Ογδοντάρισε η «Δόμνα»(1943-2023), η ιστορική ταβέρνα της Άνω Πόλης που τη χαρακτήρισαν «μητέρα πασών των ταβερνών». Ένα κουτούκι (ίσως το μοναδικό επιζών στην περιοχή) που «έθρεψε» γενιές και γενιές ανθρώπων που αναζητούσαν κάτι «δυνατό» και παράλληλα «διαφορετικό» στην παρεϊστικη διασκέδαση. Ανθρώπων που υιοθέτησαν το μότο: «να περνάμε καλά», που εξέφραζε ο ιδιοκτήτης της Τάκης (Παναγιώτης) Νικολαΐδης, ο άνθρωπος που επί σχεδόν έξι δεκαετίες κράτησε ανοιχτό το μαγαζί, μέχρι το 2010 που απεβίωσε και πέρασε η «Δόμνα» στα χέρια των παιδιών του, του Κώστα και του Χρήστου.
Με τον Τάκη στο «τιμόνι», η «Δόμνα» λειτουργούσε καθημερινά μέχρι και το 1995. Στη συνέχεια έκλεισε, γιατί ο Τάκης βγήκε στη σύνταξη. Όχι όμως για πολύ αφού όλα έδειχναν πως αυτό το μαγαζί δεν γινόταν να κλείσει. Το απαιτούσε ο κόσμος, το αξίωναν οι φίλοι του. Κι ο Τάκης πήρε την απόφαση και, πλέον, το άνοιγε μόνο κάθε Τρίτη. Έτσι, για τους φίλους.
Στη νέα περίοδο λειτουργίας της «Δόμνας» σταμάτησε η χρήση του jukebox και μπήκαν στην «ομάδα» του Τάκη κάποιοι μουσικοί, τρεις από τους οποίους εξακολουθούν και παίζουν μέχρι σήμερα: ο Στέφανος Μπουντουλούλης (κιθάρα τραγούδι), ο Φίλιππας Χατζηευστρατίου (φυσαρμόνικα, τραγούδι) και ο Γιάννης Γαλανίδης (μπουζούκι, τραγούδι). Μαζί τους βρέθηκαν για χρόνια και οι: Θόδωρος (Ρούλης) Μάρκου που έπαιζε μπουζούκι και ο Γιώργος Απότσος που έπαιζε κιθάρα. Και οι δύο σταμάτησαν εδώ και κάποια χρόνια.
Οι τρεις πρώτοι συμπληρώνουν σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα από τότε που πρωτόπαιξαν στη «Δόμνα» ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο στην ομάδα τους προστέθηκε και ο Χρήστος Κουτσός, κάνοντας «πλουσιότερο» το μουσικό αποτέλεσμα, τόσο με το μπουζούκι και τη φωνή του όσο και με τις ιστορικές αναφορές του σε τραγούδια, πρόσωπα και καταστάσεις.
Και ποιοι δεν πέρασαν από τη «Δόμνα»
Και ποιοι δεν πέρασαν από αυτό το κουτούκι... Ονόματα ηχηρά από τον χώρο του πνεύματος, της τέχνης, της δημοσιογραφίας και της πολιτικής άφησαν το αποτύπωμά τους στα ποτισμένα από χνώτα, ιδρώτα, τσίκνα κρεάτων και νικοτίνη, μα κυρίως από μνήμες, ντουβάρια της καστροπερπατούσας ταβέρνας. Ανάμεσά τους ο Μάνος Κατράκης, ο Θανάσης Βέγγος, η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Γιάνης Φέρτης, ο Φαίδων Γεωργίτσης αλλά και οι: Δημήτρης Μαρωνίτης, Κωστής Μοσκώφ, Γιώργος Λιάνης, Γιώργος Βέλτσος, Παύλος Ζάννας, Κώστας Λαχάς, Τάκης Κουλάνδρου, Σπύρος Σακέτας, Βαγγέλης Βενιζέλος, Παύλος Πετρίδης, Δημήτρης Γουσίδης, Γιάννης Κυριακίδης, Παναγιώτης Σπύρου, Χριστογιώργης Καλτσίκης, Γιώργος Αντωνόπουλος, Δημήτρης Φατούρος, Κλέαρχος Τσαουσίδης, Χρήστος Ζαφείρης, Θωμάς Κοροβίνης, Τάσος Ψαρράς, Αγάθωνας Ιακωβίδης, Μανώλης Μητσιάς, Μανώλης Ρασούλης, Νίκος Παπάζογλου, Χρήστος Νικολόπουλος και τόσοι άλλοι. Ακόμη και ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε το κατώφλι της «Δόμνας», τη δεκαετία του ΄70. Σήμερα, που και που ανηφορίζει για τη «Δόμνα» με φίλους του και ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής.
Μια ξεχωριστή βραδιά στη μνήμη του Τάκη
Πρόσφατα, και πιο συγκεκριμένα μεσάνυχτα της Τρίτης 28 Μαρτίου προς Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023 η βραδιά στη «Δόμνα» άλλαξε ύφος και μετατράπηκε σε βραδιά μνήμης στον Τάκη Νικολαίδη. Κι αυτό γιατί ο Τάκης πέθανε στις 28 Μαρτίου 2010, ημέρα Δευτέρα και κηδεύτηκε στις 29 Μαρτίου, ημέρα Τρίτη (Μεγάλη Τρίτη), ημέρα της «Δόμνας».
Μάλιστα το τελευταίο εκείνο βράδυ οι φίλοι του δεν τον ξενύχτησαν στον επάνω όροφο που ήταν το σπίτι του αλλά κάτω, στο ισόγειο, στη «Δόμνα», μέσα στο μαγαζί, όπως ήταν η επιθυμία του.
Αναμνήσεις
Κι όπως ήταν λογικό μια βραδιά μνήμης είχε πολλές «καταθέσεις» αναμνήσεων. Κυρίως εκ μέρους των μουσικών. Μέσα από αυτές έγιναν αντιληπτά και τα χαρακτηριστικά ενός τρόπου διασκέδασης που δεν υπάρχει πια.
Ο Φίλιππας Χατζηευστρατίου, ο μάγος της φυσαρμόνικας, θυμήθηκε τον αποτελεσματικό τρόπο που εφάρμοζε ο Τάκης για να επιβάλλει ησυχία στους πελάτες ώστε ν΄ακούγονται οι μουσικοί. «Σκάστε γαϊδούρια» φώναζε, με το μουστάκι του να υπογραμμίζει το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Και όλοι σιωπούσαν, όμως κανένας, όπως σημειώνει ο Φίλιππας, δεν παρεξηγούνταν. Θυμήθηκε ακόμη πως, τότε στο μαγαζί ο Τάκης συνεργαζόταν με έναν τύπο που μασκαρευόταν και ντυνόταν άλλοτε τσολιάς και άλλοτε χανούμισσα. Αυτός χόρευε και ο κόσμος του πετούσε ρύζια. Έπεφτε πολύ γέλιο! Γενικώς γινόντουσαν διάφορα χαριτωμένα δρόμενα. Κάπως έτσι, όπως λέει, ξεκίνησαν και τα «αριστοφανικά» αθυρόστομα τραγούδια με τους φαλλούς, τα: «Ού-λα-λα Α» και «Ού-λα-λα Β». (σ.σ. ακατάλληλα για μη μυημένους). «Εκείνο που είναι σίγουρο» επισημαίνει ο Φίλιππας είναι ότι «του Τάκη του άρεσε να περνάνε όλοι καλά. Τόσο ο ίδιος, όσο και όλοι οι φίλοι του.»
Ο Στέφανος Μπουτουλούλης λέει πως «ο Τάκης ήταν μέσα σε όλα και εκτιμούσε πολύ την καλή μουσική». Θυμάται πως «όταν άκουγε κάποιο τραγούδι που αγαπούσε, παρατούσε ό,τι έκανε, και από όπου ήταν ερχόταν εκεί μαζί μας, σαν θαμώνας, να τραγουδήσει και να απολαύσει το τραγούδι του. Ο Τάκης είχε διάφορα τραγούδια που ξεχώριζε και αγαπούσε, όπως: «Τα βάσανά μου ένα φορτίο», «Όταν σημάνει η ώρα», «Μια παλιά Ιστορία», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Εμείς που φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι» κ.α.
«Ο Τάκης μπορεί να μην ήταν μορφωμένος, ήταν όμως πολύ κιμπάρης και έντιμος. Είχε διάθεση για τη ζωή και συγκέντρωνε στο μαγαζί φοιτητές και πολλούς ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος», λέει ο Χρήστος Κουτσός και κάνει αναφορά στις πλάκες που σκάρωνε στο μαγαζί, πλάκες «χοντρές». Αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση με τους… καθετήρες. Όπως λέει, «πολλές φορές ο Τάκης και οι δικοί του χρησιμοποιούσαν καθετήρες και έδιναν στον κόσμο να πιει ρετσίνα. Μόνο που κάποια φορά δεν έβαλαν μέσα ρετσίνα αλλά… Κι όπως καταλαβαίνετε, έγινε χαμός»
Ο Γιάννης Γαλανίδης που ερχόταν στη «Δόμνα» από φοιτητής (‘74-‘79) θυμάται: «Ανηφορίζαμε τα βράδια ασθμαίνοντας προς τα Κάστρα μεγάλες φοιτητοπαρέες. Ρετσίνα, μπουγέλα, έρωτες, μεθύσια και στην αποχώρηση, κατηφορίζαμε τρικλίζοντας, τραγουδώντας τραγούδια του Θεοδωράκη». Μιλώντας για τον Τάκη, λέει πως «ήταν άτομο χαρισματικό, άνθρωπος της παρέας, με χιούμορ και καλή φωνή. Δεν είναι τυχαίο ότι διατηρούσε σχέσεις και συνομιλούσε με γνωστούς και διάσημους από τον χώρο της τέχνης, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και των επιστημών και όχι μόνον της Θεσσαλονίκης. Ένας από αυτούς ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με τον οποίο ήταν φίλοι. Ο ίδιος μας έλεγε πως με τον Λευτέρη δεν συνομιλούσαν αλλά… βριζόντουσαν καθότι και οι δυο ήταν γνωστοί αθυρόστομοι» Μάλιστα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γνώρισε τη γυναίκα του Ράϊα, μέσα στη «Δόμνα» όταν ερχόταν για να συναντήσει φίλους του δημοσιογράφους. Μια φορά έφερε μαζί του και τον Μάνο Λοϊζο».
Αναφερόμενος στις πλάκες που γινόντουσαν στο μαγαζί γελάει καθώς σκέφτεται τα μπουγελώματα. «Όταν περνούσε η ώρα και ο κόσμος δεν έφευγε από το μαγαζί, ο Τάκης άρχιζε να τους μπουγελώνει για να τους διώξει. Ε, και τότε γινόταν χαμός…», λέει ενώ θυμάται ακόμη πως: «κάθε Τρίτη παντρεύαμε τον Τάκη, κάθε φορά και με άλλη κοπέλα. Όποια του άρεσε, την επέλεγε μέσω μιας «στημένης» κλήρωσης και στη συνέχεια χόρευε μαζί της ταγκό. Εμείς από γύρω πετούσαμε κουφέτα και ρύζια! Ο γάμος γινόταν τα μεσάνυχτα!»
Θυμάται πως στην κηδεία του Τάκη, εκεί κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παύλου, έγινε το αδιαχώρητο. «Όχι μόνο ο ναός αλλά και όλη η αυλή ήταν γεμάτη από κόσμο», λέει και σχολιάζει: «Αυτός ήταν ο (κυρ) Τάκης»
Μετά τον Τάκη
Μετά τον θάνατο του Τάκη και επί σχεδόν ένδεκα χρόνια οι γιοί του, Κώστας και Χρήστος άνοιγαν τη «Δόμνα» μόνο κάθε Τρίτη βράδυ. Έτσι, όπως το είχε καθιερώσει ο πατέρας τους. Το έκαναν για να μαζεύονται οι φίλοι του πατέρα τους αλλά και δικοί τους. Μόλις πέρσι (το 2022) προστέθηκε και το Σάββατο στις ημέρες που ανοίγει η «Δόμνα», κι αυτό γιατί η ζήτηση για τραπέζι αυξήθηκε κατακόρυφα.
Το ξεκίνημα
Πιάνοντας την αρχή του νήματος αυτής της 80χρονης διαδρομής το πρώτο που συναντάμε (το 1943, μέσα στον πόλεμο) είναι ένα μικρό μαγαζάκι, μια συνοικιακή μπακαλοταβέρνα της εποχής, χτισμένη από την προσφυγική οικογένεια Νικολαΐδη που βρέθηκε και ρίζωσε στην περιοχή, όπως και τόσο άλλοι πρόσφυγες. Το άνοιξαν η Δόμνα (Σταυρίδου) σύζυγος του Χρήστου Νικολαΐδη (πατέρας του Τάκη Νικολαΐδη). Εκείνο το μαγαζί ονομάστηκε «Ρεματάκι». Όχι τυχαία, αλλά γιατί η πίσω πλευρά του μαγαζιού ήταν χτισμένη πάνω σε βράχο από τον οποίο ανέβλυζε νερό. Αυτό σχημάτιζε ένα εματάκι που περνούσε μέσα από το μαγαζί και συνέχισε μέχρι τον δρόμο, την οδό Αθανασίου Διάκου και στη συνέχεια έπεφτε στον μικρό γκρεμό που σχημάτιζε η πλαγιά. Στο σημείο εκείνο σήμερα λειτουργεί μια παιδική χαρά. Υπάρχει ακόμη αυτός ο βράχος στην εσωτερική πλευρά του μαγαζιού, στη μεριά που βρίσκεται η κουζίνα, αλλά δεν υπάρχει το ρεματάκι.
Όταν το 1952 πέθανε η μάνα του Τάκη, η Δόμνα, η μπακαλοταβέρνα «Ρεματάκι» μετονομάστηκε σε «Δόμνα» και κάποια χρόνια αργότερα, το 1963, ξεκίνησε να λειτουργεί μόνο ως ταβέρνα.
Είναι πολλές ακόμη οι ιστορίες που γεννήθηκαν εκεί μέσα. Κάποιες από αυτές είναι συνδεδεμένες με την περίοδο της χούντας καθώς ο Τάκης είχε τον τρόπο, τη μαγκιά και τα κότσια να το κρατήσει ανοιχτό ακόμη και τότε. Είναι γνωστό σε πολλούς πως την περίοδο της χούντας ο Τάκης είχε εφαρμόσει έναν πρωτότυπο τρόπο επικοινωνίας με τους πελάτες του προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της εποχής. Για όσους δεν γνωρίζουν να αναφέρουμε πως ο Τάκης όταν πίστευε πως μπήκε στο μαγαζί ύποπτο άτομο, πιθανότατα χαφιές ή ασφαλίτης, έβαζε στα πιάτα των γνωστών πελατών ένα καρφί ή μια ασφάλεια του ρεύματος, αντίστοιχα, για να τους ενημερώσει διακριτικά. Το σύστημα “αυτοπροστασίας της«Δόμνας» περιλάμβανε και κάτι άλλο. Στο jukebox, η λίστα τραγουδιών ήταν παραπλανητική. Έτσι, αν ήθελε ο θαμώνας να ακούσει πχ ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, πατούσε πλήκτρα που παρέπεμπαν στο «ακίνδυνο» τραγούδι «Μαρία Πενταγιώτισσα» ή στο χορευτικό κομμάτι της εποχής «Γιάγκα».
Κάπως έτσι, λοιπόν, η «Δόμνα» πάλευε να επιβιώνει και να πορευτεί. Μόνο που οι ιστορίες άρχισαν να κυκλοφορούν στην πιάτσα και η «Δόμνα» απέκτησε τη φήμη της… «αντιστασιακής». Γι αυτό και μπήκε για τα καλά στο «μάτι» της ασφάλειας. Εκείνη την περίοδο ήταν που συνελήφθη ο φοιτητής τότε και αργότερα δημοσιογράφος, Κλέαρχος Τσαουσίδης.
Εκείνη την περίοδο το μαγαζί μάζευε κυρίως φοιτητές. Τα χρόνια όμως κύλισαν και οι τότε εικοσάρηδες και εικοσιπεντάρηδες μεγάλωσαν, μπήκαν στην αγορά εργασίας και έγιναν οικογενειάρχες. Κάποιοι από αυτούς δεν σταμάτησαν να ανηφορίζουν προς τη «Δόμνα». Όταν και όσο συχνά μπορούσαν. Από τους σταθερούς στον χρόνο θαμώνες της «Δόμνας »είναι ο Τάκης (Χριστογεώργης) Καλτσίκης, πρ. αντιπρύτανης του ΑΠΘ.
Ο Τάκης Καλτσίκης όχι μόνο ανηφορίζει ακόμη στη «Δόμνα» κάθε Τρίτη αλλά αποτελεί την ψυχή της παρέας για παλιούς και νέους συνδαιτυμόνες και επιπλέον, τραγουδά επιλεκτικά κάποια αγαπημένα του τραγούδια, όπως «Το τραγούδι του παλιού καιρού» ή αλλιώς «Αλλάζουν οι καιροί περνούν τα χρόνια….» του Ηλία Ανδριόπουλου, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και το απόσπασμα από το Αξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη «Με το λύχνο του άστρου»
Η παρουσία του καταλυτική και καθοριστική, κυρίως για τους νεοφώτιστους. Βλέπετε, όποιος διαβεί την πόρτα του μαγαζιού θεωρείται αυτόματα μέλος της διευρυμένης παρέας. Είναι σαν όλοι να κάθονται στο ίδιο τραπέζι κι ας είναι τα τραπέζια διάσπαρτα στον χώρο. Γίνονται όλοι μια παρέα που συνδιασκεδάζει, τρώγοντας, πίνοντας, τραγουδώντας αλλά και … χορεύοντας, αρκεί να βρεθεί ελεύθερος χώρος.
Το εντυπωσιακό είναι πως η «Δόμνα» που η ιστορία την έχει καταχωρίσει στα «αριστερά» προοδευτικά αντιστασιακά στέκια, έχει θαμώνες διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων. Κάθε «πολιτικής καρυδιάς καρύδι» συναντάς στα τραπέζια της. Όλοι μαζί πίνουν, τρώνε και τραγουδάνε, δίχως ταμπέλες και περιορισμούς. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπεις στη «Δόμνα» γνωστούς δεξιούς να τραγουδάνε τραγούδια ορόσημο της αριστεράς.
Και κάτι σχετικά με το μενού: Στη «Δόμνα» έχεις το δικαίωμα να παραγγείλεις ό,τι μα ό,τι τραβά η ψυχή σου, αλλά και οι ιδιοκτήτες διατηρούν ακέραιο το δικαίωμα να σου σερβίρουν ό,τι… έχουν. Πάντως ένα είναι βέβαιο: Όλοι είναι ευχαριστημένοι. Μικρές αλλά ουσιαστικές διαφορές που κράτησαν το ιστορικό αυτό μαγαζί ψηλά στην κατάταξη της παρεϊστικης διασκέδασης. Ακόμη και σήμερα.
Για τη ιστορία να αναφέρουμε ότι πριν από τέσσερα χρόνια, στο μαγαζί αυτό, ο συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, Γιάννης Καρασάββας συνέλαβε την ιδέα δημιουργίας του μουσικού σχήματος: «Τα δέκα μπουζούκια της «Δόμνας». Ένα σχήμα που εμφανίστηκε μόλις δύο φορές στη «Δόμνα» και στη συνέχεια βγήκε στη πιάτσα ακολουθώντας αυτόφωτη και αυτόνομη πορεία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕΔιαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.