Της Παναγιώτας Μιχαλοπούλου
Το τρίτο κύμα της πανδημίας έκανε την εμφάνιση του, γονείς και παιδιά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εργασία και το σχολείο τους και να αρκεστούν στην τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση αντίστοιχα. Τα μικρά παιδιά από την αρχή της πανδημίας έδειξαν την προσαρμοστικότητα τους σε σχέση με την χρήση μάσκας και την τήρηση των μέτρων. Υπάκουσαν και υπακούν όσο περισσότερο μπορούν. Τι γίνεται όμως με την έλλειψη της κοινωνικής ζωής τους; Kαι τι αποτελέσματα μπορεί να περιμένουμε στο τέλος της πανδημίας;
Σε αυτή την κατάσταση οι γονείς έχουν καλεστεί να φτιάξουν συνθήκες μιας κανονικής καθημερινότητας, πράγμα που είναι δύσκολο, καθώς και οι ίδιοι έχουν κουραστεί. Αντιμέτωποι λοιπόν με τηλεργασία και τηλεκπαίδευση οι γονείς προσπαθούν να «επιβιώσουν» κάνοντας πολλά πράγματα ταυτόχρονα καθώς αναλαμβάνουν ρόλους, όπως του δασκάλου, της καθαριότητας και της φροντίδας του σπιτιού, την εργασία τους και αυτά χωρίς την βοήθεια από τις γιαγιάδες και τους παππούδες, χωρίς τις εξωσχολικές δραστηριότητες που απασχολούσαν τα παιδιά. Για κάποιους αυτή η συνθήκη είναι «ευκαιρία» να ξαναβρεθούν με τα παιδιά τους ή για να ξαναχτίσουν περισσότερες κοινές εμπειρίες. Οι περισσότεροι όμως νιώθουν να πνίγονται μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα των ρόλων που αναγκάστηκαν να έχουν και ήρθαν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα που επισημαίνουν οι ειδικοί τα τελευταία χρόνια: Ότι τα παιδιά είναι αποξενωμένα και μεγαλώνουν γρήγορα κολλημένα σε μια οθόνη. Απλά τώρα το ζούμε στο πολλαπλάσιο.
Σύμφωνα με έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη το άγχος στα παιδιά και τους εφήβους κατά την διάρκεια του lockdown έχει αυξηθεί έως και δύο φορές. Στερούνται το σχολείο, τους φίλους, το παιχνίδι, τις δραστηριότητες. Όσο μεγαλύτερα είναι τα παιδιά τόσο αυξάνεται το συναίσθημα της απώλειας. Τα παιδιά που υποφέρουν περισσότερο είναι αυτά που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και πάσχουν από κάποια σωματική ασθένεια, αλλά και αυτά που έχουν αναπτυξιακές διαταραχές. Τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα αυτισμού έχουν συγκεκριμένη ρουτίνα και η διάλυση αυτής αποτελεί τραυματική εμπειρία. Ακόμα και τα παιδιά με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) δυσκολεύονται, γιατί καλούνται να είναι πολλές ώρες συγκεντρωμένα στην οθόνη του υπολογιστή για την παρακολούθηση των μαθημάτων τους, κάτι που μπορεί να τα ζορίζει με αποτέλεσμα να τους δημιουργήσει περισσότερη ανησυχία και άγχος.
Αυτό που γνωρίζουμε από τους ειδικούς της πανδημίας και του covid-19 είναι ότι αργά ή γρήγορα θα βγούμε από το lockdown και όλα αυτά θα αποτελέσουν μια ανάμνηση του παρελθόντος. Όλοι οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι έχουν την ανάγκη να ξαναβρούν την κανονικότητα τους. Ίσως πολλά από αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα δεν θα είναι όπως πριν. Κάποιες «ειδικές» συνθήκες ενδεχομένως να παραμείνουν. Όσον αφορά στα παιδιά, περιμένουμε ότι θα υπάρχουν δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων τους διότι η αλληλεπίδραση με τους «σημαντικούς άλλους» όπως οι συμμαθητές, οι φίλοι και η ευρύτερη οικογένεια έχει μειωθεί κατά πολύ. Πιθανό να χρειαστούμε νέα θεραπευτικά εργαλεία και προγράμματα για να ενταχθούν ξανά όλοι σε μια νέα πραγματικότητα.
Μέχρι να συμβούν όμως αυτά, καλό είναι να κρατάμε μία ρουτίνα μέσα στο σπίτι που να περιλαμβάνει διάβασμα, σωματική άσκηση, επικοινωνία με αγαπημένους ανθρώπους, οικογενειακές δραστηριότητες, συζήτηση και διάλογος ανάμεσα σε γονείς και παιδιά ώστε να λύνονται απορίες και να εκφράζονται ανησυχίες για το μέλλον. Σημαντική είναι η προστασία των παιδιών από το διαδίκτυο, σε πληροφορίες που είναι ανέτοιμα να διαχειριστούν. Βασική προϋπόθεση για να προστατευτούν τα παιδιά από αυτές τις συνθήκες είναι η ψυχραιμία και η καλή διάθεση. Να μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι μια προσωρινή συνθήκη που θα έχει ένα τέλος.
*Η Παναγιώτα Μιχαλοπούλου είναι Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια, michalopoulou.pl@gmai.com
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.