Κλείσιμο

Κορωνοϊός: Εμβολιάστηκε, αλλά κόλλησε. Φυσιολογικό;

Κάθε τόσο κάποιος γνωστός μολύνεται από τον κορωνοϊό, αν και έχει εμβολιαστεί. Το ίδιο συμβαίνει με πολλούς σταρ του θεάματος και του αθλητισμού.Στη Γερμανία το επιδημιολογικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ έχει καταγράψει από τις αρχές Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα 117.763 περιστατικά, στα οποία ο ιός διαπερνά τις άμυνες του εμβολίου. Οι ειδικοί θεωρούν αυτόν τον αριθμό μάλλον αμελητέο, αν αναλογιστούμε ότι περισσότεροι από 55 εκατομμύρια Γερμανοί έχουν εμβολιαστεί πλήρως. Από την άλλη πλευρά, ενόψει πιθανού νέου κύματος της πανδημίας, προτείνουν να χορηγηθεί τρίτη, αναμνηστική δόση σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και όχι μόνο σε ευπαθείς ομάδες.

«Πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν έχουν περάσει έξι μήνες από τη δεύτερη δόση, η προστασία που παρέχει το εμβόλιο αρχίζει να υποχωρεί», λέει ο ιολόγος Χέντρικ Στρέεκ από το πανεπιστήμιο της Βόννης. Για τον ερευνητή Λέιφ Σάντερ η καλύτερη προστασία από τον ιό προσφέρεται όταν έχουν περάσει μία έως δύο εβδομάδες από τη δεύτερη δόση, στη συνέχεια η προστασία αρχίζει να υποχωρεί, αλλά και πάλι ο εμβολιασμένος διαθέτει καλύτερη άμυνα απέναντι στον ιό σε σύγκριση με έναν ανεμβολίαστο.

«Προστασία από δυσάρεστες επιπλοκές»

Όλα αυτά δεν εκπλήσσουν. Ήδη τον περασμένο Απρίλιο ο ιολόγος Κρίστιαν Ντρόστεν είχε επισημάνει ότι ακόμη και οι εμβολιασμένοι μπορούν να μεταδώσουν περαιτέρω τον ιό, αν έχουν περάσει κάποιοι μήνες από τη δεύτερη δόση. Ακόμη πιο σημαντική από την προστασία έναντι του ιού, τονίζει πάντως ο Χέντρικ Στρέεκ, είναι η προστασία από σοβαρές επιπλοκές σε περίπτωση μόλυνσης. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι όσοι εμβολιασμένοι νοσούν θα έχουν ελαφρά συμπτώματα ή δεν θα αντιληφθούν καν ότι έχουν μολυνθεί από τον ιό.
Ιδιαίτερες δυσκολίες εμφανίζονται στους ηλικιωμένους ή σε όσους υποφέρουν από υποκείμενο νόσημα. Από τον Φεβρουάριο μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί συνολικά 1076 περιπτώσεις ανθρώπων που- αν και εμβολιασμένοι- ασθένησαν και τελικά πέθαναν από τον κορωνοϊό. Από αυτούς, οι 782 είναι άνω των 80 ετών. «Αυτή η εικόνα αντανακλά τον υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας που ούτως ή άλλως διατρέχει η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, ανεξάρτητα από την προστασία ή την αποτελεσματικότητα του εμβολίου», αναφέρουν οι ειδικοί του Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ, ενώ χαρακτηρίζουν «αναμενόμενη» την αύξηση του αριθμού των ασθενών ακόμη και μεταξύ των εμβολιασμένων.

Τρίτη δόση για όλους;

Από τις αρχές Οκτωβρίου η Διαρκής Επιστημονική Επιτροπή για τους Εμβολιασμούς έχει διευρύνει τον κατάλογο των ευπαθών ή άλλων ομάδων, για τις οποίες προτείνεται μία τρίτη, αναμνηστική δόση του εμβολίου. Στις ομάδες αυτές περιλαμβάνονται πλέον οι ηλικιωμένοι άνω των 70, όσοι έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όσοι διαμένουν σε οίκους ευγηρίας και το ιατρικό προσωπικό που έχει άμεση επαφή με τον ασθενή. Επιπλέον, μία τρίτη δόση με σκεύασμα σύγχρονης τεχνολογίας mRNA συνίσταται και για όσους έχουν κάνει το μονοδοσικό εμβόλιο της Johnson & Johnson.

«Εάν λάμβαναν την τρίτη δόση όλοι όσοι επιθυμούν να εμβολιαστούν έξι μήνες μετά τη δεύτερη δόση, θα περιοριζόταν και η εξάπλωση του ιού στον συνολικό πληθυσμό», πιστεύει ο Λέιφ Σάντερ από την κλινική Σαριτέ του Βερολίνου. Θεωρεί όμως, επικαλούμενος την αντίστοιχη εμπειρία του Ισραήλ, ότι «σε πρώτη φάση χρειάζεται και πάλι μία μεγάλη ενημερωτική καμπάνια διαρκείας έξι ως οκτώ εβδομάδων, με εμβολιαστικά κέντρα και κινητά συνεργεία εμβολιασμού». Οι πολέμιοι της «τρίτης δόσης», στους οποίους ανήκει και ο ιολόγος Στρέεκ, υπενθυμίζουν ότι υπάρχει σχετική έλλειψη εμβολίων, ιδιαίτερα εκτός Ευρώπης. Όσο για το σύστημα υγείας, κρίνεται ότι μπορεί να αποσυμφορηθεί καλύτερα αν κάνουν τις πρώτες δόσεις οι άνω των 60 που είχαν παραλείψει τον εμβολιασμό μέχρι τώρα, παρά αν προχωρήσουν στην τρίτη δόση οι ήδη εμβολιασθέντες.

Τι γίνεται όμως με τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού από εκείνον που νοσεί; Ο ιολόγος Χέντρικ Στρέεκ λέει ότι «σύμφωνα με μία έρευνα, όταν νοσήσει ένας εμβολιασμένος θα έχει για λίγες μέρες το ίδιο, βαρύ ιϊκό φορτίο με έναν ανεμβολίαστο, το οποίο όμως μειώνεται πολύ γρήγορα. Αυτό σημαίνει ότι για έναν εμβολιασμένο είναι πολύ μικρότερο το χρονικό διάστημα, στο οποίο μπροεί να μεταδώσει περαιτέρω τον ιό».

Πηγή: DW - Γκίζελα Γκρος/ Γιάννης Παπαδημητρίου