Social media: Με το να μοιράζεστε τη ζωή σας στο διαδίκτυο δεν έχει γούστο – Μόδα ήταν και πέρασε…

Οι άνθρωποι λατρεύουν να αφηγούνται ιστορίες, να δείχνουν τι βλέπουν, τι κάνουν, τι σκέφτονται, τι μισούν και τι αγαπούν, τι τρώνε... 

Είμαι φανατική υπέρμαχος του ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, εφόσον δεν βλάπτει τους άλλους με τις πράξεις και τις επιλογές του. Μπορείς να είσαι party animal ή σπιτόγατος, barman ή στέλεχος σε πολυεθνική, μπορείς να ντύνεσαι boho, κυριλέ ή όπως αλλιώς σε κάνει να αισθάνεσαι καλά. Μπορείς να ποστάρεις όλη σου τη ζωή στα social media ή και τίποτα. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις.

Και, φυσικά, έχεις το δικαίωμα να αλλάζεις γνώμη και επιθυμίες. Για παράδειγμα, εγώ θεωρούσα κάποτε σημαντικό να ποστάρω τακτικά στο Instagram προφίλ μου. Τώρα, η συχνότητα δε με απασχολεί πια, ποστάρω μόνο όταν βρίσκω το νόημα. Παρατηρώ, επιπλέον, μια τάση μου να αποκρύπτω πλέον πράγματα. Δε χρειάζεται κανείς να ξέρει που ήμουν χθες, με ποιον και πώς περνούσα.

Τώρα θα μου πεις, όλη αυτή η αλλαγή μπορεί να είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης της ηλικίας, των αναγκών και της προσωπικότητας. Εγώ, όμως, θα σου βάλω κι έναν ακόμη παράγοντα: Καθετί που πρωτοεμφανίζεται μας κινεί το ενδιαφέρον, μας καλεί να εξερευνήσουμε τις δυνατότητές του και να το αξιοποιήσουμε στο έπακρο. Μετά, όμως, από κάποιο καιρό, μετά από τόση χρήση και τόση μαζικότητα, μήπως τελικά επέρχεται κι ένας κορεσμός; Μήπως δεν έχει πια τόσο νόημα να μοιραζόμαστε τα πάντα για τις ζωές μας στις κοινωνικές πλατφόρμες;

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η αίσθηση κορεσμού επηρεάστηκε σημαντικά από δύο παράγοντες που εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα: Την πανδημία, που μας εγκλώβισε στα σπίτια, κάνοντας τις κοινωνικές πλατφόρμες να είναι σχεδόν το μοναδικό μέσο διαφυγής και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και την άνοδο του TikTok, που πήγε το virality και το «όλα για το χρήμα» σε ένα άλλο επίπεδο.

Οι δύο αυτοί παράγοντες «γέννησαν» μια νέα διάσταση στα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού: Ξαφνικά, είδαμε ανθρώπους να βγάζουν βίντεο ενώ κλαίνε, επειδή τους συνέβη κάτι κακό, μαμάδες να μιλούν για τα προβλήματα και τα δύσκολα συναισθήματά τους και, γενικώς, ανθρώπους να ανοίγουν πολύ προσωπικά θέματα σε ένα πολύ ευρύ κοινό.

Ποιο είναι το πρόβλημα με το να μοιράζεσαι τη ζωή σου στο διαδίκτυο;

Σχεδόν κανένα. Οι άνθρωποι λατρεύουν να αφηγούνται ιστορίες, να δείχνουν τι βλέπουν, τι κάνουν, τι σκέφτονται, τι μισούν και τι αγαπούν, τι τρώνε. Από την εποχή των σπηλαίων, όπου οι άνθρωποι ζωγράφιζαν με ό,τι μέσα διέθεταν, στην ουσία γίνεται το ίδιο πράγμα με άλλες μορφές: Οι άνθρωποι επικοινωνούν προς τα έξω, μοιράζονται τις εμπειρίες τους με τους άλλους. Αρκετό από το υλικό που «καταναλώνουμε» καθημερινά στις πλατφόρμες, όπως το «ετοιμάσου μαζί μου» μέχρι το «τι τρώω σε μια μέρα», γεννήθηκαν ακριβώς από αυτή την παρόρμηση.

Το ζήτημα γίνεται πιο περίπλοκο όταν αυτό το μοίρασμα συμβαίνει για οικονομικούς λόγους. Το να γίνεις influencer, viral, να κερδίζεις χρήματα δημοσιεύοντας περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει γίνει το νέο «αμερικανικό όνειρο». Οι πλατφόρμες είναι το ένα μέρος της κούρσας επιτυχίας, οι τεράστιες αγορές το άλλο.

Όλα αυτά έχουν προκαλέσει και κάτι άλλο: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον ίδιο τον κόσμο. Για παράδειγμα, πόση αξία παίρνει κάτι όταν το ορίζουμε ως instagrammable; Μουσεία, μπαρ, μπιστρό και εστιατόρια, όλα αναζητούν αυτή την άπιαστη και απροσδιόριστη ποιότητα, για να γίνουν πιο ελκυστικά και -γιατί όχι- να κερδίσουν δωρεάν διαφήμιση, όπως αυτή που προσφέρει ένα instagram story. Η πιθανή δυνατότητα φωτογράφησης ενός γεγονότος ή μιας εμπειρίας τα καθιστά αυτόματα πιο ευχάριστα και επιθυμητά. Είναι, όμως, έτσι ή απλώς μας προσφέρουν τη δυνατότητα να δείξουμε μια ειδυλλιακή πραγματικότητα στο feed μας;

Αυτό το ερώτημα έθιξε πριν από 12 χρόνια ο Nathan Jurgenson, σε ένα άρθρο του στο The Atlantic. Εκεί μίλησε για το «μάτι του Facebook», περιγράφοντάς το ως «το φαινόμενο κατά το οποίο ο εγκέφαλος ψάχνει συνεχώς να εντοπίσει τη στιγμή ή την εμπειρία που θα ήταν η καταλληλότερη για ανάρτηση στο Facebook, που θα προσέλκυε τα περισσότερα σχόλια και likes».

Και μια κλισέ αλήθεια: Το virality δεν αλλάζει πραγματικά τη ζωή

Ακόμη κι αν αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά δίκτυα ως εργαλείο δουλειάς, θα παρατηρήσουμε ότι κι εκεί υπάρχουν σημαντικές αλλαγές: Η προοπτική να γίνει κανείς «διάσημος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» δεν ήταν ποτέ τόσο μακριά και ταυτόχρονα τόσο κοντά. Κοντά, επειδή οποιοδήποτε βίντεο μπορεί να «εκραγεί» στο TikTok, προσφέροντας μερικά λεπτά διασημότητας. Και μακριά, γιατί η κατάσταση είναι κορεσμένη, και μάλιστα πολύ, ο ανταγωνισμός και η ποσότητα περιεχομένου που εκτοξεύεται ανά δευτερόλεπτο καθιστούν πολύ δύσκολο σε κάποιον να κυριαρχήσει. Από την έκρηξη ενός βίντεο μέχρι τη διασφάλιση μιας ολόκληρης καριέρας υπάρχει πολύς δρόμος και, σε κάθε περίπτωση, το κέρδος γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο.

Εν ολίγοις, το κυνήγι αυτού του πολυπόθητου virality μπορεί στο τέλος να αποδειχθεί εντελώς άχρηστο. Και, στο μεταξύ, θα έχουμε χάσει κάτι πολύτιμο: Την υπέροχη ευκαιρία του να ζούμε στο εδώ και τώρα για εμάς και για κανέναν άλλο.

Πηγή: Savoir Ville
TAGS: Social Media