Μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ακολουθούμενη από την πρώτη τηλεφωνική συνομιλία του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στις 18 Μαρτίου, η συμφωνία για την επίτευξη εκεχειρίας στην Ουκρανία φαινόταν εφικτή.
Αντ 'αυτού, εβδομάδες αργότερα, Ουκρανοί και Ρώσοι συνεχίζουν να ανταλλάσσουν κατηγορίες για παραβιάσεις και ο Αμερικανός πρόεδρος δεν κρύβει την απογοήτευσή του για την παρελκυστική στάση του Κρεμλίνου, μιλώντας ακόμη και για μια «ψυχολογική προθεσμία», εντός της οποίας η Μόσχα θα πρέπει να αποδεχθεί μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.
Μια πραγματική εκεχειρία θα ήταν καλά νέα για τον άμαχο πληθυσμό των δύο χωρών, ειδικά για τον Ουκρανικό, εξαντλημένο για περισσότερα από τρία χρόνια αδιάκοπων μαχών. Ωστόσο, ο καθορισμός μιας κατάπαυσης του πυρός, είτε συνολικής είτε περιορισμένης, δεν συμπίπτει με μια πραγματική συνθήκη ειρήνης.
Αυτός ο τελευταίος στόχος, μακροπρόθεσμα, απαιτεί την επίλυση πολλών κομβικών περιπλοκών, μέχρι να επιτευχθεί μια νέα και ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική ασφάλειας μεταξύ των δύο ομολόγων.
Εγγύηση ασφάλειας
Εάν επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός -προσωρινή ή μόνιμη- μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, το πρόβλημα θα παραμείνει, για το πώς θα υπάρξει εγγύηση για την ασφάλεια του Κιέβου, ώστε το Κρεμλίνο να μην επιτεθεί ξανά μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
Ορισμένοι εμπειρογνώμονες έχουν περιγράψει τρεις πιθανές εναλλακτικές προτάσεις.
Μια πρώτη μορφή αποτροπής θα συνίστατο στην επέκταση της δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία, εξοπλίζοντας τη χώρα σε υψηλό βαθμό, ώστε να αποθαρρύνονται μελλοντικές ρωσικές φιλοδοξίες κατάκτησής της (μια ιδέα που διατυπώνεται επίσης στη Λευκή βίβλο της ΕΕ για την αμυντική ετοιμότητα 2030.).
Κατά μια άλλη άποψη, το Κίεβο θα μπορούσε να συνάψει διμερείς συμφωνίες στρατιωτικής / αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με διάφορες χώρες εταίρους, όπως πχ οι ΗΠΑ με την Ιαπωνία και την Ν. Κορέα.
Τέλος, η ανάπτυξη μιας ειρηνευτικής δύναμης αποτελούμενης από προσωπικό ενός «Συνασπισμού των Προθύμων», μια επιλογή υπό την ηγεσία της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία συζητείται με ιδιαίτερη προσοχή, αρχής γενομένης από τη σύνοδο κορυφής του Παρισιού στις 27 Μαρτίου.
Ωστόσο, αρκετά κρίσιμα ζητήματα υπονομεύουν αυτό και τα άλλα σενάρια, και ειδικά η κωλυσιεργία την οποία ακολουθεί η Μόσχα, ως προς την αποστολή δυτικών ειρηνευτικών δυνάμεων –ο Λαβρόφ έχει απορρίψει την παρουσία τους επί ουκρανικού εδάφους– υποστηρίζοντας παράλληλα, ότι για να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις θα πρέπει πρώτα να υπάρξει πλήρης παύση των στρατιωτικών προμηθειών και πληροφοριών προς το Κίεβο.
Εν ολίγοις, με τη Μόσχα προσκολλημένη στις μαξιμαλιστικές θέσεις της και τον Τραμπ αποφασισμένο να αναθέσει το μέλλον του Κιέβου στην Ευρώπη, το ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας παραμένει μια από τις πλέον σύνθετες περιπλοκές, γεγονός το οποίο παρατείνει το χρονοδιάγραμμα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.
Εδαφικές ρυθμίσεις
Οι εγγυήσεις ασφαλείας και η ειρηνευτική διαδικασία θα επηρεαστούν αναπόφευκτα και από τον εδαφικό φάκελο.
Λόγω της ισορροπίας δυνάμεων στο έδαφος, η ουκρανική ηγεσία έχει ενδεχομένως εγκαταλείψει τον στόχο της στρατιωτικής ανακατάληψης όλων των κατεχόμενων εδαφών - συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, που προσαρτήθηκε τον Μάρτιο του 2014.
Από τις αρχές του 2025, η ρωσική πρόοδος στην Ουκρανία ήταν οριακή, με τη Μόσχα να συνεχίζει να ελέγχει περίπου το 18% της χώρας.
Το μεγαλύτερο νέο στοιχείο αφορά την περιφέρεια Κουρσκ, όπου μια σειρά ρωσικών επιθέσεων θα ωθούσε τα περισσότερα από τα ουκρανικά στρατεύματα, που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή, να αποσυρθούν, επιφέροντας ουσιαστικά το τέλος της επιχείρησης, η οποία εγκαινιάστηκε τον περασμένο Αύγουστο.
Αν και η Ρωσία είχε αποκλείσει τη συμπερίληψη του Κουρσκ σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις, η πλήρης εκδίωξη των ουκρανικών δυνάμεων θα ενίσχυε τη θέση του Πούτιν, ο οποίος είναι προφανώς απρόθυμος να συμβιβαστεί.
Η πιο περίπλοκη πτυχή, ωστόσο, αφορά τα ουκρανικά εδάφη τα οποία προσαρτήθηκαν με δημοψήφισμα τον Σεπτέμβριο του 2022 - τις περιοχές του Ντόνετσκ, του Λουχάνσκ, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας.
Αν και εξακολουθούν να διεξάγονται μάχες εκεί, η ρωσική ηγεσία διεκδικεί τις αντίστοιχες μείζονες διοικητικές περιφέρειες, αν και κατέχει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις δύο πρώτες και δεν ελέγχει τις πρωτεύουσες των δύο τελευταίων.
Ωστόσο, πρόσφατες φήμες από μέσα ενημέρωσης προσκείμενα στο Κρεμλίνο αποκαλύπτουν, ότι ο Πούτιν θα ήταν πρόθυμος να παραμερίσει περαιτέρω επεκτατικούς στόχους, εάν αυτές οι τέσσερις περιοχές - μαζί με την Κριμαία - αναγνωρίζονταν ως ρωσικές.
Η εδαφική μεταβλητή υποδηλώνει και αυτή μια ιδιαίτερα βασανιστική πορεία προς τη διαρκή ειρήνη.
Η ευρωπαϊκή υποστήριξη
Ακόμη και αν ο πόλεμος τελειώσει, η υποστήριξη προς την Ουκρανία θα παραμείνει καθοριστικό ζήτημα για την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική τα επόμενα χρόνια.
Δεδομένης της αβεβαιότητας η οποία περιβάλλει τις προθέσεις του Τραμπ, η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην υποστήριξη του Κιέβου. Εάν η «Αμυντική Ετοιμότητα 2030» στοχεύει να καταστήσει την ΕΕ λιγότερο εξαρτημένη από την Ουάσιγκτον, όσον αφορά την ασφάλεια και την άμυνα μακροπρόθεσμα, μένει να διερευνηθεί αν η Γηραιά Ήπειρος θα είναι σε θέση να υποστηρίξει την Ουκρανία στο άμεσο μέλλον.
Σε καθαρά οικονομικούς όρους, από το 2022 η Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Νορβηγίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελβετίας και της Ισλανδίας) συνεισφέρει 44 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στην ουκρανική υπόθεση, ποσό το οποίο ισοδυναμεί με μόλις το 0,1% του ΑΕΠ της ηπείρου.
Για να ξεπεραστεί η αποδέσμευση των ΗΠΑ, η Ευρώπη θα πρέπει σχεδόν να διπλασιάσει το ετήσιο μερίδιό της σε περίπου 82 δισ. ευρώ ή 0,2% του ΑΕΠ – ένα φιλόδοξο αλλά εφικτό έργο. Από στρατιωτική άποψη, η πρόκληση γίνεται πιο περίπλοκη, κυρίως για δύο λόγους.
Πρώτον, διότι, παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η ΕΕ έχει βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για σχεδόν όλα τα μεγάλα βαρέα όπλα των ΗΠΑ, τα οποία δωρίζονται στην Ουκρανία, για ορισμένα μέσα η εξάρτηση από τις ΗΠΑ παραμένει ιδιαίτερα σημαντική. Αυτό ισχύει όχι μόνο για συγκεκριμένα οπλικά συστήματα (π.χ. πύραυλοι ATCMS), αλλά και για την παροχή ηλεκτρονικών πληροφοριών απαραίτητων για την οργάνωση των επιχειρήσεων.
Δεύτερον, ο χρονικός ορίζοντας ο οποίος απαιτείται για την αμυντική ανεξαρτητοποίηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ εκτιμάται, με αρκετή ασάφεια, σε 5 έως 10 χρόνια.
Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν αποτελεί ενδεχομένως το καλύτερο όργανο εκτίμησης για τη «χρονική μεταβλητή», καθώς ακόμη και η προ μηνός έγκριση της αποστολής βλημάτων πυροβολικού στο Κίεβο αποδείχθηκε δύσκολη, πρώτα λόγω του ουγγρικού βέτο και στη συνέχεια λόγω της επιφυλακτικότητας άλλων χωρών.
Μεταξύ τεχνικών χρονοδιαγραμμάτων και πολιτικών διαφορών, η Ευρώπη κινδυνεύει να “φτάσει αργά”, υλοποιώντας το κλασικό «πολύ λίγα, πολύ αργά» ενόψει των πιεστικών αναγκών ασφαλείας της Ουκρανίας.
Ανασυγκρότηση
Ένα από τα κύρια ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της Ουκρανίας αφορά τη διαδικασία ανασυγκρότησης και ανάκαμψης της χώρας.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι άμεσες ζημιές σε υποδομές και κτίρια ανέρχονταν σε 176 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του 2024. Συγκεκριμένα, ο τομέας της στέγασης (33% των ζημιών), οι μεταφορές (21%), η ενέργεια και τα ορυχεία (12%) επλήγησαν ιδιαίτερα. Υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων, αναμένεται ότι μεταξύ 2025 και 2035, θα χρειαστούν $ 524 δισ. για την ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εάν το Κίεβο πιεσθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, να προχωρήσει σε εδαφικές παραχωρήσεις, η Ρωσία θα μπορούσε να διεκδικήσει τις περιφέρειες, οι οποίες προσαρτήθηκαν το 2022 - Ζαπορίζια, Ντόνετσκ, Λουχάνσκ και Χερσώνα.
Δεδομένου, ότι αυτές οι περιοχές αντιπροσωπεύουν περίπου το 36% ή $188 δισ., του εκτιμώμενου συνολικού κόστους αποκατάστασης και ανασυγκρότησης, το ενδεχόμενο προσάρτησής τους στη Ρωσική Ομοσπονδία θα επηρέαζε μειωτικά το τελικό κόστος, το οποίο θα επωμιζόταν η Δύση.
Ανεξάρτητα από τους παραπάνω υπολογισμούς, το Κίεβο μπορεί ήδη να υπολογίζει στην οικονομική υποστήριξη αρκετών δυτικών εταίρων, και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία μέσω της διευκόλυνσης για την Ουκρανία θα εξακολουθεί να είναι σε θέση να παραδώσει περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ σε οικονομική βοήθεια μέχρι το 2027.
Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ διαθέσιμων και αναγκαίων πόρων παραμένει μεγάλο. Αρκεί να αναλογισθούμε, ότι για το 2025, έναντι μιας επενδυτικής ανάγκης που εκτιμάται σε $17,32 δισ., μόνο $7,36 δισ. έχουν εξασφαλιστεί από τον κρατικό προϋπολογισμό του Κιέβου.
Ως εκ τούτου, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων δεν είναι μόνο σημαντική, αλλά και απαραίτητη για τη διασφάλιση της ανάκαμψης της χώρας.
Καθοριστικό ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει η τέταρτη «Διάσκεψη για την Ανάκαμψη της Ουκρανίας (URC2025)» στη Ρώμη τον προσεχή Ιούλιο, όπου μεταξύ των θεμάτων συζήτησης θα συμπεριληφθεί και η κινητοποίηση νέων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων υπέρ της ανασυγκρότησης της Ουκρανίας.
Επιστροφή των προσφύγων
Παράλληλα με την ανάγκη για επενδύσεις, η επιστροφή και η ασφάλεια της ουκρανικής διασποράς παραμένουν κρίσιμα ζητήματα στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης.
Από το 2022 μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 6,9 εκατομμύρια Ουκρανοί πολίτες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Από αυτούς, περισσότερο από το 92% (περίπου 6,34 εκατ.) αναζήτησαν καταφύγιο στην ευρωπαϊκή ήπειρο (1,24 εκατ. στη Γερμανία, 1,22 εκατ. στη Ρωσία και 998 χιλιάδες στην Πολωνία).
Σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Οικονομικής Στρατηγικής στο Κίεβο, τον Δεκέμβριο 2024, λιγότερο από το 50% των ερωτηθέντων εξέφρασε προθυμία να επιστρέψει στην Ουκρανία, σημειώνοντας έντονη μείωση, άνω των 40 ποσοστιαίων μονάδων, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό του Νοέμβριου 2022.
Ενώ αυτές οι εκτιμήσεις επιτρέπουν στις ευρωπαϊκές χώρες να προετοιμαστούν έγκαιρα με αποτελεσματικότερες λύσεις, αντιπροσωπεύουν επίσης μια επιπλοκή για την ανάκαμψη της Ουκρανίας, η οποία χαρακτηρίζεται ήδη από σοβαρές ελλείψεις εργατικού δυναμικού και σημαντική δημογραφική αδυναμία – μείωση του πληθυσμού από 42 εκατ. τον Ιανουάριο του 2022 σε 35,8 εκατ. κατοίκων, τον Ιούλιο του 2024.
Παρά τις πρωτοβουλίες του Κιέβου για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως η Στρατηγική Δημογραφικής Ανάπτυξης και το Υπουργείο Εθνικής Ενότητας, απαιτούνται κοινές προσπάθειες με την Ευρώπη για να ενθαρρυνθεί η επιστροφή των Ουκρανών προσφύγων στη χώρα και να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες απασχόλησης, οι οποίες θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν το εργατικό δυναμικό και να επιταχύνουν την ανοικοδόμηση. Και πάλι, η συνάντηση URC2025 στη Ρώμη θα είναι μια σημαντική στιγμή για να επιβεβαιωθεί εκ νέου μια τέτοια πρωτοβουλία.
Προτεραιότητες πολιτικής
Η διοίκηση Τραμπ έχει καταστήσει σαφές με περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένο τρόπο ανάλογα με την περίσταση, ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να τελειώσει και ότι, στην ουσία, βιώνεται από τις ΗΠΑ ως μια «βαριά οπισθοδρόμηση», η οποία τις εμποδίζει να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους σε τομείς, οι οποίοι θεωρούνται περισσότεροι σχετικοί με τα συμφέροντά τους.
Μεταξύ των κρίσιμων μετώπων για την Ουάσιγκτον είναι βέβαια η Μέση Ανατολή. Εκεί, εκτός από το Ιράν -έναν μακροχρόνιο αντίπαλο στην περιοχή και μια συνεχή πηγή ανησυχίας για το πυρηνικό του πρόγραμμα- η αναζωπύρωση της σύγκρουσης στη Γάζα είναι πιθανό να είναι ένας περίπλοκος προβληματισμός για την κυβέρνηση Τραμπ. Ωστόσο, το σημαντικότερο σενάριο επικεντρώνεται ανατολικότερα, στον Ινδο-Ειρηνικό, όπου ο ανταγωνισμός με την Κίνα υπόσχεται να αναζωπυρωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, ειδικά μετά τη δραματική επιβάρυνση του μεταξύ τους εμπορίου με υπέρογκους δασμούς, παρά την πρόσφατη ακύρωση των δασμών στα κινεζικά εισαγόμενα ηλεκτρονικά προϊόντα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 20% των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ από την Κίνα.
Μένει να φανεί αν αυτό είναι ένα δείγμα ευκαιριακής ευελιξίας της Ουάσιγκτον, υπό την πίεση ισχυρών εσωτερικών συμφερόντων, τα οποία πλήττονται από τους δασμούς, ή ενδεχομένως σηματοδοτεί κάποιον αναστοχασμό της συνολικότερης πολιτικής.
Εάν η απομάκρυνση από την Ουκρανία και την Ευρώπη είναι πιθανό να διαθέσει περισσότερους πόρους στον τομέα της αντιπαράθεσης με το Πεκίνο, η απροσδόκητη προσέγγιση της Ουάσιγκτον με τη Ρωσία στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το ουκρανικό, ερμηνεύεται από ορισμένους ως μια περαιτέρω προσπάθεια υπονόμευσης της Κίνας, με στόχο την δημιουργία κάποιων ρωγμών στη λεγόμενη «φιλία χωρίς όρια» η οποία συνδέει το Πεκίνο και τη Μόσχα.
Κατά την άποψή μας, η τοποθέτηση αυτή έχει μάλλον θεωρητική διάσταση, καθώς σχεδιάζεται και δεύτερος υπερσιβηρικός αγωγός ρωσικού φυσικού αερίου προς την Κίνα, ενώ οι δύο χώρες είναι ηγέτιδες στην κατά βάση αντι-δολαριακή ομάδα των BRICS.
H Κίνα έχει ανάγκη τις ύλες και τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας, ενώ η δεύτερη, μεταξύ άλλων, έχει ένα πολύτιμο σύμμαχο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Και οι δύο αντιλαμβάνονται, ότι έχουν κοινά αμυντικά συμφέροντα απέναντι στην Δύση, γεγονός το οποίο όμως δεν θα απέκλειε οποιεσδήποτε εμπορικές σχέσεις με τα δυτικά και άλλα διεθνή κέντρα.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής