ΚΑΙΡΟΣ

Οι ξένοι βγάζουν το... καπέλο σε πιλοποιείο στη Νίκαια - Διαβάστε το «success story» του επιχειρηματία Παναγιώτη Σκάντζαρη

Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος δεν προέρχεται από οικογένεια πιλοποιών. Μάλιστα, οι σπουδές και το προηγούμενο επάγγελμά του δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με την τωρινή του επιχείρηση. Πλην όμως, το ρίσκο και το μεράκι, απέδωσε 

Διακρίσεις, διεθνείς κριτικές και εξαγωγές του 95% των χειροποίητων προϊόντων του σε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει το πιλοποιείο του Παναγιώτη Σκάντζαρη, με έδρα τη Νίκαια, όπου βρίσκεται ανάμεσα στις καλύτερες, παγκοσμίως, επιχειρήσεις κατασκευής χειροποίητων καπέλων και στις πλέον πετυχημένες ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Στην συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πιλοποιός και ιδιοκτήτης της επιχείρησης, Παναγιώτης Σκάντζαρης επισημαίνει πως δεν προέρχεται από οικογένεια πιλοποιών, μάλιστα οι σπουδές και το προηγούμενο επάγγελμα του δεν είχαν απολύτως καμία σχέση με την τωρινή του επιχείρηση. Πλην όμως, το ρίσκο και το μεράκι, απέδωσε.

«Εγώ έχω σπουδές στο μάρκετινγκ με μεταπτυχιακό στα χρηματοοικονομικά ενώ δούλευα για 14 χρόνια ως τραπεζικός υπάλληλος. Είχα όμως χρόνια το μεράκι να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου, κατασκευές σαν χόμπι πιο πολύ και το έφεραν οι συνθήκες έτσι όταν μετά από μια αλλαγή στην τότε δουλειά μου, βρέθηκα απογοητευμένος και παραγκωνισμένος και τυχαία εντελώς ήρθα σε επαφή με τον χώρο του καπέλου.» Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Είχα πάει ένα ταξίδι στο Λονδίνο και ενώ περπατούσαμε έξω από ένα πολύ γνωστό καπελάδικο, η σύζυγός μου ήθελε να μου κάνει δώρο μία τραγιάσκα η οποία ήταν μάλιστα αρκετά ακριβή. Όταν λοιπόν επιστρέψαμε στην Αθήνα διαπίστωσα ότι η τραγιάσκα από το Λονδίνο δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα σε σύγκριση με τις ελληνικές τραγιάσκες που συνήθως αγόραζα που ήταν της τάξης των 8 ευρώ. Τα κοψίματα δηλαδή και τα ραψίματα ήταν πάνω κάτω τα ίδια, λίγο διέφεραν τα υλικά. Βρήκα λοιπόν τον κατασκευαστή που έφτιαχνε τις τραγιάσκες εδώ στην Ελλάδα και αγόρασα 10. Όταν τις πούλησα εγώ στο ίντερνετ στα 60 ευρώ έγιναν ανάρπαστες. Ο κόσμος άρχισε να μου ζητά κι άλλες, ενώ ξεκίνησαν να μου ζητούν και καπέλα. Γνώρισα τον κατασκευαστή που έφτιαχνε εδώ κάποια καπέλα από το 1960, κάθισα δίπλα του και άρχισα να μαθαίνω τη δουλειά. Επειδή τα καπέλα που έφτιαχνα άρεσαν στον κόσμο του εξωτερικού , άρχισα να τα εμπορεύομαι», αναφέρει χαρακτηριστικά στην συνέντευξη του ο κ. Σκάντζαρης.

Από το 2014, όπως επισημαίνει, ξεκίνησε και επίσημα την δουλειά του ως πιλοποιός. Ετοιμοπαράδοτα καπέλα στο μαγαζί δεν θα βρεις εξηγεί στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο ιδιοκτήτης του, καθώς η ζήτηση από τις παραγγελίες είναι πολύ μεγάλη. «Εμείς φτιάχνουμε καπέλα μόνο επί παραγγελία, κάνουμε κυρίως το ανδρικό το καπέλο και κάποια unisex σχέδια. Έχουμε 150 χρώματα σε τσόχα, 100 χρώματα κορδέλας, πέντε διαφορετικά είδη τσόχας, έχουμε ψάθες, παναμάδες ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος σε καπέλο, το φτιάχνουμε. Μπορεί δηλαδή κάποιος να μας στείλει μια φωτογραφία του Κλίντ Ίστγουντ 'η από τον Ιντιάνα Τζόουνς και να μας ζητήσει να το ετοιμάσουμε. Πρόσφατα μάλιστα φτιάξαμε το καπέλο του Αλέν Ντελόν από την ταινία ''Le Samurai''». 

Σημειώνεται ότι από το 2014 η εταιρεία έχει πουλήσει περίπου 20.000 καπέλα παγκοσμίως, ενώ αμερικανική ιστοσελίδα life style και μόδας - το συμπεριλαμβάνει στα 10 καλύτερα καταστήματα χειροποίητων προϊόντων σε διεθνή ιστότοπο πώλησης προϊόντων. Είναι εντυπωσιακό μάλιστα, το γεγονός πως το 95% των πωλήσεων της επιχείρησης, αφορούν εξαγωγές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω τελωνείου, ενώ το υπόλοιπο 5% είναι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ελλάδα, αυτά τα χρόνια που δραστηριοποιείται η επιχείρηση, έχουν δοθεί μόλις τρία ή τέσσερα καπέλα, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν πρέσβεις και ξένοι.

«Μία μέρα μας ειδοποίησαν ότι πήρε ένα καπέλο μας η δημοφιλής τραγουδίστρια Σελίν Ντιόν και της άρεσε πολύ, έχουμε πολλούς διάσημους καλλιτέχνες στο πελατολόγιό μας, ενώ κάποιοι έχουν κάνει παραγγελία 30 ή και 40 καπέλα», αναφέρει ο κ. Σκάντζαρης.

Με το πιο οικονομικό καπέλο που αποτελεί και το μπεστ σέλερ της εταιρείας να ξεκινά από τα 135 ευρώ, ενώ το πιο ακριβό να έχει πουληθεί στα 500 ευρώ, ο πιλοποιός αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η πλειοψηφία των καπέλων που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι κυρίως μάλλινες τσόχες συνήθως ασιατικής προέλευσης. Στην επιχείρηση του κ. Σκάντζαρη προμηθευόνται τσόχες είτε από τρίχα κάστορα, λαγού ή κουνελιού «αρά το προϊόν μας», όπως εξηγεί, «ναι μεν είναι πιο ακριβό όμως ξέρεις ότι θα το φορέσεις και στη βροχή, θα το τσαλακώσεις, δεν θα χάσει ποτέ το σχήμα του, δεν θα αποχρωματιστεί ποτέ».

Προσπαθώντας με απλά λόγια να εξηγήσει την τέχνη του πιλοποιού, ο Παναγιώτης Σκάντζαρης, λέει: «Υπάρχουν τα βιομηχανικά καπέλα που έχουν επενδύσει σε καλούπια, πρέσες κτλ και βγάζουν καρμπόν το ίδιο καπέλο ένα εκατομμύριο φορές. Ωστόσο στο χειροποίητο καπέλο υπάρχουν πολλές τεχνικές. Εμείς αυτό που κάνουμε είναι να έχουμε ένα βασικό σχήμα και μετά όλη τη διαμόρφωση την κάνουμε με το χέρι, δηλαδή όλο το σχήμα του καπέλου το δουλεύουμε με το χέρι, πατώντας δηλαδή στο βασικό σχήμα μπορούμε να το κάνουμε πιο τετράγωνο, ή πιο στρογγυλεμένο, ή με κλίση στα πλάγια, ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Θα το χαρακτήριζα και σαν μια μορφή γλυπτικής».

Για ποιο λόγο όμως κάποιος να επιλέξει ένα καπέλο δικής του κατασκευής; Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης απαντά πως «αυτό το καπέλο θα το φορέσεις για παράδειγμα στο γάμο της κόρης σου ή και αργότερα θα το δώσεις στο γιο σου. Εμείς ανήκουμε σε αυτή την κατηγορία φτιάχνοντας καπέλα που γίνονται οικογενειακά κειμήλια. Και αυτό είναι κάτι που μας το λένε οι πελάτες μας. Μας λένε ότι σε σας βρήκαμε αυτό που ψάχναμε το αληθινό πράγμα- 'the real thing' .»

Σε ερώτηση για το εάν ο κόσμος αγαπάει τα καπέλα, ο ίδιος απαντά: «Ναι. Ο κόσμος τα αγαπάει τα καπέλα ενώ παρατηρούμε και μια αύξηση στη χρήση τους. Μάλιστα επειδή εμείς κάνουμε και εμπόριο υλικών πιλοποιίας, όπως τσόχες, κορδέλες και πράγματα που φτιάχνουμε εδώ όπως δερμάτινα πιλόγυρα (sweatbands), κορδέλες, φόδρες, βλέπουμε ότι έχουν ξεπηδήσει πολλοί πιλοποιοί σε όλο τον κόσμο οπότε πιστεύουμε ότι το καπέλο θα έχει πολύ μεγάλη αύξηση τα επόμενα χρόνια». 

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια ζήτηση του καπέλου και εάν προτιμάται από τους Έλληνες ως αξεσουάρ, ο κ. Σκάντζαρης αναφέρει πως είναι θέμα κουλτούρας. «Έχει να κάνει με τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε. Όταν βλέπεις διάσημους καλλιτέχνες να μην αποχωρίζονται τα καπέλα τους και ολοένα και περισσότερες παρουσίες στον χώρο να φορούν καπέλα, πιστεύω ότι αυτό σαν γεγονός αποτελεί παρακαταθήκη για το μέλλον σε ό,τι αφορά την προτίμηση στα καπέλα. Έχω την άποψη πάντως ότι θα επηρεαστούν και τα δικά μας πρότυπα ως χώρα. Καπέλα άλλωστε φορούσε ο κόσμος από την αρχαιότητα, ίσως και πιο πριν από τα προϊστορικά χρόνια. Το ότι δεν φορά ο άνθρωπος καπέλα στην ανθρώπινη εξέλιξη, είναι πολύ πρόσφατο, δηλαδή από τη δεκαετία του 60 και μετά, σταμάτησε να είναι το καθημερινό απαραίτητο αξεσουάρ. Πιστεύω όμως ότι το καπέλο ως καπέλο, ή ως κάλυμμα κεφαλής πάντα θα το φοράει ο κόσμος, είτε είναι στο πλαίσιο μια επίσημης ενδυμασίας, είτε μιας στρατιωτικής ενδυμασίας, είτε μιας προστατευτικής ενδυμασίας για το κρύο, για τον ήλιο».

Σε ό,τι αφορά τις εποχές στα καπέλα, απαντά: «Επειδή πουλάμε σε όλο τον κόσμο, έτσι για εμάς δεν υπάρχει εποχή στα καπέλα. Συγκεκριμένα στη Βόρεια Αμερική και στη Βόρεια Ευρώπη- στη Σκανδιναβία το καλοκαίρι φανταστείτε ότι φορούν τα μάλλινα καπέλα ως πιο ελαφριά, οπότε αυτό που είναι για εμάς εδώ χειμερινό, για εκείνους είναι ανοιξιάτικο. Ωστόσο ως προς το φόρτο εργασίας σύμφωνα με τον πιλοποιό, υπάρχουν δύο σεζόν, η κλασική η χριστουγεννιάτικη που το καπέλο αποτελεί ένα προσφιλές δώρο και η δεύτερη είναι αυτή που διανύουν τώρα που πραγματοποιούνται πολλοί γάμοι, καθώς στο εξωτερικό είναι πάρα πολύ διαδεδομένο αξεσουάρ σε αυτές τις περιστάσεις.

Όσο για τη δική του ανταμοιβή, απαντά: «Η αίσθηση του να φτιάξεις κάτι με τα χέρια σου, να το στείλεις στην άλλη άκρη του κόσμου και μετά να λάβεις μια πεντάστερη κριτική και να σου γράφει ευχαριστώ ή να σου στέλνει φωτογραφία από τον γάμο του ή από τις διακοπές του με το καπέλο του, είναι μοναδική. Δεν μπορώ να το ανταλλάξω με οποιαδήποτε άλλη ευχάριστη εμπειρία έχω ζήσει σαν επαγγελματίας όλα αυτά τα χρόνια. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μας».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ