Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από πράσινους ισχυρισμούς των καταναλωτικών προϊόντων: μπλουζάκια και μαγιώ που είναι φιλικά προς τους ωκεανούς, μπανάνες με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, απορρυπαντικά «φιλικά προς το περιβάλλον» , πράσινα καλυντικά και τον τελευταίο καιρό στον χρηματοοικονομικό κλάδο από «Πράσινα Ομόλογα». Δυστυχώς, πολύ συχνά οι ισχυρισμοί αυτοί διατυπώνονται χωρίς καμία απολύτως απόδειξη και αιτιολόγηση ενώ κάποιες φορές είναι παραπλανητικοί. Και αυτό το «πράσινο ξέπλυμα» είναι επιζήμιο τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές. Για τις επιχειρήσεις γιατί δημιουργούνται στεβλώσεις στον ανταγωνισμό και στους καταναλωτές γιατί του υπόσχονται δεδομένα ή χαρακτηριστικά προιόντων που δεν ισχύουν στην πράξη.
Στις 22 Μαρτίου 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε πρόταση για μία νέα οδηγία που θα αφορά την πράσινη παραπλάνηση (Directive on Green Claims). Tην πρόταση συνέταξε η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG ENV), η καθ’ ύλην αρμόδια για την περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο να αντιμετωπίσει τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς βιωσιμότητας και το «πράσινο ξέπλυμα» των καταναλωτικών προϊόντων, μέσω της θέσπισης νέων κανόνων και κοινών κριτηρίων που θα αφορούν όλους τους οικολογικούς ισχυρισμούς και τις «πράσινες» ετικέτες.
Η πρόταση αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας έρευνας που έκαναν οι εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριμένα, αφού μελέτησαν ένα δείγμα 150 πράσινων ισχυρισμών που εμπεριέχονται είτε στις συσκευασίες, είτε/και στις διαφημίσεις προϊόντων που πωλούνταν στην ΕΕ το 2020, διαπίστωσαν ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς έκαναν «ασαφείς, παραπλανητικούς ή αβάσιμους» ισχυρισμούς. Διαπίστωσαν επίσης ότι οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με τουλάχιστον 230 διαφορετικά είδη ετικετών που προσπαθούν να παρουσιάσουν τα πράσινα διαπιστευτήρια ενός προϊόντος, γεγονός που οδηγεί τους καταναλωτές σε σύγχυση και δυσπιστία.
ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Αρχικά η πράσινη παραπλάνηση έχει αρνητικές επιπτώσεις σε θέμα καινοτομίας και υγιούς ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, θέτει σε μειονεκτική θέση τις εταιρείες εκείνες που παράγουν πραγματικά βιώσιμα προϊόντα, διότι δεν μπορούν να αγωνιστούν με ίσους όρους τους ανταγωνιστές τους. Επίσης, πολλές φορές διστάζουν να επικοινωνήσουν ευρέως τις πράσινες πρακτικές που ακολουθούν, από φόβο μην κατηγορηθούν για παραπλάνηση (φαινόμενο γνωστό και ως green hushing). Αλλά και οι εταιρίες που εφαρμόζουν τακτικές «πράσινης παραπλάνησης» διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο, διότι:
1. Θέτουν υπό αμφισβήτηση τη φήμη τους.
2. Χάνουν την εμπιστοσύνη των πελατών-καταναλωτών (η οποία δύσκολα ανακτάται).
3. Ενδέχεται να μηνυθούν για τις ψευδείς δηλώσεις και να κληθούν να πληρώσουν αποζημιώσεις.
4. Ενδέχεται να χάσουν πολύτιμους συνεργάτες αλλά και συμβόλαια, που συνεπάγονται υπέρογκες οικονομικές απώλειες.
ΣΥΓΧΙΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ
Πολλοί πολίτες σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα, θέλουν να συμβάλουν σε έναν πιο βιώσιμο κόσμο μέσω των αγορών τους. Εκμεταλλευόμενες την αυξανόμενη ανησυχία των αγοραστών για το περιβάλλον, πολλές εταιρίες διαφημίζουν ότι τα προϊόντα τους είναι κατασκευασμένα από ανακυκλωμένα υλικά ή ότι είναι ενεργειακά αποδοτικά. Για παράδειγμα πολύ γνωστή εταιρεία καλλυντικών στην Ελλάδα περιγράφει προιόντα της ως NATURAL όταν 24 από τα 35 συστατικά της είναι χημικά. Επίσης, γνωστή αεροπορική εταιρεία στην Ευρώπη πριν από ένα χρόνο πλήρωσε αρκετά εκατομμύρια σε πρόστιμα, δηλώνοντας ότι είναι εταιρεία εξαιρετικά χαμηλών ρύπων.
Δυστυχώς όμως, οι πληροφορίες που λαμβάνουν οι καταναλωτές για τα «πράσινα» προϊόντα είναι σε έναν ελάχιστο βαθμό αξιόπιστες και επαληθεύσιμες. Αυτό δημιουργεί μία τεράστια σύγχυση και εγείρει συναισθήματα γενικότερης καχυποψίας απέναντι στις πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης. Σε αυτό συμβάλλουν πολύ και οι ετικέτες των προϊόντων, που στο πλείστο των περιπτώσεων μπορούν να χαρακτηριστούν από δυσνόητες έως ακατανόητες. Είναι λοιπόν πολύ εύκολο για τους καταναλωτές να χαθούν αλλά και να απογοητευτούν, μέσα σε αυτόν τον κυκαιώνα των αμφίβολων πράσινων ετικετών, των παραμυθένιων αποτυπωμάτων άνθρακα και της ψευδούς οικολογικής διαφήμισης.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πράσινη παραπλάνηση (greenwashing) ως πρακτική, πέρα από το ότι είναι επικίνδυνη, μπορεί να επιφέρει μόνο περιορισμένα οφέλη σε μια επιχείρηση, ενώ αντιθέτως αποτελεί σημαντική απειλή τόσο για την ακεραιότητά της (φήμη), όσο και για το πραγματικό της ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Καιρός είναι το κράτος και οι εποπτικές αρχές να εκμεταλλευτούν το νέο νομοθετικό πλαίσιο για να θεσπίσουν κανόνες !
* Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος Κέντρου Αειφορίας (CSE), επισκέπτης καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Aθηνών (IMBA).
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.