ΚΑΙΡΟΣ

Σύνθετο το μετεκλογικό τοπίο στο Βερολίνο

Το επικρατέστερο, ωστόσο, σενάριο παραμένει η συγκρότηση κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, όχι μόνο επειδή το θέλουν οι πολίτες, όπως δείχνουν και σχετικές δημοσκοπήσεις, αλλά επειδή ο,τιδήποτε άλλο θα είναι «λίγο» ενόψει των ευρωπροκλήσεων. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τα δύο κόμματα να επιδίδονται σε τακτικισμούς και λεονταρισμούς ή να θέτουν όρους πριν καν αρχίσει η συζήτηση. Παράδειγμα, ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς που καλεί την Άγκελα Μέρκελ να σταματήσει την πολιτική άκρας λιτότητας που εφαρμόζει στην Ευρώπη, υπογραμμίζοντας ότι «αυτή την πολιτική δεν θα μπορέσει να τη συνεχίσει η Μέρκελ».

Την ίδια ώρα μεγάλες κομματικές οργανώσεις των Σοσιαλδημοκρατών λένε απερίφραστα «όχι» σε μια συνεργασία με την Άγκελα Μέρκελ, υπενθυμίζοντας την εκλογική καταστροφή του 2009. Η ισχυρότερη και πιο επώνυμη αντίπαλος ενός μεγάλου συνασπισμού είναι η πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας Χανελόρε Κραφτ.

Να αποφασίσει η βάση

Άλλα ηγετικά στελέχη του SPD προτείνουν να ερωτηθεί η βάση, γνωρίζοντας ότι η τελευταία δεν θέλει συνεργασία με την κεντροδεξιά, ορισμένοι φέρνουν στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας CDU/CSU, κάτι που απορρίπτει κατηγορηματικά η Α. Μέρκελ, ενώ ήδη υπάρχουν και οι πρώτες φωνές που δεν αποκλείουν ακόμη και νέα προσφυγή στις κάλπες. Επίσημα πάντως, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα παραπέμπει στην απόφαση του μίνι συνεδρίου της ερχόμενης Παρασκευής.

Την ίδια ώρα στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών φλερτάρουν με τους Πράσινους –που βρίσκονται εν μέσω σοβαρών εσωκομματικών ανακατατάξεων- προφανώς για να στριμώξουν τους Σοσιαλδημοκράτες και να τους αναγκάσουν να πουν χωρίς πολλές αξιώσεις το «ναι» στην συγκυβέρνηση. Ακόμη και ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν Κλοντ Γιούνκερ καλεί έμμεσα τους Σοσιαλδημοκράτες να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται ότι αυτή τη φορά οι Σοσιαλδημοκράτες θα περάσουν το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής τους ατζέντας στην κυβερνητική συμφωνία με τους Χριστιανοδημοκράτες προκειμένου να ικανοποιήσουν τη βάση τους. Για παράδειγμα: την καθιέρωση του κατώτατου μισθού σε όλους τους κλάδους. Εάν αυτό δεν συμβεί, ανοίγουν όλα τα πιθανά σενάρια.

Το χρονοδιάγραμμα

Το γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει ότι η νέα βουλή πρέπει να έχει συσταθεί σε σώμα το αργότερα 30 μέρες μετά τις εκλογές, στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή η καταληκτική ημερομηνία είναι η 22α Οκτωβρίου. Αμέσως μετά πρέπει να ακολουθήσει η δεύτερη συνεδρίαση, κατά την οποία εκλέγεται ο/η καγκελάριος. Στο παρελθόν η διαδικασία αυτή διαρκούσε συνήθως μια έως δύο μέρες, σε ορισμένες περιπτώσεις όμως ακόμη και μια εβδομάδα. Ο υποψήφιος καγκελάριος προτείνεται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έχοντας σχηματίσει εικόνα για το πολιτικό τοπίο μετά και τις διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης που έχουν προηγηθεί, ο πρόεδρος προτείνει τον/την υποψήφια που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αποσπάσει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

Ο υποψήφιος καγκελάριος πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Στη νέα βουλή χρειάζεται 316 ψήφους. Εάν δεν τα καταφέρει, ακολουθεί εντός 14 ημερών και δεύτερη ψηφοφορία, στην οποία μπορούν να κατέβουν θεωρητικά και άλλοι υποψήφιοι. Εάν και πάλι κανείς δεν αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία, διεξάγεται άμεσα τρίτος γύρος. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί και τότε η απόλυτη πλειοψηφία, αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος του Προέδρου: είναι στη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει (εντός 7 ημερών) εάν θα διορίσει καγκελάριο έναν υποψήφιο που έχει συγκεντρώσει την απλή πλειοψηφία ή εάν θα προχωρήσει στη διάλυση του κοινοβουλίου, δρομολογώντας έτσι τη διενέργεια πρόωρων εκλογών.

Σε κάθε περίπτωση και μέχρι να εκλεγεί νέος καγκελάριος, η νυν κυβέρνηση θα συνεχίσει να ασκεί υπηρεσιακώς τα καθήκοντά της.


Πηγή: Deutsche Welle - Σταμάτης Ασημένιος, Κώστας Συμεωνίδης - Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη