Η Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας αποτελεί πρότυπο χρηστής λειτουργίας και ορθού και βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας κατά την ομιλία του στην επετειακή εκδήλωση για τα 30 χρόνια από την ίδρυσή της.
Ειδικότερα, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι «χάρη στη συνεχή και αποτελεσματική προσπάθεια της διοίκησής της και του προσωπικού της, με την ταυτόχρονη υποστήριξη από πλευράς της τοπικής κοινωνίας και των μεριδιούχων της, αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα λειτουργίας Συνεταιριστικής τράπεζας».
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Στουρνάρα:
Είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή που παρευρίσκομαι σήμερα στην επετειακή εκδήλωση για τα 30 χρόνια από την ίδρυση της Συνεταιριστικής Τράπεζας Καρδίτσας.
Οφείλω να ομολογήσω ότι μερικά χρόνια πριν είχα διαφορετική εικόνα από αυτή που έχω σήμερα για τις συνεταιριστικές τράπεζες και τη σημασία που έχουν για την τοπική οικονομία, αλλά και για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Ο κλάδος των συνεταιριστικών τραπεζών, όπως και το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, ήρθε αντιμέτωπος, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, με τις επιπτώσεις της σοβαρής οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα. Όπως έχουμε δει να συμβαίνει και σε παρόμοιες κρίσεις σε άλλες χώρες, το τραπεζικό σύστημα επηρεάστηκε σημαντικά. Οι ελληνικές τράπεζες κλήθηκαν να διαχειριστούν το υψηλός κόστος από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (PSI) και από τη σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ειδικά η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έπληξε δυσανάλογα τον κλάδο σας, καθώς οι συνεταιριστικές τράπεζες δραστηριοποιούνται πρωτίστως στην παροχή χρηματοδοτήσεων προς τις μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσίασαν κατά το παρελθόν υψηλά ποσοστά αθέτησης. Ενδεικτικά, στην κορύφωση της κρίσης το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων επί του συνόλου των δανείων ανήλθε σε περίπου 60% για τις μικρομεσαίες και σε 65% για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα, τα περιορισμένα, συγκριτικά με τις μεγάλες τράπεζες, εργαλεία διαχείρισης των κόκκινων δανείων, σε συνδυασμό με τη μικρή δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων (αλλά και τις αδυναμίες στα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης σε ορισμένες τράπεζες), είχαν ως αποτέλεσμα πολλές συνεταιριστικές να μην είναι σε θέση να απορροφήσουν τους σημαντικούς κραδασμούς από τη μακροχρόνια κρίση. Θυμίζω ότι η συστημική λύση του ‘Ηρακλή’ που προκρίθηκε από την κυβέρνηση δεν μπορεί ουσιαστικά να εφαρμοστεί στις μικρές τράπεζες.
Ως εκ τούτου, πολλές συνεταιριστικές τράπεζες βρέθηκαν σε δεινή οικονομική θέση και έπαυσαν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σήμερα, το τοπίο των συνεταιριστικών τραπεζών είναι αρκετά διαφοροποιημένο σε σχέση με το παρελθόν, καθώς πλέον δραστηριοποιούνται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μόνο 4 συνεταιριστικές τράπεζες (Καρδίτσας, Χανίων, Ηπείρου και Θεσσαλίας).
Όμως, όλες οι περιπτώσεις των συνεταιριστικών τραπεζών δεν είναι ίδιες. Υπάρχουν και συνεταιριστικές τράπεζες οι οποίες όχι μόνο εξήλθαν αλώβητες από αυτή τη βαθιά και μακροχρόνια κρίση, αλλά και η μέχρι σήμερα πορεία τους παραμένει ανοδική, καταγράφοντας ταυτόχρονα συνεχείς κερδοφόρες χρήσεις αλλά και γενναιόδωρη μερισματική πολιτική προς τους μεριδιούχους.
Τέτοια τράπεζα είναι η Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας, η οποία κατά τη γνώμη μου αποτελεί πρότυπο χρηστής λειτουργίας και ορθού και βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου. Χάρη στη συνεχή και αποτελεσματική προσπάθεια της διοίκησής της και του προσωπικού της, με την ταυτόχρονη υποστήριξη από πλευράς της τοπικής κοινωνίας και των μεριδιούχων της, αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα λειτουργίας συνεταιριστικής τράπεζας.
Η Τράπεζα όχι μόνο δεν χρειάστηκε κρατική ενίσχυση ή ανακεφαλαιοποίηση, αλλά και κατάφερε να διαχειριστεί αποτελεσματικά το μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, βασιζόμενη στις δικές της δυνάμεις, το δε αποτέλεσμα των ενεργειών της κρίνεται ως άκρως θετικό, καθώς είναι πλέον η μόνη συνεταιριστική τράπεζα με μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Και θα ήθελα να σας ενθαρρύνω να συνεχίσετε την προσπάθεια για την πλήρη εξυγίανση της Τράπεζας, αντιμετωπίζοντας αποφασιστικά το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ενισχύοντας, σε συνεργασία με την εποπτική αρχή, τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης, προκειμένου να συνεχίσετε να ανταποκρίνεστε στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της τραπεζικής αγοράς.
Θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι βασικό στοιχείο της μέχρι σήμερα επιτυχημένης πορείας της Τράπεζας είναι η εμπιστοσύνη που έχει χτίσει με την τοπική κοινωνία και η αφοσίωσή της στην υποστήριξη των μικρομεσαίων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, καθώς, παρά το μικρό μέγεθός της σε όρους ενεργητικού σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό του ελληνικού τραπεζικού κλάδου (0,08%), το μερίδιο αγοράς της Τράπεζας επί του συνόλου των τραπεζικών καταθέσεων στο νομό Καρδίτσας είναι ιδιαίτερα υψηλό και ανέρχεται σε 17%.
Παρά την εμπιστοσύνη όμως που έχει χτίσει η Τράπεζα τόσο με την τοπική κοινωνία αλλά και με ξένα επενδυτικά κεφάλαια, η οποία αποτυπώνεται όχι μόνο στο μέγεθος των τραπεζικών καταθέσεων, αλλά και στη συνεχή άνοδο του αριθμού των μελών της και των συνεταιριστικών μερίδων (+15% τα δύο τελευταία χρόνια), θα ήθελα να τονίσω την αναγκαιότητα συνέχισης των προσπαθειών για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης της Τράπεζας και την περαιτέρω θωράκισής της.
Επιπρόσθετα, θα ήθελα να σας ενθαρρύνω να συνεχίσετε να επενδύετε στη δημιουργία καινοτόμων λύσεων για τους πελάτες σας, προσφέροντας εξειδικευμένα χρηματοδοτικά εργαλεία, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, καθώς η εγγύτητα με την τοπική αγορά αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα της Τράπεζας και της επιτρέπει να αναγνωρίζει και να ανταποκρίνεται άμεσα στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες και ανάγκες.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα σας πρότεινα να συνεχίσετε να συμμετέχετε ενεργά σε προγράμματα εγγυοδοσίας και χρηματοδότησης, όπως τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα, στηρίζοντας έμπρακτα την ανάπτυξη της τοπικής επιχειρηματικότητας και ενισχύοντας τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της Τράπεζας και των πελατών της.
Κοιτώντας τώρα τη μεγαλύτερη εικόνα, θα ήθελα να τονίσω ότι, παρά τις πιέσεις που δημιουργούν εξωγενείς παράγοντες, όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας εμφανίζονται σήμερα πιο ευοίωνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και στην ελληνική οικονομία γενικότερα. Επιπλέον, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία διαμορφώνει ακόμα ευνοϊκότερες συνθήκες για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, συγκρατώντας τις πιέσεις στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, αντισταθμίζοντας ‒ εν μέρει ‒ τις συνέπειες της άσκησης περιοριστικής πολιτικής και βελτιώνοντας την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Ωστόσο, παρά τις βελτιωμένες μακροοικονομικές συνθήκες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, τις οποίες επέτεινε ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν οδηγήσει σε αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η αβεβαιότητα παραμένει εξαιρετικά υψηλή διεθνώς, υπό την επίδραση των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων και της πολιτικής αβεβαιότητας εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων επιδρά αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενισχύοντας τον κίνδυνο διατήρησης των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στο εγγύς μέλλον. Επηρεάζει επίσης δυσμενώς την ικανότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να αποπληρώνουν τα υφιστάμενα δάνειά τους, καθώς και τη ζήτηση νέων δανείων. Παράλληλα, οι υψηλές αποτιμήσεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων εντείνουν τον κίνδυνο απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων, ενώ παραμένουν οι ανησυχίες από τη συνεχιζόμενη πτωτική πορεία των τιμών των επαγγελματικών ακινήτων σε διεθνές επίπεδο.
Επιπλέον, η αυξανόμενη χρήση ψηφιακών μέσων στις τραπεζικές συναλλαγές εκθέτει τις τράπεζες σε αυξημένο κίνδυνο πληροφοριακών συστημάτων και κατ’ επέκταση σε υψηλό λειτουργικό κίνδυνο. Οι τράπεζες καλούνται να δώσουν την πρέπουσα σημασία στην ασφάλεια των πληροφοριακών τους συστημάτων, προσελκύοντας παράλληλα και τα κατάλληλα εξειδικευμένα στελέχη. Ειδικότερα οι μικρές τράπεζες, οι οποίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικούς παρόχους για τη λειτουργία, υποστήριξη και ασφάλεια των πληροφοριακών τους συστημάτων, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες που λαμβάνουν είναι υψηλής ποιότητας και δεν τις εκθέτουν σε άλλους κινδύνους.
Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ ειδικότερα στα θέματα της κλιματικής αλλαγής και στις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία, οι οποίες έπληξαν περιοχές όπου δραστηριοποιείται η Τράπεζα. Ο τυφώνας Ντάνιελ, ο οποίος χτύπησε την περιοχή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον Ιανό, υπενθύμισε με τρόπο δραματικό ότι η κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει συχνότερα και σφοδρότερα τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία προξενούν σοβαρές φυσικές καταστροφές, με σημαντικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά και επομένως δυνητικά στις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις πληττόμενες περιοχές.
Καθώς το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, θα ήθελα να αναφερθώ γενικότερα στις προκλήσεις που καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες λόγω των περιβαλλοντικών κινδύνων και της κλιματικής αλλαγής. Από τη μία πλευρά, οι φυσικές καταστροφές, που ενισχύονται σε συχνότητα και ένταση, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένες επισφάλειες λόγω ζημιών σε περιουσίες και επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, οι αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο για τη σταδιακή μείωση των εκπομπών άνθρακα και την υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, οι τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και οι μεταβολές στις προτιμήσεις των επενδυτών και των καταναλωτών, μπορεί να προκαλέσουν απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Επομένως, οι τράπεζες απαιτείται να κατανοήσουν αυτούς τους κινδύνους και σταδιακά να τους ενσωματώσουν στη διακυβέρνηση, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων που εφαρμόζουν και στις επιχειρηματικές στρατηγικές τους.
Ήδη, το νέο εποπτικό πλαίσιο που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025 σηματοδοτεί την πορεία προς την περαιτέρω ενσωμάτωση των θεμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα στις λειτουργίες των τραπεζών. Απαιτεί μάλιστα από τις τράπεζες, μεταξύ άλλων, να καταρτίσουν συγκεκριμένα σχέδια μετάβασης προς μία κλιματικά ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2050, τα οποία θα τους επιτρέψουν τόσο να διαχειριστούν τους κινδύνους όσο και να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα προκύψουν από αυτή τη διαδικασία προσαρμογής.
Σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, θα ήθελα να αναφέρω ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούνται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πράσινη ανάπτυξη μπορούν να αποτελέσουν πηγή εσόδων για τις τράπεζες, οι οποίες καλούνται να στηρίξουν την οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση. Ως παράδειγμα αναφέρω την παροχή χρηματοδότησης για την ανάπτυξη δικτύων και πράσινων υποδομών, για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, καθώς και την παροχή δανείων για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων.
Προκειμένου όμως οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαδραματίσουν αποτελεσματικά το ρόλο τους στη μεταβαλλόμενη αυτή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, είναι απαραίτητο να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους στους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους. Πέρα από τις άμεσες και εμφανείς συνέπειές της, η κλιματική αλλαγή χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα, μακρό χρονικό ορίζοντα εκδήλωσης και μη γραμμικότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντικός κίνδυνος υποεκτίμησης των επιπτώσεών της, ιδιαίτερα σε περιόδους ‒ όπως αυτή που διανύουμε ‒ που η συχνότητά τους είναι πιο πιθανό να αυξηθεί.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Τράπεζα της Ελλάδος δίνει μεγάλη έμφαση στην ευαισθητοποίηση και στη σωστή και έγκαιρη προετοιμασία των τραπεζών όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. Τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κλιματικούς παράγοντες στο πλαίσιο των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, κατά τη διαμόρφωση της εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και να τους ενσωματώνουν στις επιχειρηματικές αποφάσεις και πολιτικές τους.
Σε αυτό το σημείο, υπενθυμίζω πως η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη αρχίσει να δημοσιεύει αποτελέσματα της επικαιροποίησης της έκθεσης. Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, τα οποία περιλαμβάνουν τις κλιματικές μεταβολές των επόμενων δεκαετιών και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ευάλωτους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, όπως η γεωργία και οι μεταφορές.
Κλείνοντας, θα τονίσω ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Οι επιπτώσεις της είναι σημαντικές και επηρεάζουν όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Όλες οι τράπεζες, ανεξάρτητα από το μέγεθος και το επιχειρηματικό τους μοντέλο, πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προς όφελος των πελατών τους, των επιχειρήσεων και του περιβάλλοντος. Είμαι πεπεισμένος ότι, με τη συστηματική προετοιμασία και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο και ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.