Ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974. Ενώ ο τουρκικός στρατός συναντά την αντίσταση Ελλήνων και Κυπρίων στη Μεγαλόνησο το προεδρικό αεροσκάφος του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μεταφέρει στην Ελλάδα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον άνθρωπο που θα θεμελιώσει την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Ο Καραμανλής δεν έχει καιρό. Σχηματίζει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, νομιμοποιεί την πολιτική δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Δεν έχει περάσει ένας μήνας από την ανάληψη των καθηκόντων του όταν οι Τούρκοι επιχειρούν με επιτυχία τον δεύτερο «Αττίλα». Απευθύνεται σε ένα δραματικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. «Η Τουρκία επρότεινε τελεσιγραφικώς ένα σχέδιον για την Κύπρον. Σχέδιον λογικώς, ηθικώς και εθνικώς απαράδεκτον», είπε τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Μέχρι εκεί είναι αναγκασμένος πολλά βράδια του θέρους 1974, όταν γίνεται δηλαδή η μετάβαση από την χούντα στην δημοκρατία, να κοιμάται σε διαφορετικά σπίτια. Ο Καραμανλής προκηρύσσει τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από 7 χρόνια και τις κερδίζει πανηγυρικά.
Μετά τη νίκη του στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 προκηρύσσει αμέσως δημοψήφισμα για την λύση του πολιτειακού ζητήματος. Στον προεκλογικό αγώνα για το δημοψήφισμα περιλαμβάνονται και ομιλίες από την τηλεόραση, μεταξύ των άλλων, του πρώην βασιλιά, Κωνσταντίνου και από την πλευρά των οπαδών της αβασίλευτης δημοκρατίας του Μάριου Πλωρίτη, του Γιώργου Κουμάντου, του Φαίδωνα Βεγλερή, του Λεωνίδα Κύρκου, του Αλέκου Παναγούλη και του μετέπειτα πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη.
Τα 2/3 του εκλογικού σώματος είναι υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και έτσι επανέρχεται το Σύνταγμα του 1952. Τον επόμενο χρόνο η πλειοψηφία της εκλεγμένης από τον λαό Βουλής διαμορφώνει το θεμέλιο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, το Σύνταγμα του 1975.
«Το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975 μας ευθυγράμμισε με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών με μια εξαίρεση. Είχε αυξημένες εξουσίες στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, κάτι που είχε οδηγήσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να πει σ’ εκείνη τη Βουλή: ‘’Είναι κάπου μεταξύ του γερμανικού και του γαλλικού Συντάγματος ο Έλληνας’’», είπε στον ΣΚΑΪ ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΕΚΠΑ, Νίκος Αλιβιζάτος.
Ο φόβος όσων άσκησαν κριτική στο Σύνταγμα, και εκτός από τον Ανδρέα Παπανδρέου συμπεριλαμβάνονταν σε αυτούς και οι πιο διάσημοι συνταγματολόγοι της εποχής, ήταν ότι ο πρόεδρος θα μπορούσε να συμπεριφερθεί όπως ο τέως βασιλιάς. «Η κριτική που ασκήθηκε τότε ήταν κυρίως γιατί η κοινότητα των συνταγματολόγων που αποτελείτο πρωτίστως από τη γενιά του Αριστόβουλου Μάνεση, του Δημήτρη Τσάτσου, που είχε ζήσει στο πετσί της τα Ιουλιανά και τις παρεμβάσεις του στέμματος απέδιδε στον Καραμανλή την πρόθεση να εμποδίσει μέσω του προέδρου της Δημοκρατίας την ομαλή διαδοχή και την άνοδο της Κεντροαριστεράς στην εξουσία», υπογράμμισε ο Νίκος Αλιβιζάτος.
Η κριτική αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα. Το καλοκαίρι του 1975 το νέο Σύνταγμα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πολλά από τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως το ασφαλιστικό και το ζήτημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν τα είχε αντιμετωπίσει ούτε η χούντα που στήριζε την πολιτική την πολιτική της παρουσία στην στυγνή επιβολή. «Παραδείγματος χάριν για να διορθωθεί το ασφαλιστικό για να αλλάξει η δομή των πανεπιστημίων, μάλιστα κατά τα αμερικανικά πρότυπα και όλες είχαν προετοιμαστεί με μελέτες, είχαν φτάσει σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου και σταμάτησαν ξαφνικά. Υπέστησαν δηλαδή αυτό που λένε αιφνίδιο θάνατο», σημείωσε ο ομότιμος καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σχέσεων, Πάνος Καζάκος.
Την ώρα που στην Ελλάδα επιχειρούμε να δημιουργήσουμε μία δημοκρατία των πολιτικών κομμάτων κυριαρχούν οι πολιτικές προσωπικότητες. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν αντιμετωπίζει ως κύριο αντίπαλο του στη Βουλή τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γεώργιο Μαύρο αλλά τον αρχηγό του τρίτου κόμματος, του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Καραμανλής δρομολογεί την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή κοινότητα με στόχο να διασφαλίσει τη δημοκρατία και την διεύρυνση της παρουσίας της χώρας σε ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Στην επιλογή αυτή στηρίζεται σ’ εκείνο το κράτος που τον φιλοξένησε επί πάνω από μία δεκαετία, στη Γαλλία. Η πρώτη επίσημη επίσκεψη του ως πρωθυπουργού είναι στο Παρίσι. Η ελληνική οικονομία, ωστόσο, δεν είναι έτοιμη. Τα προηγούμενα χρόνια από το 1972 έχουν αλλάξει δραματικά τα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας. Στα χρηματοκιβώτια πολλών κρατικών τραπεζών βρίσκονται ακόμη σημειώματα για το πώς δίνονταν τα δάνεια στη βιομηχανία την εποχή της χούντας. «Όταν εγώ κληρονόμησα από την χούντα ένα ολόκληρο χρηματοκιβώτιο πίσω από την πλάτη μου στο γραφείο από χρηματοδοτήσεις που ήταν με σημειώματα της ΚΥΠ εζήτηγα δύο ντοσιέ τέτοια και σφραγίδα από την ΚΥΠ, παρακαλώ χρηματοδείστε τον κ. Κωνσταντίνο Σοφούλη διότι είναι υπό τις συζητήσεις εθνικής προσπάθειας κτ.λ. Και ο κύριος έπαιρνε τα λεφτά. Αγόραζε ακίνητα στην Αθήνα. Έστελνε και στην Ελβετία μερικά. Έστηνε μία ψευδο-οικοδομή στη Θράκη και μετά το παράταγε και έλεγε: δεν μπορώ, δεν βγαίνω. Κι αυτά δεν ήταν ένα και δύο. Ήταν εκατοντάδες. Όλες οι βιομηχανικές περιοχές ήταν καλυμμένες από σκελετούς μελλοντικών εργοστασίων», είπε ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών, Κώστας Σοφούλης.
Ένα δεύτερο κομμάτι των παραγωγικών τάξεων της χώρας έχει δεύτερες σκέψεις για την βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας στην ΕΟΚ. «Βεβαίως υπήρχαν και οι επιχειρηματίες οι οποίοι έβλεπαν πιο μπροστά, καταλάβαιναν ότι πρέπει να επενδύσουν, να συνεργαστούν με αυτούς που είχαν το know how για να ανοιχθούν στις αγορές και τέτοια. Ένα τμήμα της ελληνικής οικονομίας φοβόταν τον αναμφίβολα. Ένα μεγάλο τμήμα της επιχειρηματικής τάξης της Ελλάδας τα έβλεπε αυτά με μεγάλες επιφυλάξεις», υπογράμμισε ο Πάνος Καζάκος.
«Όλη η βιομηχανία μας τότε στηριζόταν στην κρατική προστασία. Ήταν κρατικοδίαιτη. Εκτός από ορισμένες επιχειρήσεις, όπως ήταν το τσιμέντο. Όλες οι άλλες ήθελαν την κρατική προστασία κι αυτό επεδίωκαν. Αυτό δεν μπορούσε να περάσει όμως με την ένταξη μας στην Ευρώπη», είπε ο πρώην υπουργός κυβερνήσεων της ΝΔ, Γιάννης Βαρβιτσιώτης.
Ο Ευθύμιος Χριστοδούλου είναι διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης την περίοδο εκείνη. «Όταν ζητούσαμε για θέματα και του λέγαμε ότι κάποιον βιομήχανο ή επιχειρηματία για να σου εγκριθεί το δάνειο πρέπει το σχέδιο το οποίο θα φέρεις να είναι τέτοιο που να στέκεται σε ανταγωνισμό διεθνή. Αυτός καταλάβαινε πολύ καλά ότι όπως το είχε μοντάρει το θέμα είχε λάβει υπόψη του ότι θα είχε πάντα προστατευτικούς δασμούς. Δεν είχε καμία διάθεση να τους χάσει φυσικά. Οπότε αντιδρούσε σ’ αυτόν τομέα. Και πρέπει να πω ότι τότε ενώ η επίφαση ήταν ότι είμαστε όλοι υπέρ των απελευθερώσεων και τον εξευρωπαϊσμό των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας στην πραγματικότητα μέσα τους οι άνθρωποι προτιμούσαν να έχουν κάποια προστασία, κάποιας μορφής», είπε ο πρώην διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης.
Στο εσωτερικό η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετωπίζει δύο προκλήσεις. Οι εργαζόμενοι μετά από 7 χρόνια δικτατορίας προβάλουν όλο και συχνότερα αιτήματα για δικαιώματα και αυξήσεις ενώ το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί παγκοσμίως είναι εκείνο της κρατικής παρέμβασης για την ανάπτυξη της οικονομίας. «Μία αντίφαση ήταν κατά τη γνώμη μου ότι ενώ μπαίναμε σ’ έναν εξόχως ανταγωνιστικό χώρο, κοινή αγορά κι όλα αυτά τα πράγματα, προχωρούσαν οι κρατικοποιήσεις.
Ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα έχουμε να κάνουμε με μία ολόκληρη σειρά κρατικοποιήσεων που έστειλαν άλλο μήνυμα στις αγορές, παραδείγματος χάρη Ολυμπιακή, ο όμιλος Ανδρεάδη. Ήταν μία αντιφατική πολιτική τελικά. Από τη μία μεριά ενισχύσεις το κρατικό βάρος στην ελληνική οικονομία και από την άλλη μεριά της λες μπες μέσα στο ανταγωνιστικό πλαίσιο», τόνισε ο ομότιμος καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σχέσεων, Πάνος Καζάκος.
«Ήταν βέβαια (σ.σ. η εποχή της σοσιαλμανίας). Ένας από τους λόγους που δεν μου άρεσαν τα πράγματα ήταν αυτός αλλά ήταν η εποχή της σοσιαλμανίας. Αλλά δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ήταν μία εποχή που επικρατούσε μία άλλη πολιτική στο μυαλό του κόσμου. Και όχι μόνο του ελληνικού πολιτικού κόσμου αλλά γενικά. Να σας θυμίσω ότι τότε υπήρχε ένας καθολικός σχεδόν έλεγχος τιμών. Εγώ τότε ήμουν ανακατεμένος στην αλευροβιομηχανία. Δεν έκανες βήμα χωρίς να τα ελέγχουν κάποιοι υπάλληλοι του υπουργείου Εμπορίου, οι οποίοι στη διαδικασία αυτή πλούτιζαν. Δηλαδή όριζαν την τιμή του σίτου, την τιμή της πρώτης ύλης δηλαδή. Όριζαν την τιμή του αλεύρου, των πιτύρων, του ψωμιού. Αυτά τα αποφάσιζαν διάφοροι στην πλατεία Κάνιγγος με τα δικά τους κριτήρια. Όλα όμως είχαν πολιτική σκοπιμότητα διότι το στάρι αφορούσε τους αγρότες. Το ψωμί αφορούσε όλους τους Έλληνες. Αν υπήρχαν και οι επιχειρήσεις στη μέση ας φροντίσουν, αυτές τις συμπίεζαν», είπε ο Στέφανος Μάνος.
«Από το 1974 και μετά αλλάζουν τα δεδομένα της διεθνούς οικονομίας. Οι χώρες που θέλουν να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο τους σε υψηλά στάνταρ, θέλουν να διατηρήσουν τη δυναμική της ανάπτυξης υιοθετούν διαφορετικά μοντέλα. Δηλαδή οι επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας, οι επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη ήδη από την δεκαετία του 1970. Εμείς την εποχή εκείνη, και θα μπορούσε κανείς να δώσει πολλές ερμηνείες γιατί συμβαίνει αυτό, αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα. Αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε το νέο μοντέλο της ανάπτυξης, το οποίο υιοθετούσαν χώρες όπως η Νότια Κορέα. Είναι ενδιαφέρον η Νότια Κορέα μέχρι τότε συμβάδιζε μ’ εμάς. Από την δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. Από το 1974 και μετά η Νότια Κορέα υιοθετεί ένα άλλο μοντέλο που την έχει οδηγήσει εδώ που είναι αυτή τη στιγμή. Εμείς εξακολουθούμε να κρατάμε το μοντέλο, το μεταπολεμικό, το οποίο δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να στηρίξει τις επιδόσεις της οικονομίας που είχε ακόμα και στη διάρκεια της δικτατορίας» είπε ο καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Κώστας Κωστής.
«Ναι ήμουν τότε από τους σκεπτικιστές και νομίζω ότι δικαιώθηκα ως προς τον σκεπτικισμό μου όχι για το αν άξιζε η χώρα να ενταχθεί στην Ευρώπη. Αυτό είναι άλλο θέμα. Θα έλεγα ότι επειδή ο Καραμανλής το 1974 ο τομέας βιομηχανίας στην Ελλάδα έφτασε στην κορυφή του ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση και με πριν και με μετά. Είχε φτάσει περίπου στο 20%. Μετά άρχισε να πέφτει. Ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 με πολύ χαμηλότερο 10%, 11%, ίσως και λιγότερο. Δεν θυμάμαι. Ο Καραμανλής είχε συμβάλλει σοβαρά στη δεκαετία του ’60 και οι άλλοι. Ο Καραμανλής, όμως, ήταν κι αυτός στην δεκαετία του ’70 είδε την ανάγκη ότι πρέπει η βιομηχανία να παίξει ρόλο στην Ελλάδα έκανε μία σειρά από κινήσεις. Κατηγορήθηκε για σοσιαλμανία και μάλιστα από τους ίδιους τους βιομηχάνους. Δεν μπόρεσε πολύ να προχωρήσει στο σχέδιο αυτό για διάφορους λόγους», σημείωσε ο πρώην υπουργός και ομότιμος καθηγητής Οικονομικών, Τάσος Γιαννίτσης.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κερδίζει τις εκλογές του 1977 και αξιωματική αντιπολίτευση γίνεται το ΠΑΣΟΚ. Ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης, Γιάννης Βαρβιτσιώτης τόνισε ότι «είναι μία δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο με πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Τσάτσο και με πλησιάζει ο Τσάτσος και μου λέει: ‘’Σε ζητάει ο Παπανδρέου. Πήγαινε να τον δεις’’. Πλησιάζω στον παπανδρέου. Λέω: ‘’κύριε πρόεδρε μου είπε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι με ζητάτε’’. Και μου λέει: ‘’Έχετε πάρει χαμπάρι κύριε υπουργέ τι χάλι έχουν τα πανεπιστήμια;’’ Λέω: ‘’Βεβαίως κύριε πρόεδρε και σας στέλνω ένα νομοσχέδιο που προβλέπουμε ορισμένες αλλαγές και σας παρακαλώ όποια παρατήρηση θέλετε να κάνετε εγώ θα την κάνω κείμενο του νομοσχεδίου’’. Του στέλνω τότε το νομοσχέδιο με τις αλλαγές που είχαν γίνει στο πανεπιστήμιο και δεν μου έστειλε καμια αλλαγή. Τον παίρνω στο τηλέφωνο και μου λέει: ‘’Κοιτάξτε να δείτε γιατρός είσαστε;’’. Λέω: ‘’Όχι δεν είμαι γιατρός’’. ‘’Πρέπει να ξέρετε ότι ο καρκίνος δεν θεραπεύεται με ασπιρίνες και αυτό είναι ασπιρίνη’’. Πάω στον Καραμανλή και του λέω ότι αυτά κι αυτά μου είπε ο Παπανδρέου. Να το σκληρύνω λίγο; Μου λέει: ‘’Οχι χαμήλωσε το κάνε το πιο μαλακό γιατί σου είπε αυτά αλλά θ’ ανέβει στο βήμα της Βουλής και θα το κατακεραυνώσει’’. Πράγματι ήταν έτσι. Ψηφίσαμε τον νόμο τότε ο οποίος ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε».
Ο Βαρβιτσιώτης όπως και ο Μάνος έχει μέχρι του σημείου αυτού έναν σύμμαχο στο πλευρό του, τον πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος είχε άλλες προτεραιότητες. «Ο νόμος αυτός δεν έβλεπε τους ήδη φοιτώντες αλλά αυτούς που θα μπουν. Παρά ταύτα κάθε μέρα ήταν και μια διαδήλωση. Τότε με φωνάζει ο Καρμαμανλής και μου λέει: ‘’Κοίταξε να δεις εγώ θέλω να μπούμε στην Ε.Ε. Με τις διαδηλώσεις κάθε μέρα δεν θα μας βάλουν. Άρα θα τα πάρεις όλα πίσω. Λέω: ‘’κύριε πρόεδρε χθες βγήκα στην τηλεόραση. Πως θα τα πάρω σήμερα πίσω;’’. Μου λέει: ‘’Καλά άσε θα τα πάρω εγώ’’», τόνισε ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
Έτσι αρχίζει μία περιπέτεια με την ανώτατη εκπαίδευση που θα την βρίσκουμε μπροστά μας σχεδόν σε κάθε δεκαετία. Ταυτόχρονα ένας από τους καλύτερους Έλληνες γιατρούς, ο υπουργός Υγείας, Σπύρος Δοξιάδης επιστρέφει από το Καζακστάν όπου όλες οι χώρες του κόσμου έχουν συμφωνήσει πως εκτός από τα νοσοκομεία πρέπει να δημιουργηθεί ένα δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Ο Δοξιάδης στρώνεται στη δουλειά και με την υποστήριξη του Καραμανλή φέρνει ένα νομοσχέδιο προπομπό του ΕΣΥ.
«Ο Δοξιάδης, που ήταν από τις αξιολογότερες παρουσίες στο υπουργείο Υγείας, ήταν ο πρώτος που αμέσως μετά από αυτό με μια αξιόλογη ομάδα συνεργατών ξεκίνησε αμέσως και κατάρτισε ένα σχέδιο νόμου. Το ονόμαζε: Μέτρα για την Υγεία. Ήταν αξιόλογο. Είχε πολλά στοιχεία για την οργάνωση των υπηρεσιών και κυρίως άρχιζε γιατί περιελάμβανε μεγάλο κομμάτι της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Μίλησε για τα κέντρα υγείας. Όταν ετοίμασε το σχέδιο νόμου ο Δοξιάδης αμέσως άρχισε η αντίδραση από την υγειονομική κοινότητα στην Ελλάδα και κυρίως η άρνηση από το κόμμα του το ίδιο να το δεχτεί. Τον κατήγγειλαν ότι λειτουργεί αυθαίρετα, δεν είναι στο πρόγραμμα της ΝΔ η αλλαγή στην Υγεία. Είναι αυτό που του έγραφαν στο γράμμα που του έστειλε ο τομέας Υγείας. Η δε κοινοβουλευτική ομάδα του αρνήθηκε να το δεχτεί να κατατεθεί στη Βουλή. Ο Δοξιάδης επέμεινε. Επιχείρησε μία δεύτερη προσπάθεια να το πάει στη Βουλή, αφαιρώντας κάποια ενοχλητικά στοιχεία αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα και τότε το εγκατέλειψε. Ήταν πικραμένος γι’ αυτό που έκανε», ανέφερε ο πρώην υπουργός Υγείας, Παρασκευάς Αυγερινός.
Και συνέχισε: «Είχε την έγκριση και την αποδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δεν είχε κάνει συζήτηση με το κόμμα πριν. Είναι κρίμα ότι δεν έγινε δεκτή αυτή η προσπάθεια. Το πίστευα και τότε γιατί θα έκανε πιο εύκολη τη συνέχεια τη δική μας για να αναπτύξουμε το σύστημα».
«Η χώρα δεν έχει το θεσμικό πλαίσιο που της επιτρέπει να απορροφήσει τα σοκ μαζικών απελευθερώσεων. Δεν μπορεί και η νοοτροπία του κόσμου είναι τέτοια. Και βεβαίως το γεγονός ότι όταν κάνεις μία αποκρατικοποίηση οποιουδήποτε κλάδου, δηλαδή παύει να ελέγχεται ή να προστατεύεται κατά κάποιον τρόπο να παρεμβαίνει το δημόσιο σ’ έναν κλάδο, η πρώτη αντίδραση θα είναι η άνοδος των τιμών κατά κανόνα. Ανεβαίνουν οι τιμές δηλαδή. Μετά μπαίνουν σε μια τροχιά εξισορροπήσεως και όταν αρχίζει να επιδρά πλέον ο ανταγωνισμός οι τιμές αρχίζουν και κατεβαίνουν. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μείωση λόγω του ανταγωνισμού αλλά το πρώτο αποτέλεσμα είναι αύξηση οπότε ο κόσμος, ο ψηφοφόρος, οι πολιτικές δυνάμεις που είναι σ’ επαφή με τον λαό βλέποντας ότι το πρώτο αποτέλεσμα είναι η άνοδος των τιμών το παίρνει ως κάτι μόνιμο αντιδρά. Οι αντιδράσεις αυτές έχοντας συγχρόνως και την αρωγή της ελλείψεως του θεσμικού στοιχείου που θα απορροφούσε αυτό το σοκ κατά κάποιο τρόπο έχουν ως αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αποκρατικοποίηση και η απελευθέρωση της αγοράς», υπογράμμισε ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Ευθύμιος Χριστοδούλου.
Στα μέσα του 1978 ο Καραμανλής κάνει την αποφασιστική τελική διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες. Ο διάλογος του μετά τις συνομιλίες μπροστά στους δημοσιογράφους με τον πρόεδρο της επιτροπής, Ρόι Τζένκινς καθιστά σαφές ότι η Ελλάδα θέλει οι διαπραγματεύσεις να ολοκληρωθούν έως το τέλος του 1978.
Αυτό σημαίνει ότι τον Δεκέμβριο του 1978 οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η Ελλάδα θα γίνει το νέο μέλος της ΕΟΚ. Έξι μήνες αργότερα υπογράφεται στο Ζάππειο το κείμενο για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Από τις μεγάλες χώρες της κοινότητας δύο αντιπροσωπεύονται στο ανώτατο επίπεδο, η Γαλλία με τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν και η Ιταλία με τον πρωθυπουργό, Τζούλιο Αντρεότι, ο οποίος διακόπτει την προεκλογική εκστρατεία του για να έρθει στην Αθήνα. Η διεύρυνση γίνεται αντιληπτή από την Γαλλία και την Ιταλία σαν μία ενίσχυση του ευρωπαϊκού νότου.
«Η Γ’ Δημοκρατία έχει ως μεγάλη προσωπικότητα που επανέρχεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και μπορούμε να πούμε ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της Γ’ Δημοκρατίας, της μεταπολιτεύσεως όπως την λέμε, είναι η είσοδος της Ελλάδας στην Ε.Ε.», είπε ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Θάνος Βερέμης.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ανδρέας Παπανδρέου είναι αντίθετος στην επιλογή Καραμανλή. Την ώρα που η Ελλάδα κάνει το πιο σημαντικό βήμα της νεωτερικότητας της ένα σημαντικό μέρος του επιχειρηματικού κόσμου ζητά όλο και πιο δυνατά προστασία, καθώς ξεσπά και η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ ο Καραμανλής περνάει στην προεδρία της Δημοκρατίας. Στην πρωθυπουργία τον διαδέχεται ο μετριοπαθής υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος πρέπει να διευθύνει τη χώρα μέσα στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Η Ελλάδα που πληρώνει μεγάλα ποσά συναλλάγματος για να εισάγει πετρέλαιο από το εξωτερικό κάνει μία προσπάθεια να αξιοποιήσει τους εγχώριους φυσικούς πόρους παρά τα προβλήματα στο Αιγαίο. Παρόλα αυτά το χρέος παραδίδεται περίπου στο 25% του ΑΕΠ και το Φθινόπωρο του 1981 έρχεται στην εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου.
«Είχε την καλή ή κακή τύχη- καλή γι’ αυτόν, κακή για εμάς- να βρίσκεται ακόμα το δημόσιο χρέος σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Επωφελήθηκε απ’ αυτό. Όταν έρχεται ο Παπανδρέου αυτό που ενδιαφέρεται να κάνει είναι να εδραιώσει την εξουσία του ΠΑΣΟΚ μέσα στο κράτος. Άρα δαπανά στη λογική ότι θα φτιάξουμε ένα νέο κοινωνικό κράτος. Από την άλλη θέλει να καταργήσει διαχωριστικές γραμμές που είχαν δημιουργηθεί από τον εμφύλιο και εξακολουθούσαν να υπάρχουν εκείνη τη στιγμή. Αυτό είχε ένα μεγάλο κόστος οικονομικό για την Ελλάδα», είπε ο Κώστας Κωστής.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.