ΚΑΙΡΟΣ

Αλβανία: Ένα ιστορικό οδοιπορικό στη γειτονική χώρα

Οι πρόσφατες διαδηλώσεις στην Αλβανία, εναντίον της κυβέρνησης Ράμα, αποτελούν ένα επιπλέον γεγονός στα τόσα που συμβαίνουν στη γειτονική χώρα. Έτσι, η μικροσκοπική χώρα των Δυτικών Βαλκανίων εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, είτε με τον αλυτρωτισμό που εκδηλώνει απέναντι σε γειτονικά κράτη, είτε με τα φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς στα οποία εμπλέκονται κυβερνητικοί κύκλοι είτε, τέλος, με την προσπάθεια αφανισμού της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο. 

Όλα όμως αυτά μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε καλύτερα αυτή τη χώρα. Ποια είναι, λοιπόν, η Αλβανία;

Είναι μια χώρα έκτασης 28.748 τ.χλμ. και αποτελείται από δύο πληθυσμιακές ομάδες, τους Γκέκηδες στον βορρά και τους Τόσκηδες στον νότο, που φτάνουν περίπου τα 3 εκατομμύρια. Το ορεινό και πετρώδες έδαφός της είναι εντελώς ακατάλληλο για καλλιέργεια και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι κάτοικοί της ανέκαθεν επεδίωκαν να μεταναστεύουν. Εκτός όμως από την πενία, το έντονα ορεινό έδαφος δημιούργησε τις προϋποθέσεις για κοινωνική απομόνωση, τόσο από τους γειτονικούς λαούς όσο και στο εσωτερικό. Οι Αλβανοί, λόγω της έλλειψης οδικού δικτύου δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα εθνικό μητροπολιτικό κέντρο και παρέμειναν συσπειρωμένοι γύρω από τη φυλή (φάρα). Αυτό είχε, ως μακροχρόνια συνέπεια, την απουσία εθνικής συνείδησης, τον προσηλυτισμό στη θρησκεία του κατακτητή για καιροσκοπικούς λόγους και την καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε καινούργιο.

Αν και οι απόψεις των επιστημόνων σχετικά με την καταγωγή των Αλβανών διίστανται, η επικρατέστερη είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι είναι απόγονοι των Ιλλυριών, ενός αρχαίου φύλου που κατοικούσε στη σημερινή περιοχή της Δαλματίας. Παρά το γεγονός ότι η γλώσσα τους ήταν διακριτή σε σχέση με τους γειτονικούς λαούς, δεν απέκτησαν ποτέ γραφή ούτε έχουν να επιδείξουν κάποια πολιτιστικά επιτεύγματα. Κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν εκχριστιανιστεί και ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όμως μετά το σχίσμα του 1054, οι πληθυσμοί της Βόρειας Αλβανίας αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη Δυτική Εκκλησία εντασσόμενοι στη Ρώμη, ενώ οι Νότιοι παρέμειναν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

Μετά την κατάληψη της Βαλκανικής από τους Οθωμανούς, η παρουσία Καθολικών Αλβανών στην περιοχή αποτελούσε ένα σοβαρό πρόβλημα για την ασφάλεια του καθεστώτος, καθώς ο σουλτάνος θεωρούσε ότι θα υπήρχε αλληλεπίδραση μεταξύ των Αλβανών και των καθολικών κρατών της Δύσης. Γι’ αυτό επεδίωξε τον εξισλαμισμό τους είτε με επιβολή φόρων είτε με άλλες βίαιες μεθόδους. Πολλοί όμως ακολούθησαν τη θρησκεία του κατακτητή προκειμένου να αποκομίσουν οφέλη. Έτσι, στη Βόρεια Αλβανία εξαπλώθηκε το αυστηρό σουνιτικό Ισλάμ, με κάποιες μειονότητες Ρωμαιοκαθολικών. Επιπλέον, στον νότο της Αλβανίας άκμασε η πρακτική του παιδομαζώματος, αφού οι δύσκολες συνθήκες σκληραγωγούσαν τους νέους και μπορούσαν να ενταχθούν καλύτερα στα γενιτσαρικά τάγματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξισλαμίστηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Όμως, ένα υπολογίσιμο ποσοστό, κυρίως, των μουσουλμάνων του νότου δεν ακολουθεί το ορθόδοξο σουνιτικό Ισλάμ, αλλά την αίρεση των μπεκτασίδων. Η συγκεκριμένη αίρεση περιείχε στοιχεία παγανιστικά και χριστιανικά, ενώ είχε χαλαρότερους κανόνες από το σουνιτικό Ισλάμ. Κατά συνέπεια, ήταν ευκολότερος ο προσηλυτισμός των χριστιανών στον μπεκτασισμό παρά στον σουνιτισμό. Άλλωστε, το τάγμα των γενιτσάρων ακολουθούσε τον μπεκτασισμό. Αυτό λοιπόν ήταν η κύρια αιτία για τη διαμόρφωση ενός μπεκτασικού ισλαμικού ρεύματος στον νότο της Αλβανίας, κυρίως, μεταξύ των Τόσκηδων. Μετά δε τη σφαγή των γενιτσάρων από τον σουλτάνο Μαχμούτ, το 1826, το κέντρο του βαλκανικού μπεκτασισμού μεταφέρθηκε στην Αλβανία και υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας για την αφύπνιση του Αλβανικού εθνικισμού. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι μουσουλμάνοι Τόσκηδες ηγήθηκαν της Αλβανικής εθνικής αφύπνισης, αφού το θρησκευτικό τους δόγμα ήταν αρκετά χαλαρό και τους έκανε πιο δεκτικούς στις νέες ιδέες. Κατά συνέπεια, στην Αλβανία υπάρχουν τέσσερις θρησκευτικές κοινότητες, οι μουσουλμάνοι σουνίτες, οι μουσουλμάνοι μπεκτασίδες, οι ρωμαιοκαθολικοί και οι χριστιανοί ορθόδοξοι. 

Το καθεστώς Ενβέρ Χότζα προέβη σε πρωτοφανείς διώξεις εναντίον του θρησκευτικού στοιχείου, καθώς για το κομμουνιστικό κόμμα η θρησκεία έπρεπε να αντικατασταθεί από τον μαρξισμό. Ιδιαίτερες διώξεις υπέστη η Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού τα περισσότερα μέλη της ανήκαν στην ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου. Έτσι, η εξαφάνιση της Ορθοδοξίας θα αποτελούσε το σημαντικότερο βήμα στην αφομοίωση των ελληνικών πληθυσμών. Από το 1967, το καθεστώς Χότζα ανακηρύσσει την Αλβανία ως το πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο, γεγονός που πίεσε αφάνταστα το θρησκευτικό συναίσθημα. Η αποκατάσταση των θρησκειών ξεκίνησε το 1991, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, όμως το θρησκευτικό συναίσθημα είναι εντελώς επιφανειακό σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες.

Από γλωσσικής πλευράς, η αλβανική γλώσσα χωρίζεται σε δύο διαλέκτους: Στην τοσκική που μιλούν οι πληθυσμοί της Νότιας και Κεντρικής Αλβανίας και αποτελεί την επίσημη γλώσσα του κράτους και από τη γκεκική διάλεκτο, που μιλούν στις βόρειες περιοχές της χώρας. Η γκεκική διάλεκτος αποτελεί και τη γλώσσα των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και των Σκοπίων. Επειδή η αλβανική δεν ήταν ποτέ γραπτή, δεν μπόρεσε να καλλιεργηθεί μέσω της λογοτεχνίας, ενώ χαρακτηρίζεται από πολλά γλωσσικά δάνεια από γειτονικές ή άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αν και είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες για τη γραπτή απόδοσή της από τον 16ο αιώνα, ωστόσο το κίνημα για την υιοθέτηση αλφαβήτου οφείλεται στον Αλβανό διανοούμενο Αμπντούλ Φρασέρι, που θεωρείται ως ο πολιτικός ιδεολόγος της Εθνικής Αφύπνισης των Αλβανών. Είναι ο ιθύνων νους της Λίγκας της Πριζρένης, μιας εθνικιστικής οργάνωσης που συγκροτήθηκε το 1878 και ορκίστηκε να προωθήσει την ιδέα για ίδρυση αλβανικού κράτους και προώθηση της αλβανικής γλώσσας. Μάλιστα, οι Γκέκηδες, βλέποντας με μισαλλοδοξία τους Σέρβους να ανοίγουν σχολεία στις περιοχές τους και φοβούμενοι πιθανή αφομοίωση των αλβανικών πληθυσμών, συναίνεσαν στην ανακήρυξη της τοσκικής ως επίσημης γραπτής γλώσσας που θα εξέφραζε όλους τους Αλβανούς. Οι προτάσεις σχετικά με το ποιο αλφάβητο θα υιοθετηθεί ήταν πολλές και περιλάμβαναν το αραβικό, το ελληνικό, το κυριλλικό και το λατινικό. Προκειμένου όμως να αποφευχθεί πνευματική εξάρτηση από τις αντίστοιχες χώρες, αλλά και για λόγους εξευρωπαϊσμού, στο Συνέδριο του Μοναστηρίου το 1908 επελέγη το λατινικό αλφάβητο. 

Ενώ λοιπόν στις αρχές του 20ου αιώνα, ο αλβανικός εθνικισμός ήταν σε εμβρυακό στάδιο συγκρινόμενος με εκείνους των γειτονικών λαών και παρά τα γεγονός ότι οι Αλβανοί δεν συμμετείχαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, εντούτοις οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, ύστερα από πιέσεις της Ιταλίας, η οποία αντιδρούσε στο ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας και της Σερβίας στην Αδριατική. Επιπλέον, προσέβλεπε σε δορυφοροποίηση του συγκεκριμένου κράτους, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της στα Βαλκάνια. Έτσι, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), ιδρύθηκε το Βασίλειο της Αλβανίας, στο οποίο με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1914) εκχωρήθηκε και η ελληνική Βόρεια Ήπειρος. Στη συνέχεια, λόγω της έντονης αντίδρασης του ελληνικού πληθυσμού και της κήρυξης αυτονομίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις υπέγραψαν το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που αναγνώριζε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και δεσμευόταν για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και τη θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού στοιχείου. Το Πρωτόκολλο όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να εφαρμοστεί λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το κράτος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε βασίλειο και κυβερνήθηκε υπό αυτό το καθεστώς από το 1914 έως το 1939, με μία μικρή διακοπή μεταξύ 1925 – 1928, όταν εγκαθιδρύθηκε μια βραχύβια δημοκρατία. Μάλιστα, μετά την κατάργηση της δημοκρατίας και για τα επόμενο 11 χρόνια κυβερνήθηκε από τον βασιλιά Αχμέτ Ζόγκου. 

Το 1939 το αλβανικό κράτος καταλαμβάνεται από τα ιταλικά στρατεύματα και μετατρέπεται σε ιταλικό προτεκτοράτο, ενώ μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τις γερμανικές δυνάμεις η Αλβανία προσαρτά το μεγαλύτερο τμήμα του Κοσσόβου, το δυτικό τμήμα της ΠΓΔΜ, καθώς και μια λωρίδα εδάφους του Ανατολικού Μαυροβουνίου, δηλαδή περιοχές που κατοικούνται από αλβανικούς πληθυσμούς.

Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αλβανία επιστρέφει στα προπολεμικά της σύνορα, ενώ οι κομμουνιστές του Ενβέρ Χότζα καταλαμβάνουν την εξουσία. Το καθεστώς Χότζα επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα και καταπίεσε κάθε ελεύθερη έκφραση, ενώ προχώρησε στην εθνικοποίηση της γης οργανώνοντας κολχόζ σύμφωνα με το σοβιετικό σύστημα. Το 1948 διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, καθώς ο Τίτο έχει έρθει σε ιδεολογική ρήξη με την ΕΣΣΔ. Το 1956 διέκοψε τις σχέσεις με τη Μόσχα και τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, λόγω της αποκήρυξης του Στάλιν. Στην ουσία, η Αλβανία παραμένει ένα παλαιολιθικό σταλινικό κράτος και η μόνη χώρα με την οποία διατηρεί πλέον σχέσεις είναι η Κίνα του Μάο. Σχέσεις τις οποίες διακόπτει τη δεκαετία του ’70, οπότε και καθίσταται το πλέον απομονωμένο κράτος στον κόσμο.

Η πτώση του κομμουνισμού βρίσκει το πιο φτωχό και καθυστερημένο κράτος της Ευρώπης, χωρίς έργα υποδομής και με πληθυσμό που προσπαθεί μέσω της μετανάστευσης να εξασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο. Στις εκλογές του 1992 αναδεικνύεται το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα, όμως οι μέθοδοι διακυβέρνησης μόνον δημοκρατικές δεν είναι, σε ένα κράτος βουτηγμένο στη διαφθορά. Το 1997 το σκάνδαλο των πυραμίδων συγκλονίζει τη χώρα. Γενικά όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αλβανίας στη μετακομμουνιστική εποχή είναι η βαθύτατη διαφθορά που εντοπίζεται σε κάθε τομέα της κρατικής εξουσίας. Και η διαφθορά αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη της χώρας, ενώ οι κυβερνώντες για να στρέψουν την προσοχή του κόσμου από τα σοβαρότατα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα ποτίζουν το δέντρο του εθνικισμού και υποθάλπουν τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό.

Παρά τα παραπάνω, τα Τίρανα είναι προσανατολισμένα στη Δύση και επιδιώκουν την ένταξη σε όλους τους δυτικούς θεσμούς. Το 2009 έγιναν μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ από την ίδια χρονιά έχουν υποβάλλει υποψηφιότητα προκειμένου να γίνουν μέλος της ΕΕ. Μια υποψηφιότητα, που απ’ ότι φαίνεται δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ευδοκιμήσει, τόσο εξαιτίας της εκτεταμένης διαφθοράς όσο και της ανεξέλεγκτης εσωτερικής κατάστασης.