Η συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία είναι αδιαμφισβήτητη, με πρωτογενή οικονομικό αντίκτυπο περί του 15% του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη δευτερογενή αποτελέσματα και μέσω εκτιμώμενων πολλαπλασιαστών, ο αντίκτυπος αυτός θεωρείται ότι μπορεί να ανέλθει μέχρι και το εξωφρενικό 30% του ΑΕΠ. Μπορεί κάποιος να βρει πηγές που αναδεικνύουν τα σημαντικά αυτά οφέλη, αναζητώντας σε επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ή μέσω σχετικών ερευνών που διεξάγουν έγκριτα ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας (ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ, ΙΝΣΕΤΕ κλπ.). Εξάλλου, είναι σαφές ότι ο τουρισμός δημιουργεί θέσεις εργασίας, προσελκύει ξένες επενδύσεις και προβάλλει τη χώρα στο εξωτερικό.
Ωστόσο, σε αυτό το άρθρο επιλέγω να σταθώ από τη λιγότερο αισιόδοξη πλευρά, κυρίως για να αναδειχθεί μια εποικοδομητική κριτική στη φερόμενη «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, και γιατί μια πραγματική βιομηχανία – οφείλει να – έχει τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά ώστε να είναι πραγματικά αναπτυξιακή και ανθεκτική.
Ξεκινώ από το προφανές, ότι δηλαδή το οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται τόσο έντονα σε έναν κλάδο, καθιστά την οικονομία εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωγενείς, απροσδόκητους παράγοντες που θα πλήξουν τον κλάδο αυτόν. Η πρόσφατη υγειονομική κρίση της πανδημίας του COVID-19 ανέδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο αυτή την αδυναμία, με αντίστοιχους πιθανούς κινδύνους να αποτελούν οι οικονομικές κρίσεις, οι γεωπολιτικές αναταραχές, τα ακραία κλιματικά φαινόμενα κλπ. Παρατηρείται πως όλες οι προαναφερθείσες προκλήσεις είναι συνήθως απρόβλεπτες ή εισαγόμενες, ως εκ τούτου η οικονομική ανθεκτικότητα απέναντι σε αυτές σίγουρα δεν έχει ως συνταγή μη διαφοροποιημένα οικονομικά μοντέλα ανάπτυξης.
Στο ίδιο πλαίσιο, η υψηλή εποχικότητα της τουριστικής βιομηχανίας δημιουργεί τριβές στην απασχόληση, έντονη κυκλικότητα και ασύμμετρες πιέσεις σε τοπικές οικονομίες, λόγω διαφορών τουριστικής δραστηριότητας μεταξύ περιοχών, ή ανισότητες μεταξύ εποχών για ίδιες περιοχές. Γενικότερα, οι εκούσιες ή ακούσιες αρνητικές επιπτώσεις μιας οικονομικής δραστηριότητας, που στην οικονομική ορολογία καλούνται αρνητικές εξωτερικότητες, μπορεί να αφορούν ένα ευρύτατο φάσμα τομέων. Ενδεικτικά αναφέρω ανοδικές πιέσεις τιμών ακινήτων και ενοικίων, «τουριστικοποίηση» παραδοσιακών οικισμών και διατάραξη περιβαλλοντικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, επιβάρυνση του υδροφόρου ορίζοντα, παρεμβολή σε εύθραυστα οικοσυστήματα, αύξηση αποβλήτων και ρύπανσης, συμφόρηση κλπ.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά της – βαριάς – βιομηχανίας που απουσιάζουν από τον τουρισμό; Η ονομασία «βιομηχανία» είναι από μόνη της ισχυρή έννοια, πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από τη λέξη «βαριά» για να περιγράψει τον τουρισμό στη χώρα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ως βαριά βιομηχανία, εντός και εκτός εισαγωγικών, χαρακτηρίζονται συνήθως κλάδοι πολύ υψηλής παραγωγικότητας και ανταγωνισμού, στους οποίους γίνονται σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου με μακροπρόθεσμες αποδόσεις και ορίζοντα, για τη διασφάλιση των οποίων, απαιτείται εύρωστη επενδυτική στρατηγική. Επιπλέον, οι εν λόγω κλάδοι τείνουν να δημιουργούν σταθερές θέσεις εργασίας, συμβάλλουν στην τεχνολογική καινοτομία και ενισχύουν τις εξαγωγές, καθιστώντας εαυτούς αλλά και την εγχώρια οικονομία ανθεκτικότερη σε εξωτερικούς κλυνδωνισμούς.
Αναλυτικότερα, οι επενδύσεις σε κεφάλαιο περιλαμβάνουν τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις καθώς και την έρευνα και ανάπτυξη (R&D). Αυτά τα συστατικά χαρακτηρίζουν τον κλάδο έντασης κεφαλαίου, ο οποίος δημιουργεί σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και υποδομές, που μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξή του για δεκαετίες. Σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό και την πρόοδο της τεχνολογίας, ο κλάδος αποκτά ανάγκες για έρευνα και εξειδικευμένη εργασία, ώστε να αναπτύσσεται και να συμβαδίζει με τις τρέχουσες εξελίξεις. Επομένως, γεννώνται ανάγκες επένδυσης και σε ανθρώπινο κεφάλαιο, που σημαίνει σταθερές και διαρκείς θέσεις εργασίας με ανταγωνιστικά πακέτα για προσέλκυση δυναμικού υψηλής κατάρτισης και εξειδίκευσης. Οι θέσεις αυτές αναπόφευκτα αναπτύσσουν υπάρχουσες και δημιουργούν νέες δεξιότητες στο εργατικό δυναμικό, γεγονός σημαντικότατο για την οικονομία αλλά και αγκάθι στη σύγκριση με τον τουρισμό όπως θα δούμε παρακάτω. Τέλος, η βαριά βιομηχανία τείνει να προσανατολίζεται σε εξαγωγές, διοχετεύοντας το προϊόν της στις διεθνείς αγορές επιτυγχάνοντας έτσι πρόσβαση σε ευρύτερη καταναλωτική βάση, αλλά και πιο επιτυχημένο διαφορισμό τιμών.
Πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να εντοπίσει ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της βαριάς βιομηχανίας και του τουρισμού στη χώρα μας. Πράγματι, καταφανείς είναι οι διαφορές σε σχέση με τη δημιουργία σταθερών και ανταγωνιστικών θέσεων εργασίας, δεξιοτήτων, παραγωγής ενδιάμεσων και τελικών αγαθών υψηλής ανταγωνιστικότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δυστυχώς, ο τουρισμός στη χώρα μας στηρίζεται κυρίως σε χαμηλής εξειδίκευσης, εποχικές θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα την απουσία σημαντικής μεταφοράς τεχνογνωσίας και την περιορισμένη ανάπτυξη δεξιοτήτων στο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, η έλλειψη επαρκούς εγχώριας παραγωγής ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων για τον τουριστικό κλάδο οδηγεί σε αυξημένη εξάρτηση από εισαγωγές, μειώνοντας την προστιθέμενη αξία που παραμένει στην ελληνική οικονομία.
Λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές προκλήσεις που ήδη κάνουν την εμφάνισή τους, αλλά και αναμένονται νωρίτερα από αρχικές εκτιμήσεις, με κυριότερες περιστατικά λειψυδρίας, ερημοποίησης και αύξησης κινδύνου πυρκαγιών σε μια ήδη περιβαλλοντικά ταλαιπωρημένη ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, θεωρώ πως το παρόν οικονομικό μοντέλο τουρισμού δεν προτεραιοποιεί επαρκώς τη βιωσιμότητα, παρόλα τα σημαντικότατα και διόλου ευκαταφρόνητα βραχυπρόθεσμα οφέλη του. Η προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού που δίνουν έμφαση στην ποιότητα, την προστασία του περιβάλλοντος και στην ανάδειξη της τοπικής κουλτούρας με τη συνδυαστική ανάπτυξη και των υπόλοιπων τομέων της οικονομίας είναι επιτακτική για την εξασφάλιση ανθεκτικής οικονομικής ανάπτυξης. Η επικέντρωση σε τομείς όπως η πραγματική βιομηχανία, η αγροτική παραγωγή και η τεχνολογική καινοτομία εγγυώνται σταθερότητα, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και προαγωγή της οικονομικής της ευημερίας.
* Ο Γιάννης Πετρόχειλος-Ανδριανός είναι Διδάκτωρ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οικονομολόγος και πρώην Επιστημονικός Συνεργάτης στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.