και να παραμένει στο Μαγδεμβούργο για την βραδινή λειτουργία, που θα γίνει στον καθεδρικό της πόλης στην μνήμη των θυμάτων, παρόντος και του Προέδρου της Δημοκρατίας Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ.

Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις προσπάθειες κάποιων που επιχείρησαν ή θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά το γεγονός, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την εκκίνηση του προεκλογικού αγώνα. Το μήνυμα της συμπροέδρου της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) Αλίς Βάιντελ: «Πότε θα σταματήσει επιτέλους αυτή η τρέλα;» είναι σαφές ότι προσπαθούσε να υπονοήσει σύνδεση με παλιότερα χτυπήματα φανατικών του Ισλάμ στην Γερμανία και αλλού. Όμως η αποκάλυψη ότι ο Τάλεμπ Αλ Α. μπορεί να προερχόταν από την Σαουδική Αραβία, αλλά δήλωνε εχθρός του Ισλάμ και προπαγάνδιζε στα κοινωνικά δίκτυα θέσεις της AfD έκανε αυτή την ανάρτηση να μοιάζει πολύ άκομψη, αν όχι χυδαία.

Πάντως πολλοί ακροδεξιοί πολιτικοί στην Ευρώπη, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Λεπέν στην Γαλλία, ο Φάρατζ στη Βρετανία, αλλά και ο Έλον Μασκ βρήκαν ευκαιρία να ξεσπαθώσουν και να ζητήσουν να κλείσει η Ευρώπη τα σύνορά της.

Πολύ προσεκτικός ήταν αντίθετα στην τοποθέτησή του ο Χριστιανοδημοκράτης πρόεδρος και πιθανώς επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, που υπογράμμισε ότι ο συγκεκριμένος δράστης δεν φαίνεται να ταιριάζει σε παραδοσιακά μοτίβα και ζήτησε από όλους να αποφύγουν γρήγορα συμπεράσματα χωρίς την γνώση όλων των απαραίτητων στοιχείων.

Μνήμες του 2016

Είναι λογικό ότι το πρώτο που ήρθε στο μυαλό των περισσότερων ήταν ο συσχετισμός με την επίθεση στην χριστουγεννιάτικη αγορά του Βερολίνου σχεδόν την ίδια ημερομηνία, αλλά οκτώ χρόνια πριν (19 Δεκεμβρίου 2016). Τότε είχαν χάσει την ζωή τους 13 άνθρωποι από την εισβολή μιας νταλίκας σε ένα χώρο χαράς και γιορτινής διάθεσης, αλλά η γερμανική κοινωνία είχε ομολογουμένως αντιμετωπίσει με θλίψη, αλλά και με ψυχραιμία και σύνεση το τραγικό συμβάν. Τότε όπως και τώρα ο τόπος της τραγωδίας μετατράπηκε σε μια «θάλασσα από ανθοδέσμες» και αναμμένα κεριά για τις αδικοχαμένες ζωές.

Πώς μπόρεσε να το κάνει;

Αυτή τη φορά όμως οι συνθήκες στην χώρα είναι πολύ διαφορετικές. Μετά τις απανωτές κρίσεις της τελευταίας πενταετίας η ατμόσφαιρα είναι τώρα διαφορετική. Πιο «ηλεκτρισμένη», πιο πολωμένη. Ο φόβος για ακόμα περισσότερο μίσος στην κοινωνία υπαρκτός, κάτι για το οποίο προειδοποίησαν στα μηνύματά τους και οι εκπρόσωποι κυβέρνησης και δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

Υπάρχουν όμως δύο βασικά ερωτήματα στα οποία θα κληθούν να απαντήσουν οι αρχές πολιτικές, αλλά και ασφαλείας. Φυσικά και ήταν θετικό ότι βρέθηκαν τόσο πολλοί πρόθυμοι να βοηθήσουν, όπως επεσήμανε στις δηλώσεις του ο Όλαφ Σολτς, αλλά το ερώτημα είναι γιατί παρά τις προειδοποιήσεις για πιθανά χτυπήματα στις συγκεκριμένες αγορές και τις συστάσεις στους πολίτες να έχουν «τα μάτια τους δεκατέσσερα» ο συγκεκριμένος άνθρωπος «αποφασισμένος να σκοτώσει» μπόρεσε τόσο εύκολα να εισβάλει με ταχύτητα μέσα στην αγορά, παρά την ισχυρή αστυνομική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή.

Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα αφορά την «άγνοια» των αρχών για τις προθέσεις του ψυχίατρου με την ακτιβιστική δράση, που δήλωνε σε συνέντευξη του στην Frankfurter Allgemeine, τον Ιούνιο του 2019 ότι αποτελεί τον «πιο επιθετικό επικριτή του Ισλάμ στην ιστορία». Σύμφωνα με μαρτυρίες και δημοσιογραφικές πληροφορίες ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε δώσει δείγματα των προθέσεων του για το σχεδιασμό μιας τέτοιας «τρομακτικής πράξης παραφροσύνης» όπως την χαρακτήρισε ο καγκελάριος. Γιατί δεν έδωσαν την δέουσα προσοχή οι αρχές;

Αγνοήθηκαν οι προειδοποιήσεις;

Γιατί για παράδειγμα δεν τράβηξε την προσοχή τους μια ανάρτηση στην πλατφόρμα Χ στις 5 Δεκεμβρίου, όταν ευχόταν τον θάνατο στην πρώην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, επειδή κατά τη γνώμη του προωθούσε την «ισλαμοποίηση» της Ευρώπης και ζητούσε τουλάχιστον, από τη στιγμή που δεν υπάρχει η θανατική ποινή, να σαπίσει αυτή στη φυλακή; Και δεν ήταν μόνο οι προκλητικές του δημόσιες τοποθετήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων (dpa) πριν από ένα χρόνο είχαν υπάρξει ειδοποιήσεις για τις προθέσεις του 50χρονου να προχωρήσει σε κάποιου είδους τρομοκρατική πράξη. Οι αρχές ασφαλείας της Σαουδικής Αραβίας επιβεβαίωσαν ότι είχαν ενημερώσει τις γερμανικές και είχαν μάλιστα ζητήσει και την έκδοσή του, χωρίς να λάβουν απάντηση.

Ο ίδιος κατηγορούσε τις υπηρεσίες της Σαουδικής Αραβίας ότι τον παρακολουθούσαν και είχε ζητήσει προστασία από τις γερμανικές αρχές. Μάλιστα σε επιστολή του στην DW έγραφε χαρακτηριστικά: «Αρνήθηκαν ακόμη και να ξεκινήσουν έρευνα! Με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει δημόσιο συμφέρον. [...] Αφήνουν έναν Σαουδάραβα πρόσφυγα εκτεθειμένο στον εκφοβισμό, την παρακολούθηση και τη δίωξη, χωρίς καν να διεξάγουν μια ωριαία έρευνα για να πάρουν τουλάχιστον μια πρώτη εντύπωση».

Όσο περνούσαν οι ώρες το Σάββατο, ολοένα και περισσότερες πληροφορίες έρχονταν στην δημοσιότητα για τις θέσεις και προθέσεις του Τάλεμπ Αλ Α. , που φέρνουν σε δύσκολη θέση τις υπηρεσίες ασφαλείας της Γερμανίας, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν για υποτίμηση του ακροδεξιού κινδύνου. Ίσως και οι υπεύθυνοι τους να πίστευαν αυτό που δήλωναν στην γερμανική τηλεόραση πολλοί αυτόπτες μάρτυρες της τραγωδίας: «το έβλεπα να συμβαίνει και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είναι πραγματικότητα».

Πηγή: Deutsche Welle