ΚΑΙΡΟΣ

Ανακαλύφθηκε ο πιο μακρινός «ραδιοφάρος» στο σύμπαν - Ένα πολύ φωτεινό κβάζαρ

Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αστρονόμοι ανακάλυψαν και μελέτησαν λεπτομερώς την πιο μακρινή πηγή ραδιοεκπομπών που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στο σύμπαν. Πρόκειται για ένα κβάζαρ, ένα φωτεινό αντικείμενο που εξέπεμψε ισχυρή ακτινοβολία με τη μορφή ραδιοκυμάτων, τα οποία χρειάστηκαν 13 δισεκατομμύρια έτη φωτός για να φθάσουν στη Γη.

Η ανακάλυψη, με τη βοήθεια του Πολύ Μεγάλου Τηλεσκοπίου (VLT) του Ευρωπαϊκού Νοτίου Αστεροσκοπείου (ESO) στη Χιλή, των αμερικανικών Κεκ της Χαβάης και Very Large Array και άλλων, θα βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα το πρώιμο σύμπαν και τους πρώτους γαλαξίες. Η εκπομπή των ραδιοκυμάτων από το κβάζαρ Ρ172+18, όπως ονομάστηκε, έγινε σε μία εποχή που το σύμπαν είχε ηλικία μόνο 780 εκατομμυρίων ετών, περίπου 100 εκατομμύρια χρόνια νωρίτερα από τον προηγούμενο κάτοχο του ρεκόρ.

Τα κβάζαρ, τα οποία ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά το 1963, είναι υπερβολικά φωτεινά αντικείμενα -από τα πιο λαμπερά στο σύμπαν- που βρίσκονται στο κέντρο ορισμένων γαλαξιών και τροφοδοτούνται από υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες. Η μαύρη τρύπα που τροφοδοτεί το πρώιμο κβάζαρ Ρ172+18 εκτιμάται ότι έχει μάζα περίπου 70 φορές μεγαλύτερη από την κεντρική μαύρη τρύπα του δικού μας γαλαξία και 300 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο, ενώ εκπέμπει περίπου 580 φορές περισσότερη ενέργεια από ολόκληρο τον γαλαξία μας. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της αστροφυσικής είναι πώς είναι δυνατό να υπήρχαν τόσο μεγάλες μαύρες τρύπες στο πολύ νεαρό σύμπαν.

Καθώς η μαύρη τρύπα «καταβροχθίζει» τα περιβάλλοντα αέρια, απελευθερώνεται μεγάλη ποσότητα ενέργειας σε διάφορα μήκη κύματος, η οποία κινείται σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός και επιτρέπει στους επιστήμονες να ανιχνεύσουν το φαινόμενο, ακόμη κι αν απέχει τόσο πολύ στον χώρο και στον χρόνο. Μόνο το 10% των κβάζαρ λάμπουν έντονα στις ραδιοσυχνότητες.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους Εδουάρδο Μπανάδος του γερμανικού Ινστιτούτου Αστρονομίας Μαξ Πλανκ στη Χαϊδελβέργη και Κιάρα Ματσουκέλι του ESO, που έκαναν τις σχετικές δημοσιεύσεις στα περιοδικά Αστροφυσικής «The Astrophysical Journal» και Αστρονομίας «The Astronomical Journal», αισιοδοξούν ότι μελλοντικά θα βρουν και άλλους πρώιμους «ραδιοφάρους».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ