Η δημοσίευση, στις αρχές Ιουνίου, της μελέτης αξιολόγησης του αρχικού προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και η οργισμένη αντίδραση της Κομισιόν, εξέθεσαν σε κοινή θέα τις υπόγειες συγκρούσεις που έχουν διαταράξει την ιστορικά άνευ προηγουμένου αυτή συνεργασία.
Στη δική του πρόσφατη αποτίμηση των μνημονίων της χώρας μας (του πρώτου), της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, με τίτλο «EU-IMF assistance to euro area countries: An early assessment», το Ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών σημειώνει ότι «οι κρίσεις που ξέσπασαν το 2010 και μετά βρήκαν την ΟΝΕ απροετοίμαστη», καθώς «πριν ο Έλληνας πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου καλέσει το ΔΝΤ για να ζητήσει βοήθεια, λίγο είχε απασχολήσει η πιθανή φύση κρίσεων εντός της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης».
Με δεδομένη την ανυπαρξία θεσμών και εμπειρίας στην Ε.Ε. για την αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων, η πρόσκληση του ΔΝΤ στο ντόμινο της Ευρωζώνης έμοιαζε λογική. «Το ΔΝΤ εκλήθη ως ένας θεσμός εκτός του ευρωπαϊκού παιχνιδιού, που θα είχε ρόλο αμερόληπτου διαιτητή» σημειώνει στην «Κ» ο Γκούντραμ Βολφ, νέος διευθυντής του Bruegel και ένας εκ των συντακτών της έκθεσης. Ωστόσο, όπως καταγράφεται στη μελέτη του Ινστιτούτου, «κατά την περίοδο 1999-2009, το προσωπικό του ΔΝΤ ουδέποτε ανέδειξε την πιθανότητα μειζόνων κρίσεων κρατικού χρέους ή ισοζυγίου πληρωμών στη Ζώνη του Ευρώ, παρά τη διεξοδική γνώση κρίσεων αλλού και τους δυνητικούς παραλληλισμούς με τη Ζώνη του Ευρώ που θα έπρεπε να είχε προσελκύσει την προσοχή τους».
Επιπλέον, οι διαφωνίες Κομισιόν και Ταμείου στην περίπτωση της Λεττονίας το 2008 -την πρώτη στην ιστορία του ΔΝΤ όπου συμμετείχε σε πρόγραμμα χωρίς να είναι ο κύριος δανειστής- αποτελούσαν ένα ανησυχητικό προηγούμενο: το Ταμείο τότε είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει ενώπιον της άποψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Λεττονία έπρεπε να διατηρήσει το καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματός της με το ευρώ.
Στις διασώσεις χωρών της Ευρωζώνης, το ΔΝΤ ήταν ξανά μειοψηφικός δανειστής, που σημαίνει ότι οι αποφάσεις της Ε.Ε. υπερίσχυαν των όποιων ενστάσεών του. Από την άλλη, σύμφωνα με τον διευθυντή του Bruegel, το μερίδιό του στον συνολικό δανεισμό ήταν αρκετά μεγάλο ώστε η όποια απειλή αποχώρησής του από τα πρόγραμμα να μην είναι αξιόπιστη.
Ο κ. Βολφ μιλάει για «μείζονες διαφορές» μεταξύ ΔΝΤ και Κομισιόν, που εμφανίζονται «σε ανώτερο επίπεδο, εξαιτίας των διαφορετικών πολιτικών συμφερόντων» που εκπροσωπούν οι δύο οργανισμοί. Την ίδια άποψη απηχεί κορυφαίο στέλεχος του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών, αναφερόμενος στην πίεση που ασκεί τον τελευταίο χρόνο, και ιδιαίτερα από τον Νοέμβριο και μετά, το ΔΝΤ για περαιτέρω «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. «Λένε στα άλλα μέλη της τρόικας ότι η Ελλάδα έχει κάνει θαύματα στα δημοσιονομικά, αλλά εξακολουθεί να βαρύνεται από ένα μη διαχειρίσιμο βουνό χρέους» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Η Κομισιόν πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς που προκύπτουν από το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης (π.χ. το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης) και από τις πολιτικές προτεραιότητες των μεγάλων πιστωτριών χωρών, πάνω από όλα της Γερμανίας, ως όργανο των οποίων -αυστηρά μιλώντας, του Eurogroup- δρα. Η νομικίστικη προσέγγιση της Κομισιόν δεν ταίριαζε με την πιο ευέλικτη, αγγλοσαξονική λογική του Ταμείου, ιδιαίτερα στην αρχή.
Το ΔΝΤ, από την άλλη, δεν είχε επαρκή εικόνα των ορίων που έθεταν στα προγράμματα οι πολιτικές ισορροπίες στην Ευρωζώνη και οι ευρωπαϊκές συνθήκες. Αλλά και το Ταμείο είναι ευάλωτο στην πίεση των πιο ισχυρών μετόχων του: «στην περίπτωση των ιρλανδικών τραπεζών, το Ταμείο ήταν αρχικά υπέρ του bail-in των ομολογιούχων υψηλής διαβάθμισης, αλλά τελικά έκανε πίσω, κατόπιν παρέμβασης του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών» σημειώνει ο κ. Βολφ.
Εσωτερικές κόντρες στο ΔΝΤ
Τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας και δευτερευόντως της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας είναι ασυνήθιστα για μια σειρά από λόγους. Πέρα από το γεγονός ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμμετέχει σ’ αυτά ως ελάσσων δανειστής, είναι διάρκειας και μεγέθους άνευ προηγουμένου στην ιστορία του Ταμείου. Ως αποτέλεσμα, όπως σημειώνεται στη μελέτη του Bruegel, ενώ στη δεκαετία πριν από την κρίση το ΔΝΤ ήταν απόν από τη Γηραιά Ήπειρο, στο τέλος του 2012 άνω του 70% των εκκρεμών δανείων του ΔΝΤ αφορούσαν κράτη-μέλη της Ε.Ε. και 56% χώρες της Ευρωζώνης.
Αυτός ο βαθμός στήριξης, σε χώρες που είναι συγκριτικά από τις πλουσιότερες του κόσμου, και με όρους που ορισμένα μέλη του ΔΝΤ, ιδιαίτερα στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, θεωρούν πιο διαλλακτικούς από αυτούς που επιβλήθηκαν στο παρελθόν στα ίδια, έχει δημιουργήσει εσωτερικές προστριβές στο Ταμείο.
Χώρες όπως η Κίνα και η Βραζιλία είναι αμφίβολο αν επιθυμούν να συμμετέχει το ΔΝΤ εξίσου ενεργά σε ενδεχόμενες μελλοντικές αναζωπυρώσεις στην Ευρωζώνη. Η ικανότητα, ωστόσο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαχειριστεί -με το ΔΝΤ σε συμβουλευτικό μονάχα ρόλο- κρίσεις που θα προκύψουν εξαρτάται από τον βαθμό που θα οικοδομήσει τους απαραίτητους θεσμούς. Η διαδικασία αυτή, προς ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, έχει ξεκινήσει, αλλά έχει πολύ δρόμο ακόμα.
«Αγκάθι» η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους
Κοινή διαπίστωση των μελών της τρόικας όσο και των Ελλήνων συνομιλητών τους είναι ότι σε τεχνικό επίπεδο, οι διαφορές είναι σπάνιες. Το στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών σημειώνει ότι ενίοτε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δείχνει μεγαλύτερη διάθεση να σπρώξει στην κατεύθυνση μέτρων άμβλυνσης του κοινωνικού κόστους, ιδιαίτερα σε σχέση με τους ανέργους.
«Το ΔΝΤ δεν θα πει “όχι” αναγκαστικά, αλλά δεν θεωρεί ότι είναι ο ρόλος του να προτείνει τέτοια μέτρα» παρατηρεί. Ένα ζήτημα όπου εξαρχής η οπτική ήταν διαφορετική ήταν αυτό της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ, στην πρόσφατη έκθεσή του, χαρακτηρίζει το αρχικό ελληνικό πρόγραμμα «αναγκαίο [...] δεδομένου του κινδύνου μετάδοσης», αλλά τονίζει ότι είχε εξαρχής «δισταγμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους», τους οποίους παραμέρισε, τροποποιώντας τον κανονισμό του, εξαιτίας των συστημικών επιπτώσεων που θα είχε μία ελληνική στάση πληρωμών.
Σύμφωνα με την έκθεση, το ζήτημα της εκ των προτέρων αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας τέθηκε πριν από τον Μάιο του 2010, αλλά απορρίφθηκε από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, που ανησυχούσαν εντόνως για την έκθεση των τραπεζών τους σε ομόλογα χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και έθεταν ζήτημα ηθικού κινδύνου αν εγκρινόταν εξαρχής «κούρεμα» για την Ελλάδα.
Τα υπόλοιπα μέλη της τρόικας δεν συμμερίζονται αυτή την εκδοχή της ιστορίας. Όπως είπε ο Όλι Ρεν μετά τη διαρροή της έκθεσης του ΔΝΤ, τον Μάιο του 2010 είχαν ταχθεί κατά του «κουρέματος» τόσο ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, όσο και η μετέπειτα διάδοχός του, τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ. «Κανείς δεν θυμάται το ΔΝΤ να ζητά απομείωση του ελληνικού χρέους το 2010» επιβεβαιώνει στην «Κ» πηγή της ΕΚΤ.
«Οι διαφορές άρχισαν να φαίνονται από τις αρχές του 2011, όταν το ΔΝΤ αλλά και οι Γερμανοί άρχισαν να μιλούν πολύ πιο επιτακτικά για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, σε αντίθεση με την Κομισιόν και την ΕΚΤ» παρατηρεί ο κ. Βολφ, ο οποίος χαρακτηρίζει «κάπως υποκριτική» την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ.
Ωστόσο, όπως επίσης σημειώνει, αφού κατέστη σαφές ότι το αρχικό πρόγραμμα είχε εκτροχιαστεί, «πήρε στους Ευρωπαίους πάνω από μισό χρόνο να συμφωνήσουν στην αναδιάρθρωση», κάτι που είχε σοβαρές επιπτώσεις «τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις πιστώτριες χώρες». Από την πλευρά τους, πηγές τόσο της Κομισιόν όσο και της ΕΚΤ θυμούνται ως σημείο καμπής για την ελληνική αναδιάρθρωση τη συμφωνία της Ντοβίλ μεταξύ Μέρκελ - Σαρκοζί τον Οκτώβριο του 2010, στην όποια τέθηκε για πρώτη φορά επισήμως στο τραπέζι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε μελλοντικές διασώσεις υπερχρεωμένων κρατών.
Το έτερο ζήτημα όπου το Ταμείο (τουλάχιστον το τμήμα ερευνών) έκανε αυτοκριτική, την οποία η Κομισιόν και η ΕΚΤ δεν θεώρησαν απαραίτητο να κάνουν, αφορά στον ρυθμό δημοσιονομικής προσαρμογής. Η σχετική συζήτηση έχει θεριέψει από τον Οκτώβριο του 2012, όταν ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρ, παραδέχθηκε ότι οι αναπτυξιακές προγνώσεις του ΔΝΤ από το 2008 και μετά σε χώρες που εφάρμοζαν πολιτικές λιτότητας ήταν συστηματικά υπεραισιόδοξες, γιατί είχε υποτιμηθεί σημαντικά ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής (ο δείκτης μείωσης του ΑΕΠ προς τη μείωση των δημοσίων δαπανών).
Ωστόσο, στο ζήτημα αν μπορούσαν τα μέτρα λιτότητας να ήταν πιο ήπια για την Ελλάδα, τα τρία μέλη της τρόικας δείχνουν να συμφωνούν ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Η άποψή τους συνοψίζεται στα λεγόμενα πηγής από την Κομισιόν, που σημειώνει ότι «δεδομένων των οικονομικών και πολιτικών περιορισμών στην περαιτέρω αύξηση του επίσημου δανεισμού, ο ρυθμός δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορούσε να είναι πιο αργός».
Η «ειλικρινής συζήτηση», όπως ευφημιστικά αποκαλείται από γνώστες των διαβουλεύσεων εντός της τρόικας, αφορά περισσότερο ευρωπαϊκές χώρες με μεγαλύτερα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ΔΝΤ συνιστά μέτρα τόνωσης της ζήτησης, που θα ωφελήσουν τις ίδιες τις χώρες που τα εφαρμόζουν αλλά και τον πολύπαθο ευρωπαϊκό Νότο. Παρά τη διετή πλέον ύφεση στην Ευρωζώνη, οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη δεν έχουν καταλάβει πόσο επείγον είναι αυτό.
Πηγή: του Γιάννη Παλαιολόγου - Καθημερινή της Κυριακής
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.