Δίκη για τη φωτιά στο Μάτι: «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις πως εγκατέλειψα τη μητέρα μου»

Συγκλονίζουν οι καταθέσεις συγγενών των θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στη φονική πυρκαγιά

Για την τραγωδία που έζησαν όταν βρήκαν τις σορούς των δικών τους ανθρώπων απανθρακωμένες στο οικόπεδο Φράγκου μετά τη φωτιά στο Μάτι, κατέθεσαν σήμερα στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά, συγγενείς θυμάτων.

Με δάκρυα στα μάτια περιέγραψαν τα όσα βίωσαν εκείνες τις τραγικές ώρες, όπου αναζητούσαν τους συγγενείς του στο Λιμεναρχείο της Ραφήνας, όπου τα καΐκια αποβίβαζαν επιζήσαντες αλλά και νεκρούς της τραγωδίας.

Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση του κ. Αριστομένη Γραικιώτη, η σύντροφος του οποίου βρέθηκε απανθρακωμένη στο κτήμα της οικογένειας Φράγκου, το οποίο έγινε ο τάφος 26 ανθρώπων. Ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που έκανε να βρει τη σύντροφο του, πέφτοντας στη θάλασσα, όπου ένα καΐκι τον περισυνέλεξε. Αυτό το καΐκι, όπως ανέφερε, που άνηκε σε ιδιώτη, περισυνέλλεξε και τη σορό της 13χρονης Εβίτας Φύτρου, η οποία έπεσε από τα βράχια στη θάλασσα για να σωθεί.

Άλλη μία μάρτυρας κατέθεσε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας πως αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τη μητέρα της ενώ την είχαν περικυκλώσει οι φλόγες στις 23 Ιουλίου 2018, όταν η φωτιά κατέκαψε το Μάτι.

Η μαρτυρία της για τη φωτιά στο Μάτι είναι πραγματικά ανατριχιαστική. 

«Με καταδικάσανε να έχω τύψεις πως εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή, χάσαμε φίλους, παιδιά, κινδύνευσα να χάσω τα παιδιά μου. Δυστυχώς δεν έχω ακούσει καμία συγγνώμη, όλα τα έκαναν καλά, υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν ούτε να πάρουν μία κρέμα για τα τραύματα τους. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν! Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες», είπε. 

Η μάρτυρας, Αγγελική Κωνσταντάκη, η οποία ζει στο Μάτι από το 1966, περιέγραψε στο δικαστήριο, το ιστορικό εκείνης της ημέρας ενώ ξέσπασε επισημαίνοντας πως μέχρι και σήμερα, λόγω των ευθυνών του Δήμου, δεν γνωρίζει ποιος είναι ο τάφος της μητέρας της. «Εκείνη ημέρα πήγαμε στη θάλασσα στη Ραφήνα με τον άνδρα μου και τον ένα γιο μου. Περάσαμε από τη πυροσβεστική στη Ραφήνα πριν πάμε στη θάλασσα και μας έκανε εντύπωση ότι επικινδυνότητα ήταν 5. Ενώ ήμασταν στη θάλασσα Βλέπαμε καπνό Κινέτας στη θάλασσα. Γύρω στις 5 γυρίσαμε στο Μάτι. Ήταν δυσάρεστο συναίσθημα να βλέπουμε κάτι να καίγεται. Ανέβαιναν ο άνδρας μου, ο γιος μου στην ταράτσα. Δεν έβλεπαν τίποτα» τόνισε η μάρτυρας.

Όπως είπε ακούσανε και τον δήμαρχο Ραφήνας-Πικερμίου, Ευάγγελο Μπουρνούς πως δεν υπήρχε κάτι ανησυχητικό και αυτό τους καθησύχασε.

«Υπήρχε έννοια αλλά όχι ανησυχία. Κάποια στιγμή, υπήρχε πολύ καπνός. Αυτό έγινε στις 6:20. Πήρα μητέρα μου να κατέβουμε στο λιμάνι Ματιού. Βλέπω στο λιμάνι είναι πάρα πολλά αυτοκίνητα. Κάνω επιτόπου να πάω στη Ραφήνα που ήταν χειμερινό σπίτι μας. Βλέπω πολλά αυτοκίνητα ακινητοποιημένα. Εκεί που κάηκαν τα πολλά αυτοκίνητα. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, πήρα μητέρα μου, άρχισε να βρέχει καύτρες, προσπαθήσαμε με τα πόδια μας να τις σβηνουμε. Κάποια στιγμή η μαμά μου σκόνταψε στον κορμό ενός δέντρου.  Λίγο πριν τα σκαλιά σκόνταψε και έπεσε η μητέρα μου. Προσπαθούσαμε  με τον άνδρα μου να την σηκώσουμε και εκείνη τη στιγμή μας έπιασε μία  μεγάλη φωτιά και η μητέρα μου δεν μπορούσε να έχει επαφή, δεν μπορούμε να την σηκώσουμε. Εκείνη την ώρα άρπαξα και εγώ φωτιά και καιγόμουνα. Ο άνδρας μου δεν μπορεί να την μετακινήσει κι όταν είδε ότι δεν μπορώ ο άνδρας μου, άρπαξε να σώσει εμένα και με  μετακίνησε λίγο πιο πέρα από εκεί που ήταν η μητέρα μου» εξιστόρησε η μάρτυρας, ξεσπώντας σε λυγμούς. 

Τις επόμενες έξι ώρες η μάρτυρας έμεινε σε μικρή παραλία, αναμένοντας βοήθεια. «Κατεβήκαμε σε μία μικρή παραλία, με έβαλαν μέσα στη θάλασσα και επειδή είχα αφόρητους πόνους από έγκαυμα βγήκα. Ήμουν σε κατάσταση σοκ, ξέροντας ότι έχω μητέρα μου από πάνω κι δε μπορούσα να κάνω τίποτα και έμεινα έξι ώρες, ακούγοντας εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα και εμείς ήμασταν ανίκανοι να κάνουμε οτιδήποτε» τόνισε η μάρτυρας.

Η κυρία Κωνσταντάκη είχε χωριστεί από τα παιδιά της, τους γιους της, τα οποία όπως τόνισε φτάσανε ξυπόλητοι στη Νέα Μάκρη. 

«Ένας καθηγητής τους περιέθαλψε και κατόπιν πήγε ο κουμπάρος να τα μαζέψει. Εγώ βρέθηκα στη μία τη νύχτα στη Ραφήνα, πονεμένη, καμένη, ουσιαστικά δεν ήξερα τι είχε γίνει η μητέρα μου και ψάχνανε όλοι να δούνε τι έγινε. Κατά τη μία αρχίσανε να φέρνουνε πτώματα. Κάποια στιγμή ήρθε άνδρας μου και κάποιοι φίλοι. Εγώ ως εγκαυματίας δεν είχα καμία περίθαλψη. Η αριστερή μου πλευρά είχε φουσκώσει. Μας πήγαν στο σπίτι στη Ραφήνα, δεν είχαμε κλειδιά και ξεκίνησε ο άνδρας μου να πάει στο Μάτι, το σπίτι μας δεν είχε καεί, βρήκε τη μητέρα μου, οδήγησε κάποιους πυροσβέστες, και τους είπε ποια είναι. Ο γιατρός που με είδε με έστειλε με επιμονή στο Γεννήματα όπου έμεινα 17 ημέρες» τόνισε η κυρία Κωνσταντάκη στην κατάθεση της. 

«Την περίμενα στο Κόκκινο Λιμανάκι»
Ο Αριστομένης Γραικιώτης, ο οποίος έχασε στη φονική πυρκαγιά τη σύντροφο του, κατέθεσε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στην υπό εξέλιξη δίκη. Πρόκειται για το μόνο μάρτυρα που κατέθεσε στο δικαστήριο μέχρι σήμερα και είπε πως άκουσε σειρήνες. 

«Είμαστε στο σπίτι στο Κόκκινο Λιμανάκι μαζί με τη σύντροφο μου. Πέντε παρά τέταρτο ακούσαμε σειρήνες. Εκεί ανησυχήσαμε, λίγο περισσότερο η σύντροφος μου. Βγήκαμε έξω, είδαμε στο βουνό καπνό, βγήκαμε στη Μαραθώνος, ανεβήκαμε πάνω προς το βουνό. Σταματήσαμε και κοιτάγαμε προς τα που πήγαινε φωτιά. Φωτιά δε βλέπαμε, ήταν μπροστά μας στο Βουνό. Ο καπνός, ήταν δυτικός ανατολικός, πήγαινε προς Νέα Μάκρη. Εκεί καθίσαμε περίπου μισή ώρα. Ο καπνός αυξανόταν. Βέβαια εκεί δεν υπήρχαν δέντρα. Μετά αποφασίσαμε να γυρίσαμε προς το Μάτι. Υπήρχε ανησυχία αλλά όχι πολύ. Σε εκείνο το σημείο είδα ένα ελικόπτερο, δεν μπόρεσα να δω εάν έριξε νερό» περιέγραψε ο μάρτυρας.

Οι ώρες που ακολούθησαν για το μάρτυρα και τη σύντροφο του, ήταν δραματικές, με το ζευγάρι τελικά να χωρίζεται. «Κατεβαίνοντας προς το Μάτι, παίρνει τη σύντροφο μου ένας φίλος της, τηλέφωνο και της λέει εάν θέλαμε να πάμε σε ένα σπίτι προς τη Ποσειδώνος, διότι είχε πάει ένα ελικόπτερο και έπαιρνε νερό. Όπως πηγαίναμε ο καπνός αυξανόταν και ερχόταν προς τη θάλασσα. Ήταν καπνός μαζί με φλόγες. Είπα στη Στέλλα ότι πάω προς την Εκκλησία να δω που είχε φτάσει η φωτιά. Είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες, εκεί φοβήθηκα. Φοβήθηκα ακι έφυγα, την πήρα τηλέφωνο και της λέω, βγες έξω στο κεντρικό δρόμο, κατέβα να πάμε στο σπίτι, να πάρουμε πράγματα να φύγουμε. Είχα δει ότι η φωτιά κατέβαινε πολύ γρήγορα. Ξεκινάμε προς το σπίτι, βλέπαμε κόσμο αλαφιασμένο, δεν είδα αστυνομία, πυροσβεστική, ο καθένας έκανε αυτοβούλως ότι μπορούσε. Μέχρι εκείνο το σημείο, κινόντουσαν ακόμα τα αυτοκίνητα. Φτάσαμε στο σπίτι, εκεί δε βλέπαμε στο ενάμισι μέτρο, από τον καπνό, ερχόταν και λάβα, αποπνικτική ατμόσφαιρα, πήραμε 2-3 πράγματα, εμένα η μηχανή είχε κατεύθυνση προς Ραφήνα, και το αυτοκίνητο της Στέλλας προς νέα μάκρη. Χωριστήκαμε. Είχαμε ραντεβού στο Κόκκινο Λιμανάκι. Η απόσταση δεν ήταν ούτε 500 μέτρα. Εγώ συνάντησα μία άλλη μηχανή που καιγόνταν. Εκεί είδα και τον φίλο της Στέλλας. Ο  φίλος, η γυναίκα, η μητέρα και δύο παιδιά, κάηκαν. Του είπα φύγε, δεν με τα άκουσε, μπήκε στο σπίτι και τον έχασα» τόνισε ο μάρτυρας.

Από εκεί και πέρα ο μάρτυρας δεν είδε ξανά τη σύντροφο του. «Εγώ περίμενα τη Στέλλα, την έπαιρνα τηλέφωνο. Στις επτά παρά τέταρτο ήμασταν στο σπίτι. Στις επτά παρά τρία την πήρα, μου είπε έχω αφήσει το αυτοκίνητο, έχει φοβερή φωτιά και της λέω τρέξε προς τη θάλασσα. Μετά από 2-3 λεπτά την πήρα, καλούσε δεν απάντησε. Έκανε 2-3 ακόμα προσπάθειες. Βλέπω 2-3 μεγάλα πεύκα να φουντώνουν. Αισθάνθηκα μεγάλο κίνδυνο. Βλέπω τα αυτοκίνητα να έχουν μπλοκάρει. Αποφάσισα να πάω προς Ραφήνα να αφήσω τη μηχανή και να γυρίσω να ψάξω να βρω τη Στέλλα» είπε ο μάρτυρας. 

Η εικόνα που περιγράφει πως αντίκρισε ήταν το απόλυτο χάος. «Η εικόνα, φτάνοντας Δημοκρατίας και Παύλου Μελά, μου προξένησε εντύπωση και τρελάθηκα. Έστω ένας αστυνομικός να υπήρχε να μην αφήνει τα αυτοκίνητα να μπαίνουν προς το Μάτι, θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και θα σωνόταν ο κόσμος. Η αυτοκίνητα είχα φτάσει στις παρυφές σπιτιών. Άφησα μηχανή. Είχα σκοπό να φτάσω ακόμα και κολυμπώντας στην παραλία που θα ήταν πιθανό Στέλλα. Ανεβαίνοντας κατεβαίνοντας στα βράχια, φτάνω κοντά στο μπλε λιμανάκι. Με βλέπουν από φουσκωτό, μου φωνάζουν να ανέβω στο φουσκωτό, να με σώσουν, ανέβηκα και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή. Μας φώναξαν κάποιοι, η φωτιά ήταν πάνω από τα κεφάλια τους, πήγαμε εκεί, τους βοηθούσα να ανέβουν. Γυρίσαμε πίσω στο λιμάνι. Μπήκα ξανά, γυρίσαμε. Παραλάβαμε και έναν εγκαυματία» εξιστόρησε ο μάρτυρας.

Στη συνέχεια, ο μάρτυρας περιέγραψε, λυγίζοντας, πως δυστυχώς κλήθηκαν να περισυλλέξουν και την Εβίτα Φύτρου, τη 13χρονη που είχε πέσει από τα βράχια. 

«…Ήταν ένα άτομο στην παραλία, το κοριτσάκι που ειπχε πέσει από βράχια, παραλάβαμε κοριτσάκι, πήγαμε προς Ραφήνα. Εγώ ρώταγα συνέχεια για Στέλλα. Δεν είχε δει κανείς τίποτα. Πρέπει να πέρασαν τουλάχιστον 2,5 ώρες που πηγαινοερχόμασταν. Κάποια στιγμή δεν άντεχα άλλο να πάω, ήμουν γυμνός, έτρεμα» τόνισε ο μάρτυρας, εμφανώς συγκινημένος.

«Κάθισα μέχρι το πρωί, είχαν έρθει και η κόρη της και η αδελφή της Στέλλας. Κατά τις 6:30 πήρα τη μηχανή με μία φίλη της και πήγαμε στο Μάτι, στο σπίτι. Είχε καταστραφεί τελείως. Μέσα σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αυτοκίνητο της το οποίο δεν είχε πάθει τίποτα. Φτάσαμε στην παραλία της Κυανής Ακτής, πίσω από την ταβέρνα παραλίγο να πατήσω ένα απανθρακωμένο ένα πτώμα. Περάσαμε έξω από εκεί που βρέθηκε Στέλλα (οικόπεδο φράγκου). Ήταν πολλά αυτοκίνητα καμένα. Δε μπήκαμε δε φανταστήκαμε ότι θα υπήρχε κάτι μέσα. Επέστρεψα στο σπίτι. Γύρναγα και έψαχνα όλες τις επόμενες ημέρες. Είχα φάει τον τόπο. Δεν υπήρχε τίποτα να ειδοποιήσει τον κόσμο, είχαμε χρόνο. Αλαφιασμένοι όλοι έτρεχαν προς θάλασσα» τόνισε ο μάρτυρας.

Υπεράσπιση: Είστε ο μόνος που ακούσατε σειρήνες. 

Μάρτυρας: Γι’ αυτό και φύγαμε. Πως αλλιώς; Μέχρι να φύγουμε από το σπίτι, τις ακούσαμε ακόμα μία φορά.

Υπεράσπιση: Σε πόσο χρονικό διάστημα;

Μάρτυρας: 25 λεπτά, μισή ώρα.

Υπεράσπιση: Είχαν ένταση;

Μάρτυρας: Όπως όλες οι σειρήνες.

Η κόρη της συντρόφου του μάρτυρα, Παναγιώτα Νικολάου, κατέθεσε στο δικαστήριο, για την τελευταία επικοινωνία που είχα με τη μητέρα της. «Καθώς ήμουν καθοδον, ένας φίλος μου που μένει στη Ραφηνα, με παίρνει τηλ να με ρωτήσει εάν είναι όλο καλά με τη μαμά μου.Τότε βρισκόταν ήδη με το σύντροφο της στο Νέο Βουτζά. Διότι ήδη βλέπανε τους καπνούς. Ήταν ψύχραιμη. Της είπα να προσέχει, να κρατήσει εαυτό της ασφαλή. Ναι μου είπε, φοβάμαι τη φωτιά, δε θέλω να καώ. Ήμουν ήσυχη ότι θα πράξουν το σωστό.Προσπαθώ να επικοινωνήσω ξανά δεν την βρίσκω. Ούτε με γείτονες, οικογένεια Κοκκινίδη, που κάηκαν όλοι. Πήρα σύντροφο, μου είπε ψάχνω να βρω τη μαμά σου και μου κλείνει το τηλέφωνο» περιέγραψε η μάρτυρας. 

«Περί 12:30 το βράδυ, δέχομαι τηλέφωνο από κόρη Άρη, να πάω στο λιμάνι της Ραφήνας. Πήγαμε ψάχναμε σορούς στις βάρκες και τους καταλόγους. Μετά ξεκίνησε αναζήτηση στα νοσοκομεία. Η αδελφή νου έδωσε δείγμα DNA. Πηγαίναμε καθημερινά στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι. Η αδελφή μου μπήκε στο οικόπεδο του Φράγκου, είδε διάφορα υπάρχοντα ανθρώπων. Το Σάββατο, 30 Ιουλίου, μας είπαν ταυτοποιήθηκε σορός. Της έδωσαν και κάποια αντικείμενα. Και έτσι καταλάβαμε από τα συμφραζόμενα καταλάβαμε ότι βρισκόταν στο οικόπεδο Φράγκου. Βρήκε η αδελφή μου ένα μπρελόκ στο οικόπεδο. Της το υποδείξαμε και στο νεκροτομείο. Μόνοι μας υποθέσαμε ότι η μητέρα μας βρέθηκε εκεί» τόνισε η μάρτυρας. 

«Φώναζα παντού μαμά»
Η άλλη κόρη του θύματος, Αθηνά Νικολάου, τόνισε : «κατά τις 18:00 με καλεί για να με ενημερώσει για κάτι. Της λέω θα σε πάρω σε μισή ώρα. Καλώ δεν την βρίσκω. Επικοινωνώ με αδελφή μου και μου λέει ότι η φωτιά έχει φτάσει στο Μάτι και δεν ξέρουν που είναι. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί.Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου».

«Ο αδελφός μου κάηκε με τη σύντροφο του»
«Πληροφορήθηκα το γεγονός από τη κόρη της συντρόφου αδελφού μου. Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι. Ψάχναμε πέντε ημέρες που ήταν αγνοούμενος μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα. Δυστυχώς με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του, στη Ποσειδώνος. Όπως και η σύντροφος. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει» περιέγραψε ο μάρτυρας, Αντώνης Κάκαρης.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ