Κλείσιμο

Εκλογές 2023: Η απλή αναλογική και το κλιμακούμενο μπόνους - Τα περιθώρια συνεργασιών και αυτοδυναμίας

Πώς διαμορφώνονται οι ισορροπίες με την απλή αναλογική και πώς με την ενισχυμένη αναλογική, αν πάμε σε δεύτερες εκλογές

Του Αντώνη Αντζολέτου

Η απλή αναλογική με την οποία θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές στις 21 Μαΐου έχει να εφαρμοστεί από τις απανωτές τριπλές εκλογές της περιόδου 1989 – 1990. Ήταν η εποχή που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με ποσοστά 44,28%, 46,19% και 46,89% είχε συγκεντρώσει μόλις 145, 148 και 150 βουλευτές αντίστοιχα. Αποτελεί ουτοπία ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης σε 53 ημέρες από σήμερα και κανείς δεν αμφιβάλει για αυτό. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την αλλαγή του εκλογικού συστήματος είχε μιλήσει για την ανάγκη κυβερνητικών συνεργασιών. Η απλή αναλογική ήταν πάντα μέρος της ιδεολογίας και του DNA της Αριστεράς και θα αποτελούσε ανακολουθία αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν προχωρούσε σε αυτή την κίνηση.  Σχεδόν το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα μιλά για έναν εκλογικό νόμο που οδηγεί μαθηματικά στην ακυβερνησία. Τον Ιούλιο του 2016, που ψηφίστηκε στη Βουλή η απλή αναλογική με 176 «ναι», 86 «όχι» και 19 «παρών», το ΠΑΣΟΚ δεν είχε υποστηρίξει την πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης. Είχε ξεκινήσει εκείνη την περίοδο ένας «πόλεμος», με τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να απορούν πως μια προοδευτική δύναμη γύρισε την πλάτη σε έναν νόμο που κατανέμει ισότιμα την ψήφο καταργώντας το μπόνους των εδρών στο πρώτο κόμμα.

Όπως διαμορφώθηκε το τοπίο πριν από περίπου επτά χρόνια το νέο σύστημα κατανομής εδρών πήρε το πράσινο φως από τη Βουλή για να ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, καθώς δεν υπερψηφίστηκε με την αυξημένη πλειοψηφία 2/3 (200 βουλευτών). Για αυτό άλλωστε οι εκλογές του 2019 πραγματοποιήθηκαν με την «επιδότηση» των 50 εδρών.

Ποιος είναι ο πήχυς για την αυτοδυναμία στις επερχόμενες εκλογές; Υπολογίζοντας τα εκτός Βουλής κόμματα γύρω στο 8% (όπως το 2019) το ποσοστό του «πρώτου» πρέπει να φτάνει το 46,2%. Ακόμα και αν οι δυνάμεις που δεν συμπληρώσουν το 3% - που τους δίνει το εισιτήριο για τη Βουλή - φτάσουν το 10% ο «νικητής» πρέπει να συγκεντρώσει 45,2%. Σενάρια μη ρεαλιστικά για τις υφιστάμενες πολιτικές ισορροπίες, που παραπέμπουν σε ποσοστά περασμένων δεκαετιών. Για τη Νέα Δημοκρατία η απλή αναλογική είναι μια «άσκηση αυτοδυναμίας» προκειμένου να πάει όσο πιο ισχυρή γίνεται στις δεύτερες κάλπες. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η νίκη, έστω και με μια ψήφο διαφορά, σημαίνει αυτόματα την επίτευξη συμμαχικής κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως με το ΜέΡΑ25. Υπολογίζουν βέβαια χωρίς τον «ξενοδόχο» γιατί ο Νίκος Ανδρουλάκης μιλώντας και στο δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ επανέλαβε τη διαφορετική οπτική που έχει για τα πράγματα. Για τη Χαριλάου Τρικούπη η απλή αναλογική πρέπει να δώσει οπωσδήποτε μια συμμαχική κυβέρνηση θέτοντας ως στόχο ένα υψηλό ποσοστό που θα την ορίσει ρυθμιστή των εξελίξεων. 

Η ενισχυμένη αναλογική

Η μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, αν χρειαστεί,  θα διεξαχθεί με το εκλογικό σύστημα που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020. Το πρώτο κόμμα αν λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, παίρνει μπόνους 20 έδρες, ενώ οι υπόλοιπες 280 κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των δικαιούμενων εδρών των κομμάτων. Από το 25%, για κάθε 0,5%, το πρώτο κόμμα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα. Το μάξιμουμ των 50 εδρών το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Με το «κλιμακούμενο μπόνους» και ένα ποσοστό εκτός Βουλής που θα κινείται περίπου στο 10% η αυτοδυναμία μπορεί να επιτευχθεί αν το πρώτο κόμμα φτάσει το 37,5%. 

Η δημοσκοπική κάμψη που παρουσίασε η Νέα Δημοκρατία μετά το δυστύχημα των Τεμπών «φούντωσε» τα σενάρια, κυρίως από την αντιπολίτευση, για «κάψιμο» των σεναρίων περί αυτοδυναμίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει, καθώς βλέπει πως μόνο περαιτέρω συσπείρωση μπορεί να πετύχει στις δεύτερες κάλπες. Και την ίδια στιγμή η «γαλάζια παράταξη» με το δικό της εκλογικό νόμο είναι γεγονός πως θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμών των βουλευτών της λόγω της επαναφοράς του μπόνους. Μπορεί τα διλήμματα που θα θέσουν τα κόμματα να είναι διαφορετικά, ωστόσο σε μεγάλο βαθμό στις 21 Μάϊου θα κριθεί και το «μοντέλο διακυβέρνησης». Αυτοδυναμία με στόχο τη σταθερότητα που προκρίνει η Νέα Δημοκρατία ή συνεργατικά σχήματα με προγραμματικές συγκλίσεις που επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πηγή: skai.gr