ΚΑΙΡΟΣ

Επιστροφή στις διατροφικές... ρίζες

Μπίρα από ελληνικά κριθάρια, γαλακτοκομικά προϊόντα αποκλειστικά από ελληνικό γάλα, προϊόντα αγροτικών συνεταιρισμών σε ξένες εκπτωτικές αλυσίδες. Την αξία των ελληνικών προϊόντων, των πρώτων υλών που παράγονται εντός Ελλάδος ανακαλύπτουν όχι μόνο οι καταναλωτές, αλλά και η βιομηχανία τροφίμων, είτε πρόκειται για αμιγώς ελληνικές είτε για πολυεθνικές επιχειρήσεις.

Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις η βιομηχανία τροφίμων προηγήθηκε της καταναλωτικής τάσης που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα. Εκτός από τη χρήση πρώτων υλών από την Ελλάδα, η βιομηχανία τροφίμων επιχειρεί να μας φέρει σε επαφή με το παρελθόν για να ανακαλύψουμε ξεχασμένες γεύσεις, όπως τα παραδοσιακά ζυμαρικά ή γεύσεις που τις είχαμε συνδέσει μόνο με εισαγόμενα προϊόντα, όπως το βούτυρο.

Μπίρα από ντόπιο κριθάρι

Τον δρόμο για τη χρήση ελληνικών κριθαριών στην παρασκευή της μπίρας άνοιξε το 2008 η Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Από τότε μέχρι και σήμερα η εταιρεία για τις ανάγκες της παρασκευής της Amstel και της Αλφα προμηθεύεται κριθάρι από παραγωγούς της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας. Την περίοδο 2008 - 2010 προμηθεύτηκε περίπου 40.000 τόνους κριθαριού αξίας 8 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2011 υπολογίζεται ότι προμηθεύτηκε άλλους 18.000 τόνους. Στόχος της εταιρείας είναι μέχρι το 2014 να φτάσει τους 70.000 τόνους. Ομως, δεν περιορίστηκε εκεί. Φέτος εγκαινίασε στη Λαμία, τη Νιγρίτα Σερρών, τη Νίκαια Λάρισας και τη Λιβαδειά πειραματικές καλλιέργειες κριθαριού με στόχο τη δημιουργία νέων ποικιλιών με καλύτερα χαρακτηριστικά και ανώτερη ποιότητα.

Φέτος, ωστόσο, ήταν και η σειρά της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας, που παράγει την μπίρα FIX, να δραστηριοποιηθεί στην παραγωγή ελληνικού κριθαριού, δημιουργώντας στη Θήβα πειραματικό αγρό έκτασης 200.000 τ.μ. Στον αγρό αναπτύσσονται δύο διαφορετικές ποικιλίες κριθαριού και η εταιρεία προσδοκά στην παραγωγή 100.000 κιλών έως τις αρχές του καλοκαιριού του 2012. Στόχος της είναι τα επόμενα χρόνια οι ανάγκες της σε κριθάρι να καλύπτονται κατά 100% από την εγχώρια παραγωγή μέσω προγραμμάτων συμβολαιακής γεωργίας.

Εγχώριο γάλα

Αποκλειστικά ελληνικό γάλα, το 15% της εγχώριας γαλακτοπαραγωγής, χρησιμοποιεί πλέον στη νέα της μονάδα στην Πάτρα μια από τις πιο γνωστές παγκοσμίως εταιρείες γαλακτοκομικών προϊόντων, η FrieslandCampina. Με τη βιομηχανία συνεργάζονται οι κτηνοτρόφοι του θεσσαλικού συνεταιρισμού ΘΕΣγάλα που δημιουργήθηκε πρόσφατα, καθώς και 40 μεμονωμένοι παραγωγοί.

Το ολιγοπώλιο των εισαγόμενων προϊόντων στην κατηγορία του βούτυρου (ζωικού και όχι φυτικού) αποφάσισε να «σπάσει» η Μινέρβα φέρνοντάς μας ξανά στο μυαλό μυρωδιές και γεύσεις χωριού με το ομώνυμο προϊόν της. Μάλιστα, αν και η εταιρεία στο ελληνικό κοινό είναι γνωστή για το ελαιόλαδό της, οι πωλήσεις βούτυρου «τρέχουν» με διψήφιο ποσοστό.

Ελληνικά σιτηρά

Τη στροφή των καταναλωτών στα ελληνικά προϊόντα επιχειρεί να αξιοποιήσει η Misko. Βεβαίως, όλα τα προϊόντα της εταιρείας παράγονται στην Ελλάδα από ελληνικά σιτηρά, αλλά η εταιρεία αποφάσισε να λανσάρει τη σειρά προϊόντων Misko Παραδοσιακά, τα οποία μοιάζουν με χειροποίητα ζυμαρικά από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.

Την ίδια ώρα εξαιρετικά δημοφιλή, παρά το γεγονός μάλιστα ότι οι τιμές τους είναι υψηλότερες, έχουν γίνει προϊόντα μικρότερων ελληνικών εταιρειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα χειροποίητα ζυμαρικά και άλλα προϊόντα της εταιρείας Μυλέλια ή τα προϊόντα της εταιρείας Gaea (ελαιόλαδο, σάλτσες κ.ά.), που κατακτούν την ελληνική αλλά και ξένες αγορές.

Η ίδια τάση εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα τόσο στον κλάδο της εστίασης όσο και στα ξενοδοχεία. Η κυρίαρχη τάση είναι πλέον η κουζίνα που βασίζεται στη μεσογειακή διατροφή και στα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα. Στα ξενοδοχεία από την άλλη είτε μέσα από οργανωμένες πρωτοβουλίες του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος είτε μέσω κινήσεων μεμονωμένων ξενοδόχων τα ελληνικά προϊόντα βρίσκονται στο επίκεντρο. Τελευταίο παράδειγμα η υπογραφή μνημονίου συνεργασίας μεταξύ του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) και του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, ενώ πριν από λίγους μήνες είχε εγκαινιασθεί η πρωτοβουλία «Ελληνικό Πρωινό».

Πριν από κάποια χρόνια η επιστροφή στις ρίζες θα ήταν μάλλον μόδα και σαν τέτοια παροδική. Ισως τώρα, που έχει προκύψει περισσότερο από ανάγκη, να αποκτήσει μεγαλύτερη διάρκεια και βάθος. Οσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, λέει ο λαός. Στην περίπτωση αυτή μάλλον ισχύει το «όσα φέρνει η κρίση δεν τα φέρνει ο χρόνος».

Ο κρίσιμος παράγοντας «made in Greece»

Την τάση των καταναλωτών, αλλά και των επιχειρήσεων, για επιστροφή στα ελληνικά προϊόντα ερμηνεύει, μιλώντας στην «Κ», ο κ. Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής του Μάρκετινγκ στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας:

«Αντιμετωπίζουμε σήμερα την κρίση και την κατάρρευση ενός μη βιώσιμου μοντέλου βασιζόμενου σε εισαγωγές και εξωτερικό δανεισμό. Τα σκληρά βιώματα και οι συζητήσεις της κρίσης έκαναν αντιληπτή σε πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού την κρισιμότητα της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής για την οικονομία και την κοινωνία. Οι καταναλωτές δείχνουν σήμερα, μέσα στην κρίση, έντονο ενδιαφέρον για το “made in Greece”. Θέλουν μέσα από τις αγορές τους να στηρίξουν τη δοκιμαζόμενη ελληνική αγροτική και βιομηχανική παραγωγή και τις συνδεδεμένες θέσεις εργασίας. Καθώς η προέλευση των προϊόντων αναδεικνύεται ένα βασικό αγοραστικό κριτήριο, οι επιχειρήσεις δίνουν με τη σειρά τους έμφαση στον παράγοντα “made in Greece”, που διαδραματίζει πλέον σημαντικό ρόλο στην προϊοντική και επικοινωνιακή στρατηγική παραγωγών και εμπόρων. Οι εξελίξεις αυτές είναι θετικές. Οι ενισχυμένες προτιμήσεις των καταναλωτών για ελληνικά προϊόντα μπορούν να συμβάλουν στην απασχόληση και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας». Πηγή: Αναδημοσίευση από την Καθημερινή, Της Δημητρας Μανιφαβα