Όταν στα 24 χρόνια του του προτάθηκε μία θέση στο επιτελείο του περίφημου αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ στην Αθήνα, ο Τσαρλς Ογκλ πίστευε ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεοί τού είχαν φυλαγμένη την καλύτερη μοίρα. Η Αθήνα τον καλούσε κι εκείνος δεν πίστευε στην τύχη του.
Θαύμαζε τον τόπο όχι μόνο για τα λαμπρά δημιουργήματα των προγόνων του, αλλά για τη δύναμή του να πολεμάει μέχρις εσχάτων τον τουρκικό ζυγό.
Από τη μία, λοιπόν, η «κρυφή ερωμένη», καθώς αποκαλούσε την Αθήνα, κι από την άλλη, ο περίφημος Τσίλερ, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Σχολείο των Τεχνών (κατοπινό Πολυτεχνείο), που είχε ανάγκη από νέους επιστήμονες με φαντασία και κέφι για δουλειά στην αρχιτεκτονικά παρθένα πόλη. Ο Τσαρλς είπε αμέσως το «ναι». Θα ζούσε το όνειρό του! Και θα πέθαινε γι αυτό...
Ο Τσαρλς Ογκλ (Charles Chaloner Ogle) γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1851. Ήταν ο τέταρτος γιος του Τζον, Βρετανού επιχειρηματία με τίτλο και περιουσία. Σπούδαζε και ταυτόχρονα αρθρογραφούσε στο «Builder Magazine», ένα περιοδικό ποικίλης υλικής, εστιασμένο, ωστόσο, σε δημοσιεύματα αρχιτεκτονικής. Ο Τσαρλς ανακάλυψε εκεί την κλίση του και προς τη δημοσιογραφία.
Τα θέματα με τα οποία κατέληξε να καταπιάνεται δεν ήταν της επιστήμης του. Τον ενδιέφερε η πολιτική και η εποχή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πλήρης πολιτικών ανακατατάξεων...
Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ...
Φτάνει στην Αθήνα το 1875 και τον επόμενο χρόνο καταφέρνει να κερδίσει τον τίτλο του ανταποκριτή των «Times» του Λονδίνου στα Βαλκάνια. Είναι η χρονιά της έκρηξης του σερβοτουρκικού πολέμου στην περιοχή του Μαυροβουνίου. Η εφημερίδα τού αναθέτει την κάλυψη των γεγονότων. Ο Τσαρλς βαφτίζεται «πολεμικός ανταποκριτής». Αλλά και στην Ελλάδα τα πράγματα δεν έχουν ηρεμήσει ακόμα. Κρήτη, Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία είναι ακόμη υπό τον οθωμανικό ζυγό και τώρα εκδηλώνονται επαναστατικά κινήματα. Ο Ογλ δεν προλαβαίνει να στέλνει ανταποκρίσεις.
Εκθειάζει το αδέσμευτο πνεύμα, το πείσμα, τη μαχητικότητα και την ανωτερότητα των Ελλήνων. Εξαίρει το έργο των προσωρινών διοικήσεων και ιδιαίτερα αυτής του Πηλίου στη Θεσσαλία και κατακεραυνώνει με τον ευθύ λόγο του τις δολοφονίες του άμαχου πληθυσμού από τους Οθωμανούς ατάκτους.
Αυτήν την εποχή, στην Ελλάδα υπουργός Εξωτερικών είναι ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος παρακολουθεί με προσοχή την προσφορά του νεαρού Βρετανού στα ελληνικά πράγματα. Επιχειρώντας να τον... δέσει και επισήμως στο φιλελληνικό άρμα προτείνει να του απονεμηθεί ο Αργυρός Σταυρός. Πριν καλά καλά κλείσει τα 26 του χρόνια, ο Ογλ είναι ένας παρασημοφορημένος φιλέλληνας και καμαρώνει.
Οι ξένες εφημερίδες δημοσιεύουν, αλλά κάτι δεν πάει καλά... Ο Ογλ καταγγέλλει ως ψευδείς τις πληροφορίες που φεύγουν στον υπόλοιπο ξένο Τύπο από τα πεδία των συγκρούσεων. «Βλέπω στον ευρωπαϊκό Τύπο να αναφέρεται πως η εξέγερση υπάρχει μόνο κατ' όνομα. Ας έρθουν εδώ οι συντάκτες και θα δουν πως τα πράγματα είναι αλλιώς...» θα δημοσιεύσει στη δική του ανταπόκριση στους βρετανικούς Times.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Ένα περιστατικό σε μία επαρχία της Αγιάς θα σημάνει την αρχή του τέλους του.
Ο Βρετανός δημοσιογράφος, που με τις παθιασμένες ανταποκρίσεις του προσπαθεί να προκαλέσει τη σωτήρια για τους Έλληνες επέμβαση των συμπατριωτών του, ζητεί από τον επίτροπο Λόνγκγουορθ (Longworth) να μεταβεί στη Βουλγαρινή της Αγιάς για να επιβεβαιώσει τις σφαγές. Πράγματι, εκείνος πηγαίνει αλλά επιστρέφει, υποστηρίζοντας πως δεν συμβαίνει τίποτε το ανησυχητικό και διαψεύδοντας τις ανταποκρίσεις του Ογλ. Ο δημοσιογράφος σπεύδει στο θεσσαλικό χωριό και σχεδόν «ανακρίνει» τους προεστούς, που του αποκαλύπτουν ότι είπαν ψέματα στον Άγγλο επιτετραμμένο επειδή τους είχε απειλήσει ο Τούρκος αξιωματικός, Αμούς, που υποκινούσε τις σφαγές. Η ανταπόκριση του Ογλ στο φύλλο της 3ης Μαρτίου 1878 των Times είναι κόλαφος για τους Οθωμανούς. Παρουσιάζει ως αυτουργό των σφαγών στο Πήλιο τον Αμούς αγά. Μόλις τρεις μέρες μετά, οι τουρκικές Αρχές, μέσω του Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, στέλνουν επιστολή στον Βρετανό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Ντισραέλι, με την οποία καταγγέλλουν ότι ο δημοσιογράφος Τσαρλς Ογλ στο ταξίδι του στη Βουλγαρινή συνοδευόταν από τον ελληνικής καταγωγής Βρετανό υπήκοο Ιωάννη Βογιατζή, ο οποίος «είναι πράκτορας που υποκινεί τους Έλληνες σε ανταρσία».
Ο Ογλ έχει μπει στο ρουθούνι των Τούρκων και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να απαλλαγούν από αυτόν. Όταν ο Χόμπαρτ πασάς (ένας Βρετανός αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, που με την αποστράτευσή του έσπευσε να προσφέρει αντί αμοιβής τις υπηρεσίες του στον σουλτάνο) ζητά από τον Ογλ να μεσολαβήσει στους επαναστάτες να εγκαταλείψουν τα όπλα, ειδάλλως θα βομβαρδίσει τη Μακρινίτσα, εκείνος απαντά με μία προκλητική επιστολή: «Εξοχότατε, λυπούμαι ότι αι ασχολίαι μου δεν μοι επιτρέπουσιν να σας επισκεφθώ αυτοπροσώπως. Έμαθον ότι προτίθεστε να βομβαρδίσετε την Μακρινίτσαν και μεταβαίνω εκεί χάριν ασφαλείας...»! Θυμωμένος ο Χόμπαρτ τού διαμηνύει πως θα τον διώξει από τα τουρκοκρατούμενα εδάφη. Η απόκριση του Ογλ τον οργίζει ακόμη περισσότερο: «Ναι, αλλά εγώ δεν θα αποχωρήσω, όπως υμείς εγκαταλείψατε την Αγγλία»!
Αυτά είναι τα τελευταία δημοσιοποιημένα λόγια του Ογλ. Έκτοτε τα βήματά του χάνονται. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο νεαρός αναχωρεί από τον Βόλο για τη Μακρινίτσα το πρωί της Πέμπτης 16 Μαρτίου 1878. Η εισβολή στο χωριό γίνεται το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Οι πληροφορίες για την έκβαση της μάχης και τις βιαιότητες που την ακολουθούν δεν αργούν να φτάσουν στον Τρικούπη, ο οποίος στέλνει τον συνεργάτη του Στέφανο Στρέητ στον Βόλο, προκειμένου να πείσει τους οπλαρχηγούς του Πηλίου να συνθηκολογήσουν με τους Τούρκους για να μην αιματοκυλιστεί ολόκληρη η Θεσσαλία και να εντοπίσει τον Ογλ, του οποίου τα ίχνη έχουν χαθεί.
Στις 22 Μαρτίου, ένας Τούρκος εργαζόμενος στο ιταλικό προξενείο αναφέρει ότι ένα αποκεφαλισμένο σώμα έχει βρεθεί στην περιοχή Μέγα Ρέμα ανάμεσα στη Μακρινίτσα και την Πορταριά. Ο Στρέητ σπεύδει στο σημείο και πληροφορείται από τους χωρικούς ότι την επομένη της έναρξης της μάχης ένας από τους άτακτους στρατιώτες περιέφερε καρφωμένο στη ξιφολόγχη του το κεφάλι του Ογλ.
Η είδηση της δολοφονίας του Βρετανού δημοσιογράφου προκαλεί βαθιά συγκίνηση σε Έλληνες και ξένους.
Η κηδεία του Ογλ γίνεται δημοσία δαπάνη στις 29 Μαρτίου 1878 στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας. Τα καταστήματα κλείνουν για να τιμήσουν τον νεκρό όσοι επιθυμούν. Για την ταφή του επιλέγεται τόπος πλάι στο μνήμα του Κανάρη. Σε έναν συγκινητικό επικήδειο, ο διανοούμενος, πολιτικός και δημοσιογράφος Τιμολέων Φιλήμων συγκρίνει τον φιλελληνισμό του Ογλ με εκείνον του Βύρωνα και του Κάνιγκ και καταλήγει: «Έζησεν, εμαρτύρησεν και απέθανε διά την Ελλάδα».
Έναν και πλέον αιώνα μετά, ο τάφος του Ογλ πωλείται σε άλλη οικογένεια. Το μάρμαρο που τον σκέπαζε μαζί με τα μάρμαρα άλλων «χρονιζόντων» τάφων καταλήγουν πλάκες στα πεζοδρόμια της Αθήνας. Όσο για την επιτύμβια στήλη που κοσμούσε το μνήμα και είχε φιλοτεχνηθεί με πρωτοβουλία Ελλήνων και ξένων ιδιωτών, αυτή μεταφέρθηκε στη Μακρινίτσα και τοποθετήθηκε στη θέση Μπράνη, δίπλα στο ηρώο των πεσόντων στις μάχες του 1878.
Ο νεαρός πολεμικός ανταποκριτής, που έδωσε τη ζωή του για το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας, έδωσε και το όνομά του σε δύο θεσσαλικούς δρόμους, στον Βόλο και τη Λάρισα.
Ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος που δολοφονήθηκε στην Ελλάδα αλλά όχι ο τελευταίος. Έκτοτε, άλλοι οκτώ πλήρωσαν με τη ζωή τους τα ιδανικά και τη δράση τους: Ο Ανδρέας Καβαφάκης το 1922, ο Κώστας Βιδάλης το 1946, ο Τζορτζ Πολκ το 1948, ο Τζώρτζης Αθανασιάδης το 1983, ο Νίκος Μομφεράτος το 1985, ο Παύλος Μπακογιάννης το 1989, ο Σωκράτης Γκιόλιας το 2010 και ο Γιώργος Καραϊβάζ το 2021.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.