Κλείσιμο

Ο κίνδυνος του «ατυχήματος» στη Γαλλία

Του Αντώνη Αντζολέτου

Ο ένας δείκτης του ρολογιού στη Γαλλία δείχνει στην πρόοδο και ο άλλος στη συντήρηση. Το δίλημμα το έβαλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε προσυνεδριακή συγκέντρωση της Ν.Δ., κάνοντας σαφές πως νέες διαχωριστικές γραμμές θα μπουν αμέσως μετά την εκλογική μάχη στο Παρίσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών κοινοβουλευτικών κομμάτων εξέφρασαν τον προβληματισμό τους από την άνοδο της Λεπέν. Τα τελικά αποτελέσματα αναμένονται με αγωνία σχεδόν ένα χρόνο πριν και από τις ελληνικές καλπες. Στον ΣΥΡΙΖΑ πολύ θα ήθελαν ο Μελανσόν να πέρναγε στον δεύτερο γύρο και για αυτό δεν άφησαν ασχολίαστο το γεγονός ότι έφτασε πολύ κοντά στο «όνειρο». Οι αλλαγές είναι τεκτονικές και συμπληρωματικά στην οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, έχουν δράσει αρνητικά πλέον η πανδημία και ασφαλώς ο πόλεμος στην Ουκρανία. Τα τελευταία χρόνια η αριστερά σε πολλές χώρες του νότου όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα αύξησαν σημαντικά τις δυνάμεις τους, έστω και με διακυμάνσεις. Στη Γαλλία ξεχώρισε η άνοδος της ριζοσπαστικής αριστεράς του Μελανσόν, ενώ παράλληλα η κεντροδεξιά και οι σοσιαλιστές που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική σκηνή από την αρχή της πέμπτης γαλλικής δημοκρατίας έχουν εξαϋλωθεί. Ο διεμβολισμός της πατριωτικής δεξιάς - που δεν είχε καμία κουβέντα να πει με την ακροδεξία - έγινε πράξη το 2007 επί Σαρκοζί. Σε κάθε περίπτωση τα «παλαιά ιστορικά τείχη» έχουν πέσει.

Σε αυτές τις προεδρικές κάλπες το παιχνίδι παίζεται διαφορετικά σε σχέση με το 2017. Η Μαρίν Λεπέν έχει σπάσει τη ζώνη περιχαράκωσης που είχε η ακροδεξιά και τώρα μπορεί να απευθύνεται σε διαφορετικά κοινά. Η σχέση της με τον Βλάντιμιρ Πούτιν και η επίσκεψή της στο Κρεμλίνο το 2017 έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Αντισυστημικά μπορεί να θεωρηθεί πως την προηγούμενη Κυριακή στη Γαλλία ψήφισαν - από το μπλοκ των πιο «μεγάλων» - οι υποστηρικτές της Λεπέν, του Ζεμούρ, αλλά και του Μελανσόν. Σύνολο; Το 52% των πολιτών που προσήλθαν στις κάλπες.

Ο ηγέτης της αριστεράς μπορεί να άναψε «κόκκινο φως» στην Λεπέν, ωστόσο οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν πως έχει τη δύναμη να ελέγξει το εντυπωσιακό 22% που κατέγραψε. Χωρισμένοι στα τρία, οι περισσότεροι (44%) θα διαλέξουν τον Μακρόν, άλλοι την ηγέτιδα της ακροδεξιάς και ενδεχομένως οι νεότεροι (περίπου 30%) να προτιμήσουν να μην προσέλθουν στην κάλπη. Δεν φαίνεται μέχρι αυτή τη στιγμή να έχει συγκροτηθεί, τουλάχιστον από τους ψηφοφόρους του Μελανσόν ένα συμπαγές «αντιΛεπέν» ρεύμα. Και προβληματισμό προκαλεί το «αντιΜακρόν» μέτωπο που προκάλεσε μια εικόνα σύγχυσης λίγο πριν τις πρώτες κάλπες. Στην εξίσωση πρέπει να μπει και το «κόμμα της αποχής» που επίσης θριάμβευσε στον πρώτο γύρο. Το σίγουρο είναι πως και οι δυο διεκδικητές της εξουσίας κοιτούν προς τα αριστερά.

Επιμύθιο: Το αίσθημα αυτοσυντήρησης του γαλλικού λαού αναμένεται – σύμφωνα με τους αναλυτές - να φέρει τον Εμανουέλ Μακρόν και πάλι στην προεδρία, ωστόσο ο περίπατος του 66% - 34% του 2017 είναι πολύ δύσκολο να επαναληφθεί. Άλλωστε την πενταετία που πέρασε τα κίτρινα γιλέκα, το συνταξιοδοτικό και πρόσφατα η ακρίβεια άλλαξαν τα πράγματα, καθώς αγνοήθηκε η βαθιά κοινωνική ψυχή της Γαλλίας.

Η Λεπέν και η Ευρώπη

Το βλέμμα της Ευρώπης είναι στραμμένο στις εκλογές της 24η Απριλίου για τον απλούστατο λόγο πως μια πιθανή εκλογή της Μαρίν Λεπέν θα βάλει αυτομάτως φρένο στην εμβάθυνση της Ε.Ε. Παράλληλα η γηραιά ήπειρος θα μείνει χωρίς έναν φυσικό ηγέτη που δίνει έμφαση στα γεωπολιτικά (σε αντίθεση με τη Γερμανία που προτάσσει τα δημοσιονομικά) και αποτελεί σταθερό σύμμαχό της Ελλάδας σε μια πολύ εύθραυστη από ισορροπίες περιοχή όπως είναι η Ανατολική Μεσόγειος.

Το 2002 η εκθρόνιση από το δεύτερο γύρο του σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν από τον πατέρα της Λεπέν είχε προκαλέσει πολιτικό σεισμό. Πλέον η αρχηγός της «Εθνικής Συσπείρωσης», με μια πιο μετριοπαθή στάση, περνά για δεύτερη φορά στον επόμενο γύρο και μαζί με τον Όρμπαν δίνουν σήμα στους ομοϊδεάτες της να καβαλήσουν και πάλι το κύμα του ευρωσκεπτικισμού. Η νέα πολιτική γεωγραφία στη Γαλλία κρύβει τον κίνδυνο της πολιτικής ανάκαμψης των πιο ακραίων φωνών που θέλουν το εθνικό δίκαιο να είναι ανώτερο του ευρωπαϊκού.