ΚΑΙΡΟΣ

Τα όρια της Τουρκικής ισχύος

Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου, Δρ Πολιτικής Επιστήμης

Στο κλασσικό πλέον έργο του 'Το Στρατηγικό Βάθος: Η Θέση της Τουρκίας στον Κόσμο', ο Αχμέτ Νταβούτογλου, άλλοτε στενός συνεργάτης του Προέδρου Ερντογάν, ανέπτυξε τους βασικούς άξονες της τουρκικής στρατηγικής στο γύρισμα του αιώνα. Κεντρικός στόχος η ανάδειξη της Τουρκίας σε μείζονα περιφερειακή δύναμη, με σημαντική αυτονομία κινήσεων στην διεθνή σκηνή και προνομιακή πρόσβαση στον λεγόμενο μετα-οθωμανικό χώρο. Την επαύριον της Αραβικής Άνοιξης, το όραμα αυτό φαινόταν απολύτως ρεαλιστικό. Με τις παραδοσιακές αραβικές δυνάμεις -Αίγυπτο, Συρία, Ιράκ- σε βαθύτατη κρίση, η γείτονα πρόβαλε όχι απλώς ως πυλώνας σταθερότητας αλλά και ως πρότυπο για την ευρύτερη περιοχή.

Συνδυάζοντας φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις με έναν μετριοπαθή και εν πολλοίς δυτικόφιλο ισλαμισμό το καθεστώς Ερντογάν είχε επιτύχει υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης και ιδιαίτερη λαοφιλία. Στοιχεία που με τη σειρά τους συνέβαλαν σε έναν σταδιακό εκδημοκρατισμό της τουρκικής πολιτικής ζωής και την περεταίρω ενίσχυση των δεσμών της χώρας με τη Δύση. Τούτου δοθέντος, το 'τουρκικό μοντέλο' φάνταζε ιδιαιτέρως θελκτικό, τόσο για το δυτικό παράγοντα, που παρακολουθούσε με αμηχανία τις εξελίξεις, όσο και για τα ισλαμιστικά κινήματα, που διεκδικούσαν με αξιώσεις την εξουσία σε Αίγυπτο, Συρία και Τυνησία. Από μια ισχυρή χώρα με περιορισμένη, όμως, περιφερειακή διείσδυση, η γείτονα μετατρεπόταν σε κομβικό παίχτη με σημαντικά ερείσματα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Η πορεία αυτή ανεκόπη απότομα υπό το βάρος δύο γεγονότων. Το πρώτο είναι η ανατροπή της κυβέρνησης Μόρσι από τον Αιγυπτιακό στρατό το 2013 και το δεύτερο, και κυριότερο, η όξυνση του κουρδικού ελέω των εξελίξεων στην Συρία. Η καθεστωτική αλλαγή στην Αίγυπτο σηματοδότησε μια συνολικότερη υποχώρηση των δυνάμεων του πολιτικού Ισλάμ και αποστέρησε το καθεστώς Ερντογάν από έναν κρίσιμο σύμμαχο. Υποσκελιζόμενη άλλοτε από τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της και άλλοτε από το Ιράν, η Τουρκία  έχει περιοριστεί σήμερα σε μια στενή συνεργασία με το Κατάρ και ελάσσονος σημασίας συμμάχους, όπως η παραπαίουσα κυβέρνηση του Φαγιέζ αλ Σαράζ στην Λιβύη.

Το κουρδικό από την άλλη είχε σημαντικές αντανακλάσεις τόσο στην εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική της γείτονος. Η προσπάθεια της Άγκυρας να ανασχέσει την αυξανόμενη κουρδική επιρροή οδήγησε σε μια σειρά από πρωτοβουλίες που όξυναν τις σχέσεις της τόσο με την Δαμασκό και τη Βαγδάτη όσο και με τη Δύση. Η κρίση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων και η επισφαλής συγκατοίκηση Τουρκικών και Συριακών στρατευμάτων στην βόρειο-ανατολική Συρία καταδεικνύουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η τουρκική διπλωματία. Εάν σε αυτά συνυπολογιστεί η υποτίμηση της τουρκικής λίρας και η αυταρχική διολίσθηση του καθεστώτος Ερντογάν τα τελευταία χρόνια γίνεται εμφανές ότι η Τουρκία διέρχεται μιας λανθάνουσας αλλά πολυεπίπεδης κρίσης στρατηγικής. Επιφανείς τουρκολόγοι, όπως ο Τζιχάν Τουγάλ του πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, έχουν άλλωστε από καιρό προειδοποιήσει για τα πολιτικά και οικονομικά όρια του ΄τουρκικού μοντέλου'.

Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η Τουρκία βρίσκεται σε φάση αδυναμίας ή γεωπολιτικής υποχώρησης. Παρά την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων το καθεστώς Ερντογάν έχει οικοδομήσει ευρύτατες συναινέσεις στα στρατηγικώς κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφάλειας παρέχοντας στην γείτονα ένα ισχυρό πολιτικό κέντρο και ένα εθνικό αφήγημα. Η Τουρκία επωφελείται επίσης από μια ακμάζουσα αμυντική βιομηχανία και μια οικονομία υψηλής διαφοροποίησης που τις επιτρέπουν να ανθίσταται εξωτερικών πιέσεων και περιοδικών κλυδωνισμών. Η αμηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης μπροστά στις προκλήσεις και τις ακροβασίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε Κύπρο και Συρία αποτυπώνει εναργώς το στρατηγικό βάθος που διαθέτει η Άγκυρα. Οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του Ερντογάν μπορεί να δημιουργούν προστριβές και ενίοτε πισωγυρίσματα, το γεγονός όμως παραμένει ότι η Τουρκία είναι ένας ισχυρός και εν πολλοίς αναντικατάστατος σύμμαχος για τον δυτικό παράγοντα.  

Τούτου δοθέντος, Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να κινηθούν με σύνεση και ρεαλισμό. Σε ένα ευμετάβλητο γεωπολιτικό περιβάλλον, η προστασία που δύναται να παρέχει το διεθνές δίκαιο βαίνει μειούμενη ενώ η έκβαση των αντιπαραθέσεων επικαθορίζεται ως επί το πλείστων από παράγοντες «σκληρής ισχύος». Η πρόσφατη αποχώρηση των Eni και Total από το οικόπεδο 7 της Κυπριακής ΑΟΖ  ελέω της τουρκικής δραστηριότητας στην περιοχή είναι ενδεικτική και οφείλει να προβληματίσει. Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να αποφύγουν την περεταίρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης αλλά και τον κίνδυνο να θεωρούνται απολύτως δεδομένοι εταίροι στους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών. Τα αναμφισβήτητα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της γείτονος και οι βαρύνουσες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης δεν αφήνουν περιθώρια ούτε για αφελείς λεονταρισμούς ούτε όμως για ηττοπαθή ακολουθητισμό. Όπως συχνά υπενθυμίζει η Άγκυρα στους εταίρους μας, οι συμμαχίες οικοδομούνται όχι μόνο βάσει συμφέροντος αλλά και κόστους. Στο μέτρο που της επιτρέπεται η ελληνική πλευρά οφείλει να κάνει το ίδιο αν δεν θέλει να αποτελεί έναν ουδέτερο συντελεστή στην εν διαμόρφωση περιφερειακή εξίσωση.