ΚΑΙΡΟΣ

Πόσο ανθεκτική είναι η οικονομία του Ισραήλ; Tο τεράστιο οικονομικό κόστος του πολέμου και οι προκλήσεις

Από την έναρξη του πολέμου η ισραηλινή οικονομία έχει δεχθεί σοβαρό πλήγμα, ενώ οι κρατικές δαπάνες έχουν εκτοξευτεί. Θα αντεπεξέλθει η χώρα στις επιπτώσεις της σύγκρουσης;

Από την έναρξη του πολέμου με τη Χαμάς 200.000 με 250.000 Ισραηλινοί έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, προκειμένου να μετεγκατασταθούν σε πιο ασφαλείς περιοχές της χώρας – μακριά από τα βόρεια σύνορα με τον Λίβανο και από τα τμήματα της χώρας που βρίσκονται υπό επίθεση. Στις περιοχές που εκκενώθηκαν, τα μαγαζιά και οι επιχειρήσεις έχουν κλείσει. Την ίδια στιγμή περίπου 360.000 έφεδροι έχουν κληθεί να πολεμήσουν κατά της Χαμάς. Επιπλέον, από τις 7 Οκτωβρίου δεν επισκέπτεται πλέον κανένας τουρίστας το Ισραήλ – μία χώρα όπου πολλοί άνθρωποι ζουν από τον τουρισμό.

Οι επιπτώσεις των εκκενώσεων των περιοχών, όπως και της στρατολόγησης, είναι πολλές, όπως εξηγεί στην DW ο Νταν Μπεν-Ντέιβιντ, οικονομολόγος στο Ίδρυμα Shoresh και στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Πολλοί απ' αυτούς που έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους «μένουν σε ξενοδοχεία, τα οποία κάποιος πρέπει να πληρώσει». Ταυτοχρόνως, οι σύντροφοι των 360.000 εφέδρων δεν μπορούν πλέον να δουλέψουν. Πρέπει να φροντίσουν τα παιδιά τους, δεδομένου μάλιστα ότι πολλά σχολεία έχουν κλείσει.

Η οικονομική ζωή βρίσκεται ουσιαστικά σε απόλυτη στασιμότητα. Πώς μπορεί η χώρα να αντεπεξέλθει σε αυτές τις συνθήκες;

Η εξάρτηση του Ισραήλ από την υψηλή τεχνολογία

Ένα πρόβλημα που υπάρχει ακόμη είναι η εξάρτηση της χώρας από την υψηλή τεχνολογία. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, «στην υψηλή τεχνολογία απασχολείται μόλις 10% των εργαζομένων, ωστόσο αυτοί παράγουν το 50% των εξαγωγών μας».

Πρόκειται για ανθρώπους κατά κύριο λόγω νέους, πολλοί εκ των οποίων κλήθηκαν στον στρατό. Το ζήτημα δεν είναι πως το ΑΕΠ θα μειωθεί αναλογικά κατά 20%, εάν το 10-20% των εργαζομένων στρατολογηθεί. Το πρόβλημα είναι πολύ περισσότερο το ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι: καταρτισμένοι νέοι που συνήθως είναι και οι πιο παραγωγικοί. «Αντιθέτως, εκείνοι που δεν πηγαίνουν στον στρατό, όπως οι υπερορθόδοξοι ή οι Άραβες Ισραηλινοί, δεν είναι τόσο παραγωγικοί», τονίζει ο οικονομολόγος.

Ο Γκιλάντ Μαλάχ, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημοκρατίας του Ισραήλ, υπολογίζει πως σχεδόν οι μισοί υπερορθόδοξοι άνδρες δεν εργάζονται καθόλου – ζουν κατά κύριο λόγο από τα κρατικά επιδόματα δισεκατομμυρίων που τους εξασφαλίζουν οι υπερορθόδοξοι εταίροι του πρωθυπουργού Νετανιάχου.

Η high-tech βιομηχανία ως σανίδα σωτηρίας

Στο παρελθόν η υψηλή τεχνολογία έσωσε πολλές φορές το Ισραήλ – είτε βγάζοντας τη χώρα από μία οικονομική κρίση, είτε επιτρέποντάς της να αποφύγει εντελώς μία ύφεση στην οποία βρισκόταν ο υπόλοιπος κόσμος.

Μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα (Σεπτέμβριος 2000 – Φεβρουάριος 2005) η χώρα βρισκόταν υπό κατάρρευση. Όμως στη συνέχεια «ακολούθησε μία πρωτοφανής οικονομική ανάπτυξη, με την υψηλή τεχνολογία ως κεντρικό πυλώνα», υπογραμμίζει ο Μπεν-Ντέιβιντ. «Όταν αργότερα ενέσκηψε η μεγάλη ύφεση του 2008-2009, η πιο σοβαρή ύφεση στον δυτικό κόσμο από τη δεκαετία του 1930, το Ισραήλ δεν τη βίωσε ποτέ, λόγω του ότι παγκοσμίως ο κλάδος της υψηλής τεχνολογίας επλήγη ελάχιστα».

Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας – το Ισραήλ και η οικονομία του ανέκαμψαν πολύ ταχύτερα από πολλές άλλες χώρες, λόγω του ότι βασίζονται σε τόσο μεγάλο βαθμό στην υψηλή τεχνολογία, η οποία για μία ακόμη φορά δεν δέχθηκε σημαντικό πλήγμα.

Στην παρούσα φάση η ισραηλινή οικονομία θα μπορούσε και πάλι να ανακάμψει ταχύτατα – αρκεί ο πόλεμος να είναι περιορισμένης διάρκειας και να μην κλιμακωθεί με τη συμμετοχή της Χεζμπολάχ.

Οι διαδηλώσεις επηρεάζουν τις επενδύσεις

Ωστόσο, καταλυτική για την οικονομική πορεία της χώρας θα είναι και η παραμονή ή μη της κυβέρνησης Νετανιάχου στην εξουσία. Διότι οι διαδηλώσεις κατά της δικαστικής μεταρρύθμισης που γίνονταν πριν την 7η Οκτωβρίου είχαν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.

«Δεν προκλήθηκε πλήρης οικονομική στασιμότητα, αλλά οι επενδύσεις περιορίστηκαν σημαντικά, για παράδειγμα στον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας, ενώ οι τιμές των μετοχών έπεσαν. Πολλοί Ισραηλινοί απέσυραν τα λεφτά τους από τη χώρα και το σεκέλ έχασε σημαντικά από την αξία του», εξηγεί ο Μπεν-Ντέιβιντ. Και ο οικονομολόγος φοβάται πως, εάν ο Νετανιάχου παραμείνει στην εξουσία, οι οικονομικές επιπτώσεις θα συνεχιστούν, ενώ δεν αποκλείεται πολλές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας να γυρίσουν την πλάτη στη χώρα. Εξάλλου ήδη πριν τον πόλεμο κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023 οι περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις Ισραηλινών ήταν στις Η.Π.Α. και άλλες χώρες, παρά στο Ισραήλ.

Η διάσταση απόψεων μεταξύ των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και του Νετανιάχου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι πολλοί εκ των πρωτοστατών στις διαδηλώσεις κατά της δικαστικής μεταρρύθμισης προέρχονταν από τέτοιες επιχειρήσεις. Αυτοί ήταν μάλιστα και οι σημαντικότεροι χορηγοί των διαδηλώσεων. Για χρόνια δεν εμπλέκονταν στην πολιτική – πλέον όμως θεωρούν πως κινδυνεύει το μέλλον της χώρας. Ταυτοχρόνως, ο Μπεν-Ντέιβιντ φοβάται πως ενδέχεται να εγκαταλείψουν τη χώρα και πολλοί απόφοιτοι πανεπιστημίων.

Tο τεράστιο οικονομικό κόστος και οι προκλήσεις

Σύμφωνα με το Bloomberg, ο πόλεμος κοστίζει στο Ισραήλ περίπου 260 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως. Το δημοσιονομικό έλλειμμα επταπλασιάστηκε τον Οκτώβριο, ενώ στα τέλη του μήνα η ισοτιμία σεκέλ-δολαρίου έπεσε σε χαμηλό 11ετίας. Το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε πως τον Νοέμβριο θα αυξηθεί ο κρατικός δανεισμός κατά 75%.

Ο Μπεν-Ντέιβιντ ζει κοντά στην πόλη Κφαρ Σάμπα, στο κέντρο του Ισραήλ, δίπλα στην «πράσινη γραμμή», στα σύνορα δηλαδή με τη Δυτική Όχθη. Σε αυτό το σημείο το Ισραήλ έχει πλάτος μόλις 16 χιλιόμετρα και είναι ιδιαιτέρως ευάλωτο.

«Εάν ξεσηκωθεί η Δυτική Όχθη, η περιοχή μου θα πληγεί άμεσα», λέει ο οικονομολόγος. Ο ίδιος θεωρεί πως, επειδή το Ισραήλ δεν είναι μεγάλο ούτε έχει αρκετό πληθυσμό, «πρέπει να χτυπήσουμε αμείλικτα. Ώστε να τελειώσει ο πόλεμος το συντομότερο δυνατόν».

Όσο για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Χεζμπολάχ, αυτή «μπορεί να βομβαρδίσει περιοχές του Ισραήλ και να τις μετατρέψει κυριολεκτικά σε πάρκινγκ, όμως εμείς μπορούμε να κάνουμε πολύ χειρότερα στον Λίβανο». Ο οικονομολόγος ελπίζει πως αυτή η ισορροπία του τρόμου θα αποτρέψει τη Χεζμπολάχ από το να «τρελαθεί».

Πηγή: DW - Γιώργος Πασσάς