ΚΑΙΡΟΣ

Η σύζυγος του Απόστολου Λύτρα τοποθέτησε το Panic Button - «Συγκρούσεις» μετά τις παρεμβάσεις του Αρείου Πάγου

Your browser doesn’t support HTML5 audio

Με νέα παρέμβαση - δεύτερη ο Άρειος Πάγος ζητά επίσπευση της ανακριτικής διαδικασίας και δίκη του ποινικολόγου - Ανακοινώσεις από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και από τον Δικηγορικό Σύλλογο Ελλάδος υπέρ της απόφασης να μην προφυλακιστεί ο Απόστολος Λύτρας

Σε κατάσταση σοκ παραμένει η σύζυγος του Απόστολου Λύτρα, σχεδόν τρία 24ωρα μετά την άγρια επίθεση που δέχτηκε από τον γνωστό ποινικολόγο. 

Η 37χρονη δικηγόρος βρέθηκε το μεσημέρι της Τρίτης στο γραφείο ενδοοικογενειακής βίας στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας, όπου εγκατέστησε το Panic Button στο κινητό της τηλέφωνο. Την ίδια ώρα, έξω από το σπίτι της, όπου πλέον απαγορεύεται να πλησιάζει ο ποινικολόγος, μετά τα περιοριστικά μέτρα που του επιβλήθηκαν έχει διατεθεί περιπολικό για 24ωρη φύλαξη.

Σύμφωνα επίσης με τα όσα μετέδωσε στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ, ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Σπυρόπουλος, το βράδυ στις 16 Ιουνίου όταν η ανακρίτρια επισκέφθηκε στο σπίτι της 37χρονη προκειμένου να δώσει κάποια συμπληρωματικά στοιχεία και να διαπιστώσει και από κοντινή απόσταση ουσιαστικά την κλινική κατάσταση του θύματος. Εκεί η 37χρονη αποκάλυψε στην ανακρίτρια πως φοβάται για τη ζωή της.

«Είμαι χάλια και σωματικά και ψυχικά. Προσπαθώ να διαφυλάξω και τη σωματική και την ψυχική μου υγεία. Τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους. Δεν είμαι καλά. Πώς να είμαι καλά; Δεν γινόταν άλλο» δήλωσε η 37χρονη σύζυγος του ποινικολόγου.

Τι κατέθεσε το θύμα

Την ίδια ώρα, σοκάρει η κατάθεση του θύματος για τα όσα συνέβησαν το βράδυ εκείνο.

«Κάποια στιγμή γύρω στις 11 και μισή λογομάχησαν για ασήμαντη αφορμή και συγκεκριμένα γιατί εγώ κοίταζα το κινητό μου και ο σύζυγός μου δεν ξέρω τι θεώρησε, πάντως μου έκανε σκηνή ζηλοτυπίας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ μιλούσα με την αδερφή μου στην οποία είχα αφήσει το παιδί μου για να βγούμε και η οποία μου έστελνε βιντεάκια με τη μικρή μου. Μου ζήτησε επιτακτικά να φύγουμε, αλλιώς θα έκανε φασαρία μέσα στο μαγαζί.

Μόλις έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο άρχισε να με βρίζει και μου έριξε την πρώτη μπουνιά. Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο έχοντας τα χέρια του σε γροθιά. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα, φώναζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει. Το πρόσωπο μου ήταν γεμάτο αίματα. Ένιωθα ότι πνίγομαι. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα χάσω τις αισθήσεις μου» κατέθεσε η 37χρονη.

«Με οδήγησε στο σπίτι. Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο προκειμένου να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου» συνέχισε στην κατάθεσή της η σύζυγος του κ. Λύτρα.

«Μπήκαμε μαζί στην είσοδο της Ευρωκλινικής. Είπα ότι θέλω να με δει γιατρός στα επείγοντα επειδή έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Με πήρε κατευθείαν ο γιατρός στο εξεταστήριο μόνη μου και δεν επέτρεψε στον σύζυγό μου να μπει. Μαζί ήρθε και μια νοσοκόμα. Μόλις με πλησίασε η νοσοκόμα της είπα αμέσως ότι με έχει χτυπήσει ο άνδρας μου. Ότι φοβάμαι και τον ίδιο και το είπα και στον γιατρό. Μου είπαν ότι θα ειδοποιήσουν την αστυνομία… Όπως πράγματι και έγινε. Τον Οκτώβρη του είχα ζητήσει να χωρίσουμε αλλά δεν ήταν βίαιος παρότι ήταν δύσκολος ως χαρακτήρας». κατέληξε.

Νέα παρέμβαση της Εισαγγελέως Αρείου Πάγου

Την ίδια ώρα, νέα παρέμβαση εκδηλώθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη στην υπόθεση καθώς η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός ζητά από την ανακρίτρια Χριστίνα Σαλάπα που χειρίζεται το σχετικό φάκελο, κατά απόλυτη προτεραιότητα να ολοκληρώσει το ανακριτικό έργο και κατ' απόλυτη προτεραιότητα ο Απόστολος Λύτρας να δικαστεί.
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τη συντομότατη ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών επικαλούμενη τη βαναυσότητα της κακοποίησης, την επικινδυνότητα του δράστη και τον κίνδυνο τον οποίο συνεχίζει να διατρέχει το θύμα.

Η νέα παρέμβαση σε ανώτατο επίπεδο προκλήθηκε από την απόφαση της ανακρίτριας και του αρμόδιου εισαγγελέα να αφήσουν ελεύθερο τον γνωστό δικηγόρο με την επιβολή περιοριστικών όρων και να μην προχωρήσουν, αν και είχαν τη νομική ευχέρεια, στην προσωρινή του κράτηση.

Οι όροι που έχουν επιβληθεί στον Απόστολο Λύτρα είναι υποχρέωση μετοίκησης σε άλλο σπίτι, η απαγόρευση να πλησιάζει τη σύζυγο του θύμα της βαριάς κακοποίησης και τέλος η υποχρέωση του να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα θεραπείας για να μην επαναλάβει τη βίαιη συμπεριφορά του κάτι στο οποίο και ο ίδιος αναφέρθηκε μετά την απολογία του σε δημόσια δήλωση του, αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του.

Η επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών επιβλήθηκε από το γεγονός ότι η απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα να τον αφήσουν ελεύθερο δεν αλλάζει.
Σημειωτέον ότι με παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και της Προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου Ιωάννας Κλάπα ελέγχονται για την απόφαση τους τόσο η ανακρίτρια όσο και ο εισαγγελικός λειτουργός.

Αναλυτικά η παρέμβαση της κυρίας Γεωργίας Αδειλίνη

«Αφού λάβαμε υπόψη την εξαιρετική σοβαρότητα της πρόσφατης υπόθεσης κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α. Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ.Π., ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενης ενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πιο πάνω πράξης, διατάσσουμε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 εδ. γ ΚΠΔ: α) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της συναφούς κυρίας ανάκρισης, που διενεργείται ήδη δυνάμει παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων και β) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, ομοίως, εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.  

Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου».

Αντιδρά η Ένωση Δικαστών – «Δεν μπορεί να περνά από πειθαρχικό η κρίση των δικαστών»

Έντονη ήταν η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την παρέμβαση του Αρείου Πάγου σχετικά με την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους ο δικηγόρος Απόστολος Λύτρας, ο οποίος παραδέχτηκε ότι ξυλοκόπησε τη σύζυγό του.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε μια μακροσκελή επιστολή αναφέρει για την παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην υπόθεση Λύτρα πως «η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο» και τονίζει πως: «Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση».

Η επιστολή της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:

«Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος « Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας», ενώ κατά την παράγραφο 2 «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…», ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης». Άλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ «..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για την δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων».

Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου. Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης. Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή, είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.

Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών. Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ΄ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρόλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.

Η ανεξαρτησία του δικαστή – ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας – καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδηση του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο. Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ΄ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε, δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη».

Βερβεσός: Επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις από τον Άρειο Πάγο

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Δημήτρης Βερβεσός, ο οποίος με ανακοίνωσή του κάνει λόγο για επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις.

Η ανακοίνωση του Βερβεσού:

«Ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, με αφορμή το από 17.6.2024 κοινό Δελτίο Τύπου της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, έκανε την ακόλουθη δήλωση:

Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα, που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις “του κινήματος της πετσέτας”, των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο της 11χρονης.
Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του…

Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περιπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς.

Δυστυχώς, η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της. Ετσι, περιπτώσεις πολιτών, που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα.

Το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με την επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα».

Πηγή: skai.gr