Η άγνωστη «Σπιναλόγκα» του Πειραιά και οι τραγικές ανθρώπινες ιστορίες της

Η νησίδα του Αγίου Γεωργίου, στην είσοδο του λιμανιού της Σαλαμίνας λειτούργησε μέχρι το 1947 ως λοιμοκαθαρτήριο και τόπος καραντίνας για τους επισκέπτες της χώρας. 

«Σπιναλόγκα» του Πειραιά χαρακτηρίζεται η νησίδα του Αγίου Γεωργίου, στην είσοδο του λιμανιού της Σαλαμίνας, που επιλέχθηκε τον 19ο αιώνα για να επιτελέσει τον σκοπό του λοιμοκαθαρτηρίου, λόγω της γειτνίασής της με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, όχι μόνο στις κατά καιρούς πανδημικές εξάρσεις, αλλά και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν υποδεχόταν χιλιάδες πρόσφυγες.

Φωτογραφίες από το λεύκωμα της συλλογής του Αναστάσιου Κανελλόπουλου, που απεικονίζουν απελευθερωθέντες αιχμαλώτους που έφτασαν στους πρώτους μήνες του 1923 στη νησίδα του Αγίου Γεωργίου, παρουσίασε σήμερα ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Στράτος Δορδανάς, στο πλαίσιο του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, με θέμα «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή», που ξεκίνησε στην Καλαμαριά.

«Αρκετοί από αυτούς είναι ρακένδυτοι και τραυματίες, όλοι εμφανώς καταβεβλημένοι και με ξυρισμένα κεφάλια για λόγους υγιεινής, δεχόμενοι αρχικά στοιχειώδη περίθαλψη με τροφή και κουβέρτες στην ύπαιθρο χώρα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Περιγράφοντας την ιστορία της νησίδας, ο κ. Δορδανάς σημείωσε ότι μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο επέστρεψε στην κύρια επιτέλεσή της, αυτή του λοιμοκαθαρτηρίου, ενώ άνθρωποι και εμπορεύματα περνούσαν υποχρεωτικά από την καραντίνα που είχε επιβάλλει το ελληνικό κράτος στα μεταβαλλόμενα τότε σύνορά του.

Για τους ανθρώπους, η παραμονή μπορεί να διαρκούσε έναν μήνα περίπου, ενώ για εμπορεύματα και περισσότερο.

Μετά τη μικρασιαστική καταστροφή κατακλύστηκε από χιλιάδες πρόσφυγες, ενώ μαρτυρίες όσων πέρασαν από εκεί αναφέρουν:

«σε έναν μικρό μώλο, όπου μας οδηγούν οι βαρκάρηδες, στέκει ένας κύριος με άσπρο κασκέτο, δουλοπρεπής με τους πλούσιους και ως και άξεστος με τους ταλαίπωρους. Ένας υπάλληλος, ένας γραφειοκράτης. Συρματοπλέγματα χωρίζουν τα παραπήγματα. Η καραντίνα. Βρωμερή καραντίνα σε ένα έρημο νησί στο μέγεθος μιας μεγάλης πλατείας. Καραντίνα ηλίθια ενάντια σε όλους τους νόμους της λογικής. Εστία χολέρας. Εδώ υπάλληλοι, εκεί λωποδύτες και ανέντιμοι. Όνειδος για την ελληνική κυβέρνηση που καθιέρωσε αυτό τον θεσμό.

Μας κράτησαν εκεί τέσσερις μέρες, βάζοντάς μας να πλαγιάσουμε με άγνωστους, μέσα στα ζωύφια και τις σαρανταποδαρούσες, κάτω από έναν πύρινο ουρανό, χωρίς ένα δέντρο σε εκείνο το νησί του διαβόλου.

Ένα εστιατόριο με πομπώδη τίτλο, τόπος κατεργιάς, όπου εκείνοι που το πατρονάρουν, ένας βουλευτής καθώς φαίνεται, επιτρέπουν να πουλιέται το νερό 40 λεπτά το λίτρο και σε υποχρεώνουν να τρως βρωμιές σε εξοργιστικές τιμές».

Φτωχά είναι τα διαθέσιμα στοιχεία για την πορεία της νησίδας μεταξύ 1923 - 1944, στο διάστημα κατά το οποίο η χρήση της ως ναυστάθμου από τους Γερμανούς κατά την κατοχή συνιστά ασφαλώς τομή στη χρήση της για στρατιωτικούς σκοπούς.

Με την απελευθέρωση επέστρεψε και το λοιμοκαθαρτήριο, όταν το 1947 από εκεί πέρασαν για κάθαρση μερικές εκατοντάδες ταξιδιωτών από την Αίγυπτο εξαιτίας έξαρσης χολέρας. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά.

Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, «μέχρι τον Αύγουστο του 1967 η νησίδα λειτούργησε περιοδικά ως αποικία φρενοβλαβών για να αποκοπεί έκτοτε από τον πολιτικό βίο της, περνώντας μέχρι σήμερα στα χέρια του Πολεμικού Ναυτικού για χάρη του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας».

Ο κ. Δορδανάς σχολίασε, κλείνοντας την εισήγησή του, ότι «σήμερα, η νησίδα του Αγίου Γεωργίου αναμένει καρτερικά τη δική του Βικτώρια Χίσλοπ, στο πρόσωπο της Λήδας Παπαστεφανάκη.

Το επιστημονικό πρόγραμμα υπό την εποπτεία της αναμένεται και εκτιμάται ότι θα δώσει ιστορική υπόσταση και φωνή στα εγκαταλελειμμένα και ξεχασμένα λοιμοκαθαρτήρια του ελλαδικού χώρου», πρόσθεσε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ