Με αφορμή τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές, έγκυρος αρθρογράφος αναφέρθηκε σε «πολιτική κρίση, που υποκρύπτει μια συστημική αποτυχία, η οποία οφείλεται στην απόλυτη ηγεμονία μιας νέας πλουτοκρατίας, που δεν έχει καμία αίσθηση κοινωνικής ευθύνης ή τήρησης των κανόνων» (Αλέξης Παπαχελάς, Καθημερινή 3.11.24).
Άλλος έγκυρος αρθρογράφος, αναφέρθηκε σε «εξόρμηση του νεοφιλελευθερισμού με κεντρικό σύνθημα μια τελείως βλακώδη ιδέα ότι η ανθρωπότητα πρέπει να εκχωρήσει στις αγορές την ευθύνη για την ευημερία των πολιτών» (Κ. Καλίτσης, Καθημερινή 10.11.24).
Σε αυτές τις εκχωρήσεις στις αγορές της ευθύνης για την ευημερία των πολιτών, μπορεί να ενταχθεί και το λεγόμενο «άνοιγμα» της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, με τους ιδιότυπους όρους που έγινε και με τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησε.
Υποσχέθηκαν δραστική μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω ανταγωνισμού που θα αναπτύσσονταν μεταξύ των παραγωγών, αλλά οι καταναλωτές είδαν τεράστιες αυξήσεις τιμών και λογαριασμών, που για να πληρωθούν χρειάζονται επιδοτήσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη και αναμενόμενη, αφού στους όρους με τους οποίους έγινε το «άνοιγμα» της αγοράς, περιλήφθηκε ο βασικός όρος της διαμόρφωσης της τιμής του ρεύματος με βάση το λεγόμενο οριακό κόστος. Δηλαδή, με βάση την πιο ακριβή προσφορά, που θα υποβάλλεται στο λεγόμενο Χρηματιστήριο ενέργειας, για κάθε χρονική ζώνη του 24ώρου.
Μετά τον σάλο που ξέσπασε, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την έκρηξη των τιμών για τα εκατομμύρια των καταναλωτών, και την έκρηξη κερδών για τους μεγάλους ηλεκτροπαραγωγούς, εύλογα τέθηκε θέμα κατάργησης της σύνδεσης της τιμής με το οριακό κόστος, που διαμορφώνεται από το υψηλό κόστος του φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με τους Financial Times, οι Κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ρουμανίας, της Ελλάδας και της Τσεχίας έχουν ζητήσει ριζικές μεταβολές, για να υπάρξει μια καλύτερη σύνδεση μεταξύ της τιμής που πληρώνουν οι καταναλωτές και του πραγματικού μέσου κόστους, που διαμορφώνεται στο εθνικό μείγμα παραγωγής της κάθε χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υποσχεθεί να εκτιμήσει, πως αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί. Όμως, η όρεξη για δραστικές μεταβολές, όπως εύστοχα επισημαίνεται στους Financial Times, φαίνεται να είναι μικρή. Οι λόγοι για τη μικρή όρεξη δεν αναφέρονται.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κίνδυνοι από τη σύνδεση της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής με την οριακή – ακριβότερη τιμή, είχαν επισημανθεί και παλαιότερα. Αρκετοί, από θέσεις ευθύνης, είχαν ταχθεί υπέρ της πρόκρισης της σύνδεσης της τιμής με το μέσο κόστος, πλέον ένα εύλογο περιθώριο κέρδους (σύστημα του λεγόμενου Μοναδικού Αγοραστή), που ήταν τότε στο τραπέζι.
Επικράτησε όμως η άποψη περί δυνατότητας επίλυσης παντός προβλήματος από τις αγορές, οι οποίες, κατά την άποψη των υπερασπιστών της ιδέας της τιμολόγησης με βάση την ακριβότερη προσφορά, αντιμετωπίζουν κάθε πρόβλημα, διασφαλίζοντας άριστη κατανομή των πόρων κλπ.
Με αυτή τη βεβαιότητα, αποφασίστηκε η άμβλυνση των κοινωνικών πιέσεων, μέσω επιδοτήσεων, ώστε να είναι δυνατή η εξόφληση των λογαριασμών από τους καταναλωτές.
Όμως, η συνέχιση της συσσώρευσης αφύσικων κερδών στην πλευρά της προσφοράς και η ανάγκη επιδοτήσεων από τους κρατικούς προϋπολογισμούς στην πλευρά της ζήτησης, για να μπορούν οι πολίτες να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους, σε συνδυασμό και με τη «μικρή όρεξη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις αναγκαίες διορθωτικές παρεμβάσεις, δείχνουν αδυναμία κατανόησης των μηνυμάτων που έρχονται από αρκετές πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
* Ο Κ. Β. Γιωτόπουλος είναι τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. ΔΕΗ, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας CEEP (Βρυξέλλες. Ευρωπαϊκό Κέντρο Επιχειρήσεων με Δημόσια Συμμετοχή), τ. Διευθύνων Σύμβουλος ΤΡΑΜ Α.Ε.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.