ΚΑΙΡΟΣ

Στουρνάρας: Αύξηση άνω του 4% στις εισπράξεις θαλάσσιων μεταφορών το 7μηνου του 2024

«Η μελέτη Draghi για το μέλλον της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας αναδεικνύει τον ρόλο των μεταφορών και της ναυτιλίας»

«Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, καταγράφεται αύξηση των εισπράξεων από θαλάσσιες μεταφορές άνω του 4%, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι», ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας.

Όπως τόνισε:

«Η ελληνόκτητη ναυτιλία και ο ευρύτερος ναυτιλιακός χώρος (maritime cluster) μπορούν να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (2023), η συνολική επίδραση της ναυτιλίας στο ελληνικό ΑΕΠ εκτιμήθηκε σε 7,9% (μέσος όρος περιόδου 2018-2021). Επίσης, σημαντικό ρόλο στην κάλυψη του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας δύναται να έχουν οι φορείς των ναυτιλιακών επιχειρήσεων μέσω των επενδύσεών τους στην ελληνική οικονομία σε κλάδους σχετικούς με τη ναυτιλία (όπως για παράδειγμα τα ναυπηγεία) ή και εκτός αυτής (όπως για παράδειγμα τις τουριστικές επενδύσεις). 

Παρά τη σημαντική συνεισφορά της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας, μεγάλο μέρος των εισροών της προέρχεται από το εξωτερικό. Η περαιτέρω ανάπτυξη των συνδεόμενων με τη ναυτιλία δραστηριοτήτων στη χώρα μπορεί να έχει διττό αποτέλεσμα: αφενός να αυξήσει τη συμμετοχή των εγχωρίως παραγόμενων εισροών στο τελικό προϊόν της ναυτιλίας και αφετέρου να ενισχύσει τις εξαγωγές αυτών των εισροών προς άλλα ναυτιλιακά κέντρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε περαιτέρω το αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία και θα περιόριζε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Εν κατακλείδι, απαιτούνται μέτρα πολιτικής για την προσέλκυση περισσοτέρων πλοίων στην ελληνική σημαία καθώς και στην εμπορική τους διαχείριση από την Ελλάδα. Επιπροσθέτως,  η επέκταση και διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών της ναυτιλιακής συστάδας (maritime cluster), συμπεριλαμβανομένων αυτών των ναυπηγείων και των νέων τεχνολογιών, θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συμβολή της ναυτιλίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και να ενισχύσουν την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.

Η πρόσφατη μελέτη Draghi για το μέλλον της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας αναδεικνύει τον ρόλο των μεταφορών και της ναυτιλίας, σκιαγραφώντας τη συμβολή τους στην ανάπτυξη άλλων κλάδων της οικονομίας καθώς και στην ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ. Για μια χώρα του μεγέθους της Ελλάδας αποτελεί μοναδικό επίτευγμα να είναι παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της ναυτιλίας». 

Ανλυτικά η ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα:

«Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά.

Στην παρέμβασή μου θα αναφερθώ στις εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα επισημάνω τη σημασία της ελληνικής ναυτιλίας και τις προκλήσεις που καλείται να
αντιμετωπίσει.

Ελληνική οικονομία: Εξελίξεις και προοπτικές

Η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Μερικά από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα είναι η δημοσιονομική προσαρμογή και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και αξιοπιστίας, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στην αγορά εργασίας και η αύξηση της εξωστρέφειας.

Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, παρά το δυσμενές διεθνές οικονομικό περιβάλλον, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης από το 2019 και έπειτα είναι σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου της ευρωζώνης. Η πρόοδος αυτή και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αντανακλώνται στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία και στην αναβάθμιση των αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών. 

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια του 2024 με ρυθμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν της ζώνης του ευρώ, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται πραγματική σύγκλιση. Η αγορά εργασίας διατηρεί τη δυναμική της και τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνονται. Ο γενικός πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023, αν και υψηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, κυρίως διότι η συνολική ζήτηση αυξάνεται ταχύτερα στην Ελλάδα. Η στενότητα στην αγορά κατοικίας, η οποία οδηγεί σε άνοδο των τιμών των ακινήτων, παραμένει. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδας σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει βελτίωση το 2024, εξακολουθεί όμως ακόμα να είναι χαμηλά σε σχέση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Τέλος, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε τους πρώτους επτά μήνες του 2024.

Ειδικότερα, η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται το δεύτερο τρίμηνο του 2024 με ελαφρώς ισχυρότερο ρυθμό (2,3%) σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2024 (2,1%), κυρίως λόγω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου. Αντίθετα, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στην ανάπτυξη ήταν αρνητική. 

Σύμφωνα με τους δείκτες εμπιστοσύνης και τους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται το τρίτο τρίμηνο του 2024. Πιο συγκεκριμένα: 

  • Ο Δείκτης Οικονομικής Εμπιστοσύνης (ESI) κατέγραψε άνοδο τον Σεπτέμβριο (110,2 από 106,1 τον Αύγουστο) και παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Η άνοδος οφείλεται στη σημαντική βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών στον κλάδο της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. 
  • Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών PMI παρέμεινε σε οριακά αναπτυξιακό έδαφος τον Σεπτέμβριο (50,3 από 52,9 τον Αύγουστο) υποχωρώντας στη χαμηλότερη τιμή του τελευταίου δωδεκαμήνου λόγω μείωσης της παραγωγής (για πρώτη φορά τους τελευταίους 20 μήνες) και των νέων παραγγελιών. Παρά ταύτα, το PMI το τρίτο τρίμηνο συνεχίζει να υποδεικνύει άνοδο της μεταποιητικής παραγωγής (52,1 κατά μέσο όρο, έναντι 45,5 στη ζώνη του ευρώ).

Θετική είναι η πορεία της οικονομίας όπως καταγράφεται και από βραχυχρόνιους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας που αφορούν τη βιομηχανική παραγωγή, τις κατασκευές, τον τουρισμό και την απασχόληση. Αναλυτικότερα: 

  • Η ανάκαμψη της βιομηχανίας η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Νοέμβριο του 2020 συνεχίστηκε τους πρώτους επτά μήνες του 2024 με αποτέλεσμα η βιομηχανική παραγωγή να αυξηθεί κατά 7,3% σε ετήσια βάση. 
  • Το ίδιο διάστημα αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων (με διπλογραφικό λογιστικό σύστημα) κατά 5,6% σε ετήσια βάση, με τη μεγαλύτερη άνοδο να καταγράφεται στους κλάδους της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, της μεταποίησης και στον κατασκευαστικό κλάδο. 
  • Επιπλέον, ο όγκος των οικοδομικών αδειών, αν και υποχώρησε τον Ιούνιο (-12,0% σε ετήσια βάση), αυξήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2024 (15,7% σε ετήσια βάση) υποδηλώνοντας αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας. 
  • Ο δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων υποχώρησε τον Ιούλιο του 2024 (-2,8% σε ετήσια βάση), μετά την ανάκαμψη των δύο προηγούμενων μηνών. 

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024 αυξήθηκε σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, λόγω της επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών και του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τη βελτίωση του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων και, σε μικρότερο βαθμό, από τη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών. 

  • Οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν, ειδικά οι εξαγωγές τροφίμων, φαρμακευτικών και κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. 
  • Αύξηση κατέγραψαν οι πραγματικές εισαγωγές αγαθών, κυρίως λόγω των εισαγωγών βιομηχανικών και κεφαλαιουχικών αγαθών και, σε μικρότερο βαθμό, των μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών και του μεταφορικού εξοπλισμού.
  • Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών σημείωσε αύξηση σε ετήσια βάση, αντανακλώντας βελτίωση κυρίως στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο και δευτερευόντως στα ισοζύγια μεταφορών και λοιπών υπηρεσιών. Ειδικότερα, οι τουριστικές αφίξεις και οι σχετικές εισπράξεις αυξήθηκαν την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024 κατά 11,2% και 5,3% σε ετήσια βάση αντίστοιχα. 
  • Ωστόσο, τα στοιχεία για τον Ιούλιο του 2024 υποδηλώνουν υποχώρηση των τουριστικών εισπράξεων κατά 4,2% σε ετήσια βάση, παρά την άνοδο των αφίξεων κατά 4,1% την ίδια περίοδο.

Ως απόρροια της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,2% σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο  2024, κυρίως λόγω της αύξησης της απασχόλησης στους τομείς των κατασκευών, του τουρισμού, της γεωργίας και της υγείας. Τα διαθέσιμα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού υποδηλώνουν επιτάχυνση της απασχόλησης τον Ιούλιο του 2024. Ως συνέπεια της θετικής εικόνας στην αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2024, δηλαδή υποχώρησε κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023. 

Οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό πεδίο είναι θετικές. Το ίδιο ισχύει σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) καθώς και το χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα: 

Την περίοδο Ιανουάριου – Ιούλιου 2024, το ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ, έναντι πλεονάσματος 1,7% του ΑΕΠ την αντίστοιχη περίοδο του 2023, κυρίως λόγω των υψηλότερων φορολογικών εσόδων, χάρη στη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.
Η απορρόφηση των πόρων του RRF προχωρά ικανοποιητικά. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 17,2 δισεκ. ευρώ (7,6 δισεκ. ευρώ για επιχορηγήσεις και 9,6 δισεκ. ευρώ για δάνεια), δηλαδή το 48% επί του συνολικού κονδυλίου των 36 δισεκ. ευρώ, και βρίσκεται μεταξύ των 6 κορυφαίων χωρών (υπερβαίνοντας το μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 33,8%), έχοντας επιτυχώς εκπληρώσει το 23% των συνολικών ορόσημων και στόχων. Επιπλέον, το Σεπτέμβριο του 2024, εγκρίθηκε το αίτημα για την τέταρτη δόση των επιχορηγήσεων ύψους 1 δισεκ. ευρώ, η οποία αναμένεται να εισπραχθεί στις αρχές Οκτωβρίου. Σημειώνεται ότι όσον αφορά το δανειακό σκέλος του RRF οι υπογραφές των δανειακών συμβάσεων προχωρούν σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Ωστόσο, στο σκέλος των επιχορηγήσεων παρατηρούνται καθυστερήσεις ως προς τις τελικές εκταμιεύσεις, κυρίως λόγω του μεγάλου διοικητικού φόρτου, όπως άλλωστε και στις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ.  

Η πιστωτική επέκταση των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις επιταχύνθηκε στο 10,5% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο του 2024, ενώ ο ρυθμός συρρίκνωσης του υπολοίπου των στεγαστικών δανείων επιβραδύνθηκε στο 2,7% σε ετήσια βάση. 

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις αποδόσεις των άλλων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ, ως συνέπεια των προσδοκιών των διεθνών επενδυτών για μειώσεις επιτοκίων στο πλαίσιο της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στις μεγάλες οικονομίες. Αντίστοιχα, υποχώρησαν και οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων καθώς και οι αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων. 

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών συνεχίζουν να βελτιώνονται. Επίσης, εγκρίθηκε από τις Γενικές Συνελεύσεις των δύο τραπεζών το Σχέδιο Σύμβασης Συγχώνευσης της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια και η συνακόλουθη αύξηση κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του λεγόμενου «πέμπτου πυλώνα» του τραπεζικού συστήματος, γεγονός που αναμένεται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, η  σχεδιαζόμενη επέκταση του προγράμματος «Ηρακλής» εκτιμάται ότι θα έχει ως αποτέλεσμα να περιοριστεί εκ νέου ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δάνειων και να διαμορφωθεί κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ. 

Ο πληθωρισμός με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) υποχώρησε το εννεάμηνο του 2024 σε σχέση με το 2023, αλλά παραμένει κατά μέσο όρο στο 3,0% λόγω αυξητικών πιέσεων στις υπηρεσίες. 

Επισημαίνεται ότι ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (flash estimate) επιβραδύνθηκε στο 3,0% τον Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με τον Αύγουστο (3,2%) συμβαδίζοντας με την πορεία του πληθωρισμού στην ευρωζώνη (1,8% τον Σεπτέμβριο από 2,2% τον Αύγουστο). Αυτό σχετίζεται με την πτώση των ενεργειακών αγαθών και την υποχώρηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. 

Ο πυρήνας του πληθωρισμού υποχώρησε οριακά στο 3,3% τον Σεπτέμβριο από 3,4% τον Αύγουστο. Από τον Ιούνιο και μετά παραμένει σταθερά υψηλότερος από τον αντίστοιχο δείκτη της ζώνης του ευρώ. 

Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί, ενώ και ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα δύο επόμενα έτη. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2%, να επιταχυνθεί το 2025 στο 2,5% και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026. Οι επενδύσεις, η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να είναι οι βασικοί κινητήριοι παράγοντες της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται να είναι οριακά αρνητική. Αντίστοιχα και ο εξωτερικός τομέας θα έχει οριακά αρνητική συμβολή λόγω του υψηλού βαθμού εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές.

Ο πληθωρισμός, με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, θα μειωθεί σημαντικά τα επόμενα δύο χρόνια. Το 2024, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,9%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας την απότομη πτώση των τιμών των βασικών αγαθών της ενέργειας και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των τροφίμων. Ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα συγκλίνει προς το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που είναι 2%.

Όσον αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, η συνεχιζόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να διατηρήσει την έντονα μειωτική επίδραση του ονομαστικού ΑΕΠ στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ το 2024 και τα επόμενα έτη, παρά την εκτιμώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Μεσοπρόθεσμα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα περιοριστεί περαιτέρω, καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας συνεπάγεται μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης του χρέους και κατ’ επέκταση ευνοϊκότερους όρους δανεισμού. 

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως εξωγενείς. Ειδικότερα, κινδύνους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτελούν: (α) η επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, (γ) η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και (δ) ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, που θα επιβράδυνε τη διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. 

Η σημασία της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία

Η ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία και οι συνδεδεμένες με αυτή δραστηριότητες – όπως εκείνες των ναυπηγείων και του ναυτιλιακού εξοπλισμού - παραδοσιακά αποτελούν κατ’ εξοχήν εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει τη σημασία της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας για την ελληνική οικονομία και αποδίδει συνεπώς ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή αξιόπιστων στοιχείων στον τομέα της ναυτιλίας. Ενδεικτική είναι η ανάπτυξη υποδείγματος για την εκτίμηση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας. 

Οι ναυτιλιακές εισπράξεις, μαζί με εκείνες από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ήταν και είναι απαραίτητες για την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους του ελλείματος του ισοζυγίου αγαθών και κατ’ επέκταση των εξωτερικών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών την περίοδο 2019-2023 ξεπέρασαν – κατά μέσο όρο – τα 16,5 δισεκ. ευρώ ετησίως (δηλ. περίπου 8,7% του ΑΕΠ), αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 40% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου υπηρεσιών. Την ίδια περίοδο οι καθαρές εισπράξεις (εισπράξεις µείον πληρωµές) ήταν – κατά μέσο όρο –  περί τα 6,6 δισεκ. ευρώ ετησίως και κάλυψαν περίπου το 1/4 του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. 

Ειδικότερα, το 2022 ήταν έτος ρεκόρ για τις εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές, αφού ανήλθαν σε 21 δισεκ. ευρώ. Αν και το 2023 καταγράφηκε μείωση, παρέμειναν στο υψηλό επίπεδο των 18 δισεκ. ευρώ. Ήδη, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, καταγράφεται αύξηση των εισπράξεων από θαλάσσιες μεταφορές άνω του 4%, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UNCTAD), ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει πάνω από το 17% του παγκόσμιου στόλου (σε όρους χωρητικότητας – dwt) γεγονός που τον κατατάσσει στην πρώτη θέση της παγκόσμιας ναυτιλίας. Ωστόσο, μόνο το 13% του ελληνόκτητου στόλου είναι νηολογημένο υπό ελληνική σημαία, αν και η διαχείριση σημαντικού μέρους αυτού πραγματοποιείται από την Ελλάδα. Με βάση τα στοιχεία του υποδείγματος για την εκτίμηση της ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας που έχει αναπτύξει η Τράπεζα της Ελλάδος, το 2023 πραγματοποιήθηκε από τη χώρα η εμπορική διαχείριση σχεδόν 3.000 πλοίων συνολικής χωρητικότητας 188 εκατ. τόνων (dwt) με μέση σταθμισμένη ηλικία 12 έτη.

Η ελληνόκτητη ναυτιλία και ο ευρύτερος ναυτιλιακός χώρος (maritime cluster) μπορούν να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην προσπάθεια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ (2023), η συνολική επίδραση της ναυτιλίας στο ελληνικό ΑΕΠ εκτιμήθηκε σε 7,9% (μέσος όρος περιόδου 2018-2021). Επίσης, σημαντικό ρόλο στην κάλυψη του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας δύναται να έχουν οι φορείς των ναυτιλιακών επιχειρήσεων μέσω των επενδύσεών τους στην ελληνική οικονομία σε κλάδους σχετικούς με τη ναυτιλία (όπως για παράδειγμα τα ναυπηγεία) ή και εκτός αυτής (όπως για παράδειγμα τις τουριστικές επενδύσεις). 

Παρά τη σημαντική συνεισφορά της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας, μεγάλο μέρος των εισροών της προέρχεται από το εξωτερικό. Η περαιτέρω ανάπτυξη των συνδεόμενων με τη ναυτιλία δραστηριοτήτων στη χώρα μπορεί να έχει διττό αποτέλεσμα: αφενός να αυξήσει τη συμμετοχή των εγχωρίως παραγόμενων εισροών στο τελικό προϊόν της ναυτιλίας και αφετέρου να ενισχύσει τις εξαγωγές αυτών των εισροών προς άλλα ναυτιλιακά κέντρα. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε περαιτέρω το αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία και θα περιόριζε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Εν κατακλείδι, απαιτούνται μέτρα πολιτικής για την προσέλκυση περισσοτέρων πλοίων στην ελληνική σημαία καθώς και στην εμπορική τους διαχείριση από την Ελλάδα. Επιπροσθέτως,  η επέκταση και διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών της ναυτιλιακής συστάδας (maritime cluster), συμπεριλαμβανομένων αυτών των ναυπηγείων και των νέων τεχνολογιών, θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συμβολή της ναυτιλίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και να ενισχύσουν την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας. 

Προκλήσεις για τη ναυτιλία

Η πρόσφατη μελέτη Draghi για το μέλλον της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας αναδεικνύει τον ρόλο των μεταφορών και της ναυτιλίας, σκιαγραφώντας τη συμβολή τους στην ανάπτυξη άλλων κλάδων της οικονομίας καθώς και στην ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ. Για μια χώρα του μεγέθους της Ελλάδας αποτελεί μοναδικό επίτευγμα να είναι παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της ναυτιλίας. 

Η ελληνική ναυτιλία έχει μάθει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις όποιες προκλήσεις έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν. Σήμερα, καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά νέων προκλήσεων:

  1. Πρώτον, γεωπολιτικές εντάσεις, εμπορικός κατακερματισμός και προστατευτισμός: Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πιο πρόσφατες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, με τις συνακόλουθες επιθέσεις εναντίον εμπορικών πλοίων, έχει επηρεάσει αφενός την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και αφετέρου τις θαλάσσιες οδούς. Ο αντίκτυπος αυτών των εξελίξεων δεν περιορίζεται μόνο στη ναυτιλία, αλλά διαχέεται στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς επηρεάζονται αρνητικά οι αλυσίδες προσφοράς και οι τιμές, που αντιμετωπίζουν στη συνέχεια τόσο οι παραγωγοί όσο και οι καταναλωτές. Επιπροσθέτως, ο εμπορικός κατακερματισμός και η τυχόν επέκταση πρακτικών εμπορικού προστατευτισμού δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη ζήτηση υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών. 
  2. Δεύτερον, τα θέματα του περιβάλλοντος και της πράσινης τεχνολογίας κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στην ατζέντα της παγκόσμιας ναυτιλίας. Αποτελούν μια πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ταυτόχρονα όμως η πρόκληση της πράσινης τεχνολογίας για τη ναυτιλία μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, και μέσω αυτών η ΕΕ να αποκτήσει ανταγωνιστικό τεχνολογικό πλεονέκτημα παγκοσμίως. Και σε αυτή την προσπάθεια η ελληνική ναυτιλιακή συστάδα μπορεί να συμβάλει σημαντικά. 
  3. Τρίτον, τεχνολογικές προκλήσεις και ασφάλεια: Ο εξοπλισμός των πλοίων και τα εργαλεία για τη διαχείριση του στόλου ενσωματώνουν ολοένα και πιο καινοτόμες τεχνολογίες. Η χρήση  τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης για την ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων και η αξιοποίησή τους για το σχεδιασμό μελλοντικών κινήσεων αποτελεί πραγματικότητα για πολλές ναυτιλιακές επιχειρήσεις της χώρας. Ωστόσο, ανησυχίες υπάρχουν για την ασφάλεια αυτών των συστημάτων και την πιθανότητα να γίνουν στόχοι κυβερνοεπιθέσεων. Είναι συνεπώς σημαντική η διαμόρφωση ενός διεθνούς θεσμικού πλαισίου για τον περιορισμό των κινδύνων στα συστήματα τόσο των πλοίων όσο και των λιμένων. 
  4. Τέταρτον, εκπαίδευση και επανακατάρτιση των εργαζομένων: Οι τεχνολογικές προκλήσεις και οι περιβαλλοντικές εξελίξεις στο χώρο της ναυτιλίας απαιτούν την εκπαίδευση και την επανακατάρτιση των εργαζομένων τόσο των πλοίων όσο και των φορέων της ναυτιλίας. Η παρουσία καταρτισμένου προσωπικού, ικανού να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας τεχνολογίας και ειδικευμένου στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις, μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου.

Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ναυτιλία και συνολικότερα η ελληνική οικονομία, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση, η κλιματική κρίση και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, είναι απαραίτητο η κυβέρνηση και η επιχειρηματική κοινότητα να μείνουν προσηλωμένες στην υλοποίηση των αλλαγών που θα διασφαλίσουν τη δημιουργία ενός βιώσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος το οποίο θα συμβάλει στην προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα με στόχο την επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Κάτι τέτοιο απαιτεί, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς επίσης και τη διατήρηση της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας». 

Πηγή: skai.gr