ΚΑΙΡΟΣ

Τα αμφιλεγόμενα add-ons της τεχνητής γονιμοποίησης

Όσοι στρέφονται στις κλινικές τεχνητής γονιμοποίησης επιλέγουν συχνά και πρόσθετες παροχές, με στόχο να βελτιστοποιήσουν τις πιθανότητές τους. Πόσο αποδοτικές είναι όμως αυτές οι παροχές;

Σχεδόν σε κάθε γερμανική σχολική τάξη υπάρχει ένα παιδί, το οποίο έχει γεννηθεί μέσω τεχνητής γονιμοποίησης. Και οι γονείς τέτοιων παιδιών έχουν περάσει συνήθως από μία μακρά διαδικασία, κατά την οποία κλήθηκαν να λάβουν πολλές δύσκολες αποφάσεις.

Τα κέντρα γονιμότητας δεν δίνουν στους πελάτες τους απλώς τη δυνατότητα να διαλέξουν την κατάλληλη για αυτούς μέθοδο, αλλά τους προσφέρει και επιλογές σχετικές με τα επιλεχθέντα σπερματοζωάρια, την παρακολούθηση του εμβρύου και άλλα. Τα λεγόμενα αυτά add-ons κοστίζουν φυσικά εξτρά – και είναι αμφιλεγόμενο το κατά πόσον αλλάζουν το παιδί που εν τέλει θα γεννηθεί μέσω τεχνητής γονιμοποίησης.

«Συνοπτικά μπορεί κανείς να πει πως αυτά τα add-ons δεν έχουν αποδειχθεί και πολύ καθοριστικά», δηλώνει ο Ούλριχ Κνουτ, πρόεδρος της Ένωσης Μονάδων Αναπαραγωγικής Ιατρικής Γερμανίας (BRZ). Μέσω τέτοιων προσφορών όμως οι κλινικές «μπορούν να βγάλουν πολλά χρήματα».

Αμφιλεγόμενες ορισμένες νέες τεχνολογίες

Κατά τον Κνουτ το βασικό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι σε αυτόν τον σχετικά νέο ιατρικό κλάδο – το πρώτο μωρό μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης γεννήθηκε μόλις το 1978 – εφαρμόζονται πολλές ιδέες, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαραίτητες δοκιμές.

«Κάποιος σκέφτεται μία έξυπνη ιδέα που αποδεικνύεται να λειτουργεί στην περίπτωση μίας πελάτισσας και τότε αυτομάτως αρχίζει να προτείνεται γενικώς η συγκεκριμένη ιδέα, χωρίς όμως να έχουν γίνει ενδιαμέσως οι απαραίτητες κλινικές μελέτες σχετικά με τη διαδικασία», εξηγεί ο ειδικός – πολλές φορές περνούν μάλιστα αρκετά χρόνια έως ότου να δημοσιευτούν σχετικές μελέτες.

Τον περασμένο Ιούλιο για παράδειγμα μία μεγάλη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο The Lancet διαπίστωσε πως ακόμη και η τεχνολογία time-lapse για την επιλογή των εμβρύων δεν βελτιώνει τις πιθανότητες για μία επιτυχή εγκυμοσύνη. Η τεχνολογία αυτή θεωρείται πως, παρέχοντας χιλιάδες φωτογραφίες από την καλλιέργεια των εμβρύων, βελτιώνει την απόφαση σχετικά με το ποιο είναι το πλέον κατάλληλο έμβρυο για εμφύτευση – καθώς φαίνεται όμως, κάτι τέτοιο τελικά δεν ισχύει.

«Αυτό δείχνει πως τα θεωρητικά πλεονεκτήματα καινοτόμων τεχνολογιών δεν οδηγούν οπωσδήποτε σε βελτιωμένα κλινικά αποτελέσματα», γράφει η κύρια συντάκτρια της έρευνας Πρίγια Μπάιντ από το Queen Mary University του Λονδίνου.

Προσφάτως η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) αξιολόγησε 42 πρόσθετες παροχές που προσφέρουν οι μονάδες αναπαραγωγικής ιατρικής καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως 37 από αυτές δεν μπορούν να συστηθούν. Ορισμένες εξ αυτών μπορούν να ληφθούν υπόψιν ή ακόμη και να προσφερθούν, εν μέρει όμως μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών.

Το κάθε ζευγάρι είναι διαφορετικό

Ο ειδικός αναπαραγωγικής ιατρικής Φόλκερ Τσίλερ τονίζει πως είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαιτερότητες και οι ανάγκες της κάθε ασθενούς: «Είναι όπως όταν πηγαίνουμε το αυτοκίνητο στο συνεργείο: δεν χρειάζεται να αλλάξουμε ζάντες, εάν το πρόβλημα είναι στον κινητήρα» - γι’ αυτό και είναι αμφιλεγόμενη η πρακτική των κλινικών να προσφέρουν σε όλα τα ζευγάρια όλες τις πρόσθετες υπηρεσίες.

Το ζήτημα πάντως συνολικά «είναι πολύ περίπλοκο και δύσκολο», προσθέτει ο Τσίλερ. Η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του εφαρμόζει σίγουρα τεχνολογίες που είναι βέβαιοι πως θα αποδώσουν – ακόμη και αν δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτήν την πεποίθηση. «Σαφώς οι περισσότεροι γιατροί ενδιαφέρονται πρωτίστως για το καλό των ασθενών τους».

Συχνά χρειάζονται πολλές προσπάθειες

Για πολλά ζευγάρια οι επισκέψεις σε μονάδες αναπαραγωγικής ιατρικής αποτελούν μία δύσκολη διαδικασία. Το ποσοστό των επιτυχημένων προσπαθειών εγκυμοσύνης σε σχέση με τις εμφυτεύσεις εμβρύων είναι περίπου 31% - ένα ποσοστό που εμφανίζεται ακόμη χαμηλότερο σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Επομένως, συχνά πρέπει να γίνουν περισσότερες προσπάθειες. «Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί άνθρωποι ψάχνουν άλλες λύσεις», λέει ο Τσίλερ – και γι’ αυτό και αναπτύχθηκαν όλες αυτές οι νέες τεχνολογίες και διαδικασίες.

Μήπως όμως ωφελεί το placebo effect; Βελτιώνονται οι πιθανότητες εγκυμοσύνης, όταν κάποιος δίνει περισσότερα λεφτά για κάτι και αποκτά έτσι την ελπίδα πως λόγω αυτού θα πάνε όλα καλά; «Η επίδραση του συναισθήματος αυτού είναι εντυπωσιακά χαμηλή», εξηγεί ο Τσίλερ. «Εάν το έμβρυο είναι κατάλληλο, θα τα καταφέρει – ασχέτως του πώς νιώθουν οι ασθενείς».

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς

Πηγή: Deutsche Welle