Η κυβέρνηση Μπάιντεν δικαιώνει τον Ίλον Μασκ, υποστηρίζοντας ότι το μοντέλο των ψηφιακών καταστημάτων εφαρμογών της Apple και της Google, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αναγκάζουν τους προγραμματιστές να δώσουν προμήθεια 30% σε κάθε αγορά εντός εφαρμογής, βλάπτει τους χρήστες και τους προγραμματιστές.
Μια νέα έκθεση που εκδόθηκε την Τετάρτη από την Εθνική Διοίκηση Τηλεπικοινωνιών και Πληροφοριών του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ (NTIA), αναφέρει ότι έχει ερευνήσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στο οικοσύστημα εφαρμογών για κινητά και διαπίστωσε ότι «δεν είναι ίσοι όροι ανταγωνισμού, κάτι που είναι επιβλαβές για προγραμματιστές και καταναλωτές. Η έκθεση κάνει επίσης πολλές προτάσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το οικοσύστημα και να ανοίξουν τον ανταγωνισμό.
Η έκθεση εγκαλεί το Apple Store και το Google Play (τα προεγκατεστημένα καταστήματα εφαρμογών των δύο εταιρειών), αναφέροντας ότι ουσιαστικά «στραγγαλίζουν» τον ανταγωνισμό. Η έρευνα είχε ξεκινήσει ως μέρος ενός εκτελεστικού διατάγματος του 2021 για τον ανταγωνισμό και περιλάμβανε διαβουλεύσεις με διάφορους φορείς του κλάδου στον ιδιωτικό κλάδο, την κοινωνία των πολιτών και τον ακαδημαϊκό κόσμο, ανέφερε η NTIA.
Η έκθεση συνοψίζει όσα γνωρίζουν ήδη οι παρατηρητές του κλάδου: ότι οι καινοτομίες που έγιναν δυνατές από τα κινητά τηλέφωνα και τις εφαρμογές με δυνατότητα λήψης έχουν αρχίσει να επισκιάζονται από τα εμπόδια εισόδου στην αγορά που αντιμετωπίζουν οι προγραμματιστές, τους υπερβολικούς και περιοριστικούς κανόνες της Apple και της Google, την υπερβολικά περίπλοκη διαδικασία αξιολόγησης και ελέγχου των εφαρμογών και σημαντικά ποσά που οι προγραμματιστές αναγκάζονται να πληρώσουν σε προμήθειες για πρόσβαση στις συσκευές των καταναλωτών.
«Η έκθεσή μας δείχνει ότι το μοντέλο του καταστήματος εφαρμογών για κινητά (app store) έχει προσφέρει μια σειρά πλεονεκτημάτων τόσο στους προγραμματιστές εφαρμογών όσο και στους χρήστες, αλλά έχει δημιουργήσει επίσης συνθήκες ανταγωνισμού που δεν είναι βέλτιστες», αναφέρεται στην έκθεση. «Οι πολιτικές που εφαρμόζουν η Apple και η Google στα δικά τους καταστήματα εφαρμογών για κινητά έχουν δημιουργήσει περιττά εμπόδια και κόστος για τους προγραμματιστές εφαρμογών, που κυμαίνονται από χρεώσεις για πρόσβαση, σε λειτουργικούς περιορισμούς που ευνοούν ορισμένες εφαρμογές έναντι άλλων.
Αυτά τα εμπόδια επιβάλλουν κόστος σε εταιρείες και οργανισμούς που προσφέρουν νέα τεχνολογία: οι εφαρμογές δεν διαθέτουν δυνατότητες, το κόστος ανάπτυξης και διάθεσης είναι υψηλότερο, οι σχέσεις με τους πελάτες καταστρέφονται και πολλές εφαρμογές δεν προσεγγίζουν μεγάλο αριθμό χρηστών».
Εκτός από τη σύνοψη της κατάστασης της αγοράς εφαρμογών, η νέα έκθεση κάνει διάφορες συστάσεις σχετικά με το πώς μπορούν να βελτιωθούν διάφοροι τομείς για να τονωθεί ο ανταγωνισμός.
Η έκθεση προτείνει, για παράδειγμα, να υπάρχει μια πιο διαφανής διαδικασία ελέγχου εφαρμογών και απαγορεύσεις κανόνων (της Apple και Google) που περιορίζουν άλλα μέσα εγκατάστασης εφαρμογών όπως το sideloading και υποστήριξη για πληρωμές σε τρίτους προγραμματιστές , υποστήριξη από εφαρμογές για συνδέσμους προς ιστότοπους προγραμματιστών κλπ.
Τόσο η Apple όσο και η Google διαφώνησαν με τα ευρήματα της έκθεσης. Σε μεγάλο βαθμό, η θέση της Apple είναι η ίδια όπως πάντα — ότι οι κανόνες της επικεντρώνονται στην παροχή ασφάλειας για τους καταναλωτές. Η Google, στο μεταξύ, επισημαίνει ότι προσφέρει περισσότερο ανταγωνισμό και επιλογές. (Το λειτουργικό σύστημα Android, για παράδειγμα, επιτρέπει ήδη την φόρτωση εφαρμογών από άλλες πηγές πέραν του Google Play - sideloading).
Υπενθυμίζεται ότι σε παλαιότερα tweets που δημοσίευσε ο Ίλον Μασκ, τάχθηκε κατά της προμήθειας 30% της Apple στις αγορές εντός εφαρμογής και ισχυρίστηκε ότι ως ιδιοκτήτης του App Store έχει «λογοκρίνει» άλλους προγραμματιστές.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.