Κλείσιμο

Αυτισμός: Το απλό τεστ που μπορεί να αλλάξει τη ζωή των παιδιών

Μια έγκαιρη διάγνωση θα μπορούσε να προσφέρει πιο στοχευμένες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις

Σημαντικά είναι τα ευρήματα μιας νέας μελέτης, σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση των κινήσεων των ματιών στα μικρά παιδιά καθώς αυτά παρακολουθούν βίντεο θα μπορούσε να βοηθήσει στη διάγνωση του αυτισμού σε μικρότερη ηλικία, επιτρέποντας έγκαιρη θεραπεία και καλύτερα αποτελέσματα.

Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού εκδηλώνεται συχνά ως δυσκολία στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στην επικοινωνία με άλλους. Δεν πρόκειται για ασθένεια, αλλά για μια διαταραχή, η οποία δεν μπορεί να εξαλειφθεί εντελώς, ωστόσο μια έγκαιρη διάγνωση επιτρέπει την αποτελεσματικότερη υποστήριξη παιδιών και ενηλίκων, ώστε να διαχειρίζονται καλύτερα τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.

Ωστόσο, ενώ οι γονείς ενδέχεται να παρατηρήσουν πιθανά σημάδια αυτισμού σε παιδιά πριν από την ηλικία των 2 ετών, μια επίσημη διάγνωση συχνά δεν γίνεται μέχρι να κλείσουν τα 4 ή τα 5 χρόνια, με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος, κατά τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν λάβει σημαντική υποστήριξη, που θα συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξή τους.

Η διπλή μελέτη με επικεφαλής τον Δρ. Warren Jones διαπίστωσε ότι η παρακολούθηση των κινήσεων των ματιών όταν τα παιδιά παρακολουθούν βίντεο με παρουσιάζουν κοινωνικές αλληλεπιδράσεις θα μπορούσε να εντοπίσει με ακρίβεια τα άτομα με αυτισμό.

Στο πλαίσιο της σχετικής έρευνας, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open, 1.089 συμμετέχοντες ηλικίας 16-30 μηνών παρακολούθησαν βίντεο με κοινωνικές αλληλεπιδράσεις παιδιών την ώρα του παιχνιδιού, διάρκειας περίπου ενός λεπτού.

Τα δεδομένα από μια συσκευή παρακολούθησης ματιών, η οποία λάμβανε 120 μετρήσεις ανά δευτερόλεπτο, έδειξαν ότι τα άτομα με αυτισμό δεν εστίαζαν στην αλληλεπίδραση των εικονιζόμενων παιδιών, αλλά επικεντρώνονταν συνήθως σε παιχνίδια, χρώματα και στοιχεία φόντου, που δεν σχετίζονται με το κοινωνικό πλαίσιο.

Σε δεύτερο στάδιο, η μελέτη συμπεριέλαβε 499 παιδιά ηλικίας 16-30 μηνών, όλα εγγεγραμμένα σε εξειδικευμένα κέντρα των ΗΠΑ. Τα παιδιά παρακολούθησαν εκ νέου βίντεο παρόμοιου περιεχομένου. Την ίδια ημέρα, υποβλήθηκαν σε κλινική διάγνωση, ώστε να διαπιστωθεί εάν κάθε συμμετέχων αναγνωριζόταν ως αυτιστικός. Οι εξεταστές της δεύτερης μελέτης δεν γνώριζαν τα αποτελέσματα της πρώτης. Ωστόσο, όταν τα δεδομένα των δύο ερευνών συγκρίθηκαν, τα αποτελέσματα της παρακολούθησης της κίνησης των ματιών ταυτίζονταν με αυτά των κλινικών εκτιμήσεων.

«Όταν αξιολογούμε ένα παιδί για αυτισμό, εξετάζουμε εάν εστιάζει στα ίδια στοιχεία με αυτά που παρατηρούν οι συνομήλικοί του. Εάν ένα παιδί παραβλέπει επανειλημμένα σημαντικά στοιχεία, αυτό είναι μια ένδειξη. Τα παιδιά με αυτισμό συχνά παρατηρούν δευτερεύοντα στοιχεία, που μπορεί μεν να είναι ενδιαφέροντα, αλλά συχνά δεν είναι χρήσιμα για την κατανόηση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που λαμβάνουν χώρα μπροστά τους. Η κοινωνική αλληλεπίδραση και η κοινή εμπειρία είναι η πλατφόρμα για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, επομένως μετράμε τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά παρακολουθούν βασικές πληροφορίες του περιβάλλοντος, οι οποίες συμβάλλουν στην πρώιμη ανάπτυξη κοινωνικών, επικοινωνιακών και δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων», εξηγεί ο δρ. Jones στο Metro.

Ο ίδιος τονίζει ότι στόχος της μελέτης δεν ήταν να βρει ένα εργαλείο που θα αντικαταστήσει την κλινική διάγνωση, αλλά ένα μέσο που θα την υποστηρίζει. «Στόχος αυτού του απλού τεστ είναι να αξιολογήσει τα δυνατά και τα τρωτά σημεία ενός παιδιού, ώστε ο κοινωνικός του περίγυρος να μπορέσει, στη συνέχεια, να υποστηρίξει καλύτερα τη συμπεριφορά και την ανάπτυξή του. Ελπίζουμε ότι οι αντικειμενικές μετρήσεις μπορούν να βοηθήσουν στην επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας», λέει χαρακτηριστικά.

«Με την ενσωμάτωση πολλαπλών πηγών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου του τεστ παρακολούθησης των ματιών, της αναφοράς του γονέα και των κλινικών παρατηρήσεων, θα μπορούσε ενδεχομένως να βελτιωθεί η ακρίβεια, η βεβαιότητα και η αποτελεσματικότητα της διαγνωστικής αξιολόγησης του αυτισμού, με αποτέλεσμα να έχουμε λιγότερες λανθασμένες διαγνώσεις και να επιτρέπουμε στα παιδιά να λαμβάνουν έγκαιρη θεραπεία, από την οποία θα μπορούσαν πραγματικά να επωφεληθούν», δήλωσε η Geraldine Dawson, διευθύντρια του Duke Center for Autism and Brain Development.

Πηγή: Savoir Ville