ΚΑΙΡΟΣ

Η αδύναμη ευρωπαϊκή βιομηχανία και οι δασμοί του Τραμπ 

Η κυβερνητική κρίση στο Βερολίνο φέρνει στο προσκήνιο τη δύσκολη περίοδο την οποία διέρχεται η γερμανική βιομηχανία. Όμως, η βιομηχανική κρίση πλήττει και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες

Διαπιστώσεις

* Η κυβερνητική κρίση στο Βερολίνο φέρνει στο προσκήνιο τη δύσκολη περίοδο την οποία διέρχεται η γερμανική βιομηχανία. Όμως, η βιομηχανική κρίση πλήττει και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

* Από το 2019 έως σήμερα, η Γερμανία έχει χάσει περισσότερο από το 9% της βιομηχανικής παραγωγής της.

Άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γαλλία (-5%) και η Ιταλία (-3,5%), επίσης δεν τα πάνε καλά. Από την άλλη πλευρά, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (π.χ. στην Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία), στην Ελλάδα και σε ορισμένες κεντροβόρειες χώρες (συμπεριλαμβανομένου του Βελγίου και της Δανίας) παρατηρείται ακόμη και αύξηση της παραγωγής. 

* Ο κύριος λόγος για την ερμηνεία της επιτάχυνσης της κρίσης είναι το κόστος της ενέργειας.

Χαρακτηριστικά, αν και η κορύφωση των τιμών που επιτεύχθηκε το 2022 είναι πλέον μακριά, η σημερινή «νέα κανονικότητα» συνίσταται στο ότι, οι βιομηχανικές τιμές του φυσικού αερίου είναι πλέον τέσσερις φορές υψηλότερες στην ΕΕ από αυτές στις ΗΠΑ (Statista Research Sept.2024). Με προφανείς επιπτώσεις στην αντίστοιχη ανταγωνιστικότητα. 

* Σημαντική είναι και η απουσία ουσιαστικών δημοσιονομικών κινήτρων υπέρ της βιομηχανίας. Μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, η Ιταλία και η Γαλλία δεν θα μπορούσαν να φέρουν το αντίστοιχο οικονομικό βάρος, λόγω των πολύ υψηλών επιπέδων δημόσιου χρέους τους. Αλλά ακόμη και στη Γερμανία, όπου το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό και τείνει να μειώνεται, η ιδεολογική επιφυλακτικότητα οδηγεί τα δημοσιονομικά κίνητρα να παραμένουν σοβαρά περιορισμένα. 

* Αποτέλεσμα; Μια κρίση, η οποία για την ΕΕ απέχει πολύ από το να τελειώσει.

Προβλέπεται η επιδείνωση της κατάστασης για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, μεταξύ άλλων ( χαμηλή καινοτομία, συντηρητισμός), και, χάρη στην ύπαρξη μικρών σχετικά μονάδων παραγωγής – περιορισμός μεγέθους επενδύσεων λόγω χαμηλών χρηματοδοτικών διαθεσίμων- οι οποίες δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά λόγω των χαμηλών συνεργειών κλίμακος.

Είναι ένα από τα βασικά σημεία αδυναμίας, τα οποία αναδεικνύει η έκθεση Draghi και ζητά αποτελεσματικές επενδυτικές συγκεντρώσεις και κοινή χρηματοδότηση για αύξηση της ανταγωνιστικότητας, μεταξύ των τόσων άλλων τα οποία επισημαίνει.  

* Σημαντικός όμως είναι και ο ρόλος του Πεκίνου, το οποίο συμμετέχοντας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, αφαιρεί μερίδιο αγοράς από τους Ευρωπαίους παραγωγούς.

Η αλληλεξάρτηση μεταξύ της κινεζικής και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας επιβάλλει επιφυλάξεις κατά τη συζήτηση τρόπων αναχαίτισης του αθέμιτου ανταγωνισμού από την Κίνα και συμπαράταξη των Ευρωπαίων, ειδικά αν η επιβολή υψηλών φόρων εισαγωγής στις ΗΠΑ στρέψει επιπλέον κινεζικές εξαγωγές προς την Ευρώπη.

Χαρακτηριστικά, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενέκριναν δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα τον Οκτώβριο, η Ευρώπη διαιρέθηκε: η Γαλλία και η Ιταλία ψήφισαν υπέρ, ενώ η Γερμανία και η Ουγγαρία ψήφισαν κατά.

Ανταγωνιστικότερες οι μικρές χώρες

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, έγινε πολύς λόγος για την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής.

Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της εξακολουθεί να παράγει περισσότερα από ό,τι το 2019, πριν την  πανδημία, (+1,8% το 12μηνο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2023 και Αυγούστου 2024).

Αλλά είναι αξιοσημείωτη μια διαφοροποίηση της ανάπτυξης, από  τις μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες προς τις μικρότερες.

Οι χώρες που υποφέρουν περισσότερο περιλαμβάνουν τη Γερμανία (πάνω από 9% μείωση σε σύγκριση με το 2019), τη Γαλλία (-5%) και την Ιταλία (-3,5%), όπου διαφαίνεται ένας επενδυτικός κορεσμός, ως αποτέλεσμα των ανταγωνιστικών κινεζικών εισαγωγών, πέρα από το ενεργειακό σοκ του 2022 και την αβεβαιότητα μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ουσιαστικών δημοσιονομικών κινήτρων. 

Υπάρχουν όμως χώρες της ηπείρου, όπου η βιομηχανική παραγωγή επιβραδύνθηκε μόλις πρόσφατα και σε επίπεδα, τα οποία εξακολουθούν να είναι υψηλότερα από ό,τι πριν από πέντε χρόνια.

Μεταξύ αυτών, χώρες όπως η Πολωνία (+23%), η Ελλάδα (+21%), το Βέλγιο (+13%) και οι Κάτω Χώρες (+9%) αξίζουν ιδιαίτερης μνείας, ως δυνητικοί προορισμοί επενδύσεων, ίσως όμως δεν έχουν την απαιτούμενη κρίσιμη μάζα για να οδηγήσουν την ήπειρο σε δυναμική ανάκαμψη.

Κόστος ενέργειας

Ένας παράγοντας ο οποίος συνέβαλε ουσιαστικά στην επιτάχυνση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής κρίσης, ήταν η ενεργειακή κρίση η οποία ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η εισβολή, στην πραγματικότητα σηματοδότησε το τέλος μιας οικονομικής εταιρικής σχέσης, που είχε επιτρέψει σε μια ήπειρο φτωχή σε ενεργειακούς πόρους, να τους προμηθεύεται σε ανταγωνιστικές τιμές, λησμονώντας μερικές φορές την απόσταση, ιδεολογική και άλλη, μεταξύ Βρυξελλών, Βερολίνου και Μόσχας.

Ως αποτέλεσμα της εισβολής, η Ρωσία μείωσε τις προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά περίπου δύο τρίτα και η ΕΕ αναγκάστηκε να στραφεί προς νέους προμηθευτές, σε ένα πιεστικά σύντομο διάστημα, χωρίς ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα εξαιρετικά υψηλές τιμές εισαγωγών.

Αυτό ευνόησε κατά το κόστος παραγωγής τους Αμερικανούς βιομηχανικούς ανταγωνιστές, οι οποίοι δεν επηρεάστηκαν εξίσου από το σοκ.

Χαρακτηριστικά, πριν από την κρίση, η τιμή του φυσικού αερίου στην ΕΕ ήταν περίπου διπλάσια από αυτή που καταγράφηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ σήμερα έχει σταθεροποιηθεί σε τετραπλάσια επίπεδα – επιβεβαιώνοντας τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής και τη μείωση της ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη.

Κίνα, ΗΠΑ

Μια δεύτερη κατηγορία λόγων δεν προέρχεται πλέον από μια εσωτερική αδυναμία της ευρωπαϊκής ηπείρου -γενικά φτωχής σε πόρους-, αλλά από τις οικονομικές πιέσεις οι οποίες προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες, και ειδικότερα από την Κίνα, στην οποία υπάρχει το ισχυρό ενδεχόμενο να προστεθούν και οι ΗΠΑ.

Αρχικά η Κίνα κυριάρχησε στους πρώτους κρίκους χαμηλής προστιθέμενης αξίας παγκόσμιων αλυσίδων, όπως η κλωστοϋφαντουργία. Τότε, η ανάπτυξη της κινεζικής αγοράς επέτρεψε στους μεγάλους ευρωπαίους κατασκευαστές αυτοκινήτων να διεισδύσουν, με τις εξαγωγές αυτοκινήτων στην Κίνα να αυξάνονται σε περίπου 25 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, ωστόσο, σημειώνεται μια ραγδαία αλλαγή.

Η Κίνα έχει αρχίσει να συμμετέχει σε αλυσίδες αξίας, με κινεζικές ή ξένες εταιρείες που παράγουν όλο και περισσότερα αγαθά, τα οποία μπορούν να ανταγωνιστούν τα ευρωπαϊκά σε ποιότητα, ακόμη και σε σαφώς περισσότερο προηγμένους τομείς, όπως τα αυτοκίνητα, o χάλυβας, τα χημικά προϊόντα κ.α.

Π.χ. οι εισαγωγές αυτοκινήτων από την Κίνα έχουν εκτοξευθεί σε αξία, από λιγότερο από 1 δισεκατομμύριο ευρώ το 2019 σε πάνω από 15 δισεκατομμύρια το 2023, με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή παραγωγή να συρρικνώνεται. 

Οι επιπτώσεις είναι ορατές στη Γερμανία, όπου  σε συνδυασμό με τη μείωση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, πρόσφατα αναγγέλθηκε το κλείσιμο τριών εργοστασίων της VW.

Καθώς τα αυτοκίνητα είναι από τους κύριους στόχους αύξησης των δασμών από τον Τραμπ, το πρόβλημα της γερμανικής και της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας γενικότερα θα τείνει να ενταθεί. Τούτο, αν ληφθεί υπόψη, ότι 13% των γερμανικών και 6% των γαλλικών και των ιταλικών εξαγωγών κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ.

Πάντως, η Ευρώπη φαίνεται να ξεπερνά το δίλημμα της επιλογής των δασμών, ως αμυντικού μέσου προάσπισης της βιομηχανίας της.

Π.χ. όσον αφορά τα ηλεκτρικά οχήματα, το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκρινε τον Οκτώβριο την έναρξη ισχύος πρόσθετων δασμών μεταξύ 17% και 37% -επιπλέον του ενεργού 10%-, για τα εισαγόμενα από την Κίνα.

Ωστόσο, το ίδιο το Συμβούλιο της ΕΕ αποκάλυψε, ότι η Ευρώπη έχει διχαστεί για το θέμα. 10 χώρες ψήφισαν υπέρ των δασμών (συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας), 12 απείχαν (συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Αυστρίας και της Ελλάδας), ενώ 5 ψήφισαν κατά (όπως η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία).

Αβεβαιότητα όμως κυριαρχεί και στον κλάδο της χαλυβουργίας

Οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες ζητούν υψηλότερους δασμούς επί των κινεζικών εισαγωγών, καθώς  οι κινεζικές τελικές τιμές εξακολουθούν να είναι σε πολλές περιπτώσεις ανταγωνιστικές σε σχέση με τις εγχώριες.

Ο κλάδος προβλέπεται να αντιμετωπίσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση, αν ο Τράμπ αυξήσει τους δασμούς για εισαγωγές ευρωπαϊκού χάλυβα, πέραν του 25% το οποίο ίσχυσε κατά την προηγούμενη θητεία του. Παρεμφερής είναι η εικόνα και για τα χημικά προϊόντα.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανοφανές να εφαρμοστεί μια τακτική επιβολής δασμών δίκην αντιμέτρων και από την ΕΕ. 

Περιορισμένη δυνατότητα κινήτρων

Ένα τρίτο πρόβλημα για την Ευρώπη είναι η δημοσιονομική στήριξη των τομέων οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως αυτές της Ευρώπης, δεν έχουν τον δημοσιονομικό χώρο για την παροχή σημαντικών δημοσιονομικών κινήτρων, ακόμη περισσότερο αφού η πανδημία υποχρέωσε  πολλές κυβερνήσεις σε μεγάλες εκτός προϋπολογισμού δαπάνες, προκαλώντας περαιτέρω έκρηξη στα επίπεδα χρέους.

Αντίθετα, η Κίνα ανάγγειλε χρηματοδοτικά μέτρα ύψους $1,4 τρισ. για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της προς χαμηλότερες τιμές, φοβούμενη το ενδεχόμενο της επιβολής υψηλών φόρων εισαγωγής (60%) επί των εξαγωγών της προς τις ΗΠΑ. Το ποσό αυτό δεν είναι μεγάλο για τα κινεζικά μεγέθη, είναι όμως ενδεικτικό των προθέσεων της κινεζικής κυβέρνησης. 

Και ενώ είναι αλήθεια, ότι το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης (89% του ΑΕΠ) εξακολουθεί να είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών (122%), σε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες είναι ιδιαίτερα υψηλό. Π.χ. στην Ιταλία φθάνει περίπου το 140%, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει ότι το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ της Γαλλίας θα αυξηθεί από 97% το 2019 σε 124% μέχρι το 2029.

Η μόνη χώρα, η οποία έχει περιθώριο να πραγματοποιήσει επεκτατικούς δημοσιονομικούς ελιγμούς -δημόσιο χρέος 62,6% επί του ΑΕΠ- είναι επίσης εκείνη, η οποία βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή κατάσταση από βιομηχανική άποψη σήμερα: η Γερμανία.

Το μάντρα της δημοσιονομικής σταθερότητας, το οποίο χαρακτηρίζει την οικονομική πολιτική του Βερολίνου κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κινδυνεύει να γίνει υπέρβαρό έρμα για την οικονομία της, εάν εφαρμοστεί με ιδεολογική πίστη.

Είναι ακριβώς η επιθυμία να μην δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ περισσότερο, η οποία ώθησε τον ηγέτη του φιλελεύθερου FDP, ενός από τα κόμματα του σημερινού γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού, Lindner, και υπουργό οικονομικών, να αντιταχθεί στα σχέδια του καγκελάριου Scholtz για μείζονες κρατικές επενδύσεις.

Μετά την αποπομπή του υπουργού και την κυβερνητική κρίση η οποία ακολούθησε, προβλέπονται εκλογές τον προσεχή Φεβρουάριο. 

Κατά την τρέχουσα περίοδο, σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις, οι σοσιαλδημοκράτες του Scholtz φαίνεται να αντιπροσωπεύουν 16% των εκλογέων, έναντι 30% των Χριστιανοδημοκρατών και 19% του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), το οποίο παρουσίασε μεγάλη άνοδο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου σε κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας. Εάν τα συμβαίνοντα στη Γερμανία είναι ενδεικτικά για τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν με το νέο πολιτικό τοπίο, όπως ενδεχομένως θα το συνδιαμορφώσουν υλοποιούμενες οι προτάσεις Τραμπ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την επιλογή, του αν θα απαντούσε και εκείνη με δασμούς επί των εισαγωγών από τις ΗΠΑ, συμμετέχοντας στον "πόλεμο δασμών" με τον οποίο ο πρόεδρος Τραμπ απειλεί τους εξαγωγείς στην Αμερική. Η περιπτωσιολογία ανά προϊόν και εξαγωγέα ( πχ ΗΠΑ, Κίνα) βέβαια διαφέρει.

Όμως, ο κίνδυνος η Ένωση να απομονωθεί, ωθούμενη προς κάποιας μορφής οικονομικό προστατευτισμό από την «απειλή» την οποία προδιαγράφουν, όσοι παράγουν σε μη ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια αύξηση του πληθωρισμού και ο δυνητικός περιορισμός του κοινωνικού κράτους, στον οποίο θα οδηγούσε η ανάγκη εξοικονόμησης πόρων. Μια τέτοια έκβαση θα επηρέαζε αρνητικά τόσο την κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών χωρών, όσο και τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, προς ένα ενδεχομένως αυταρχικότερο πρότυπο διακυβέρνησης. 

* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής