ΚΑΙΡΟΣ

Ισραήλ: Η οικονομία κλονίζεται, όσο η σύγκρουση διαρκεί 

Προ εβδομάδος ο Herzi Halevi, Αρχηγός του Επιτελείου των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF), έστειλε ένα μήνυμα στους στρατιώτες του: Ο πόλεμος που διεξάγουμε θα είναι ακόμα μακρύς

Προ εβδομάδος ο Herzi Halevi, Αρχηγός του Επιτελείου των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF), έστειλε ένα μήνυμα στους στρατιώτες του: Ο πόλεμος που διεξάγουμε θα είναι ακόμα μακρύς «και θα διεξαχθεί όχι μόνο με βάση τις ικανότητές μας, αλλά και με τη δύναμη της θέλησης και την επιμονή με την πάροδο του χρόνου». Ωστόσο, η διάρκεια και η ένταση του πολέμου είναι μεταβλητές, που σχεδόν σίγουρα θα συμπιέσουν την ικανότητα του Ισραήλ να τον αντιμετωπίσει με βιώσιμο τρόπο.

Αντίθετα: όσο περισσότερο συνεχίζεται η σύγκρουση, τόσο περισσότερο το Ισραήλ θα αναγκαστεί να προσαρμόσει την οικονομική του δομή στην πολεμική οικονομία, θέτοντας όλο και περισσότερο σε κίνδυνο τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης.

Η διαφορά με τη Ρωσία

Η έντονη αντίθεση μεταξύ αυτού που συνέβη στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της εισβολής στην Ουκρανία (το οποίο θα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό αν δεν υπήρχαν οι δυτικές κυρώσεις) και του αντίστοιχου της σύγκρουσης στο Ισραήλ, υπογραμμίζει την απόσταση μεταξύ μιας ενεργειακής υπερδύναμης -με ήδη πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανισότητας- και μιας μικρής προηγμένης οικονομίας η οποία εξαρτάται από την παραγωγή και την εξαγωγή αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας και είναι πολύ ενσωματωμένη στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.

Το 2021-2022, ήταν οι φόβοι μιας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και στη συνέχεια της άμεσης εισβολής, που προκάλεσαν την έκρηξη των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων σε όλο τον κόσμο.

Τα έσοδα της Μόσχας από εξαγωγές υδρογονανθράκων εκτινάχθηκαν, από κατά μέσο όρο 170 δισ. δολάρια ετησίως στην περίοδο 2010-2019, σε 370 δισ. δολάρια το 2022. Υπερδιπλασιάστηκαν. Περιττό να λεχθεί ότι αυτά τα έσοδα ήταν απαραίτητα για το Κρεμλίνο προκειμένου να χρηματοδοτήσει την πολεμική του προσπάθεια. Το μάθημα είναι, ότι σε μια εποχή που τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να κυριαρχούν στον κόσμο, οι αναπόφευκτες ευρωπαϊκές κυρώσεις μείωσαν αλλά δεν εμπόδισαν την «ευεργετική» επίδραση της σύγκρουσης στον ρωσικό προϋπολογισμό.

Το Ισραήλ, ωστόσο, δεν είναι Ρωσία και η ευθραυστότητά του μπροστά σε πιθανή εμπλοκή σε μια ευρεία πολεμική σύγκρουση μοιάζει με εκείνη πολλών άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Η ισραηλινή παραγωγή φυσικού αερίου αυξάνεται βέβαια χρόνο με τον χρόνο. Η χώρα παράγει περίπου 22 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως και καλύπτει περίπου το 3,9% των παγκόσμιων προμηθειών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Παρά ταύτα, το Ισραήλ παραμένει γενικά μια χώρα φτωχή σε πόρους, γεγονός το οποίο αντισταθμίζεται μέσω ενός εργατικού δυναμικού υψηλής ειδίκευσης, μιας εξαιρετικά διαφοροποιημένης οικονομίας και της παρουσίας του σε πολύπλοκες και στρωματοποιημένες παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.

Όμως, κατά τη διάρκεια της ιρανικής επίθεσης, η παραγωγή του κύριου κοιτάσματος φυσικού αερίου του Ισραήλ, του Λεβιάθαν, διακόπηκε για ένα μικρό διάστημα και το ιρανικό καθεστώς δήλωσε την πρόθεση να χτυπήσει ισραηλινά πεδία άντλησης, εάν το εβραϊκό κράτος επρόκειτο να επιτεθεί στο Ιράν. Για τους λόγους αυτούς το Ισραήλ μπορεί να πληγεί πολύ πιο σκληρά από μια «παραδοσιακή» στρατιωτική σύγκρουση, από ότι η Μόσχα.

Οικονομική συρρίκνωση

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η ισραηλινή οικονομία τον περασμένο Απρίλιο, είχε σμικρυνθεί κατά 3% περισσότερο, από ό,τι αν δεν υφίστατο η σύγκρουση Χαμάς-Ισραήλ, και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται. Η επίπτωση αυτού του συνδυασμού είναι, ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει ενδεχομένως μειωθεί.

Βέβαια, η οικονομία πηγαίνει λιγότερο χειρότερα από ό,τι διαφαινόταν την παραμονή των εκλογών, όταν ορισμένοι εκτιμούσαν, ότι θα ήταν πιθανό να απωλεσθεί το 10% του ΑΕΠ, μέσα σε λίγους μήνες. Η κατάσταση όμως δεν είναι καλή, καθώς οι δημόσιες δαπάνες έχουν αυξηθεί, προκαλώντας την εκτόξευση του εθνικού ελλείμματος από 2% του ΑΕΠ, που αναμενόταν πριν από τον πόλεμο, σε 8% σήμερα, αντίστοιχα οδηγώντας το δημόσιο χρέος από 57% του ΑΕΠ, όπως εκτιμάτο προ του πολέμου, στο 67% σήμερα.

Αυτές είναι ανησυχητικές ενδείξεις, τόσο, που σε δώδεκα μήνες ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's αναθεώρησε προς τα κάτω την αξιολόγησή του για το ισραηλινό πιστωτικό αξιόχρεο κατά δύο κατηγορίες (από AA- σε A), ενώ η Moody's ήταν ακόμη πιο αυστηρή (μείον τρεις κατηγορίες, από A1 σε Baa1, δηλ. μόνο δύο βήματα πριν από το πλήρως αναξιόπιστο).

Τον Μάιο, η Τράπεζα του Ισραήλ εκτίμησε, ότι το κόστος που συνδέεται με τον πόλεμο, φέτος θα φτάσει τα 66 δισεκατομμύρια δολάρια, το οποίο ισοδυναμεί με το 12% του ΑΕΠ της χώρας. Ο δείκτης αυτός είναι ήδη πολύ υψηλός και μάλλον θα αυξηθεί περαιτέρω, καθώς η σύγκρουση εξαπλώνεται βόρεια προς τον Λίβανο και ενδεχομένως τη Συρία.

Δυσμενές το πιθανότερο σενάριο

Τον περασμένο Αύγουστο, το ισραηλινό Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας (INSS) εκτίμησε, ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις του πολέμου στην ισραηλινή οικονομία με βάση τρία ενδεχόμενα:

- Τη συνέχιση της σύγκρουσης στα επίπεδα των προηγούμενων μηνών,  

- Την κατάπαυση του πυρός ή

- Την κλιμάκωση της σύγκρουσης με τον Λίβανο, όπως τελικά συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Για το τελευταίο σενάριο, το INSS πιστεύει, ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα συνεχίσει να συρρικνώνεται και το επόμενο έτος, ότι το βάρος του δημόσιου χρέους θα υπερβεί το 85% του ΑΕΠ και ότι οι ξένες επενδύσεις θα συρρικνωθούν περαιτέρω. Θα μπορούσαμε, σε αδρές γραμμές, να διακρίνουμε τρεις παράγοντες οι οποίοι επιβαρύνουν την ισραηλινή οικονομία, κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες, και προδιαγράφουν ένα ισχνό αναπτυξιακό μέλλον, αν οι τάσεις δεν αντιστραφούν.

Πρώτον, η συνεχής αφαίρεση της εργατικής δύναμης για να χρησιμοποιηθεί στην πολεμική προσπάθεια. Παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος συμβάλλει στην οικονομική δραστηριότητα, δεδομένης της μετατροπής ειδίκευσης μέρους της βιομηχανίας για την κάλυψη των πολεμικών αναγκών, μια προηγμένη χώρα με σημαντικό μερίδιο του πληθυσμού της, το οποίο απασχολείται σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και κάτω από τις ανάγκες του πολέμου στρατεύεται, μπορεί μόνο να δει το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται.

Δεύτερον, η αλλαγή στην αντίληψη για το Ισραήλ στο εξωτερικό, το οποίο από την εικόνα μιας προηγμένης και ανοιχτής οικονομίας ολισθαίνει όλο και περισσότερο προς εκείνη ενός κράτους σε διαρκή πόλεμο, παρουσιάζοντας έτσι προφανείς πρόσθετους κινδύνους, τόσο για εκείνους τους επενδυτές οι οποίοι εξετάζουν, αν θα επενδύσουν στη χώρα, όσο και για δυνητικούς εισερχόμενους μετανάστες, οι οποίοι θα μετακόμιζαν εκεί για εργασία. 

Τρίτον, ο κίνδυνος μείωσης του παραγωγικού ανθρώπινου δυναμικού. Στην πραγματικότητα, αυξάνεται η πιθανότητα να μεταναστεύσει αυξημένο μέρος του ενεργού πληθυσμού, ιδίως όσοι παρουσιάζουν υψηλή κινητικότητα και έχουν υψηλές πιθανότητες να βρουν εργασία στο εξωτερικό, επειδή απασχολούνται επί του παρόντος στο Ισραήλ, σε τομείς υψηλής τεχνολογίας. Το Ισραήλ κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς επαρκείς επενδύσεις και με μειωμένο παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό δηλ. να αντιμετωπίσει έντονη συρρίκνωση της οικονομίας του, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται. 

Ένα χρόνο μετά τα τραγικά γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, ο πόλεμος στη Γάζα και το ταυτόχρονο άνοιγμα πολλών στρατιωτικών μετώπων πυροδότησαν ένα καταστροφικό σπιράλ στη Μέση Ανατολή, χωρίς ορατό τέλος. Ενώ το ανθρωπιστικό κόστος είναι ανυπολόγιστο, οι χώρες της περιοχής πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης.

Ωστόσο, το Ισραήλ, παρά το ιδιαίτερα βαρύ κόστος του μέχρι τώρα πολέμου, δεν σκοπεύει να σταματήσει και ήδη προετοιμάζει την επόμενη πρόκληση κατά του Ιράν.

Οι εικασίες για το Τελ Αβίβ και τις κινήσεις της Τεχεράνης αφθονούν, αλλά κανείς δεν έχει επί του παρόντος την κρυστάλλινη σφαίρα της πρόβλεψης.

* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής