Handelsblatt: Σημαντική μείωση του χρέους στην Ελλάδα

«Η Ελλάδα ξεχωρίζει θετικά», επισημαίνει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt  

Το χρέος στις χώρες του ευρώ μειώνεται ως αποτέλεσμα της δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, με την Ελλάδα να ξεχωρίζει θετικά, επισημαίνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. «Κατά την περίοδο της πανδημίας, το χρέος στην Ελλάδα έφτασε κάποια στιγμή σε ποσοστό άνω του 200% επί του Α.Ε.Π. Όμως, οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί σημαντικά, […] με τα δημόσια οικονομικά της χώρας να βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν την πανδημία», σχολιάζει η HB. 

«Στη μείωση του δείκτη χρέους συμβάλλει και η απότομη αύξηση του πληθωρισμού, καθώς έτσι η αξία του ονομαστικού Α.Ε.Π. αυξάνεται, με αποτέλεσμα το χρέος να αντιπροσωπεύει αυτομάτως μικρότερο ποσοστό του. Επιπλέον, το κράτος εισπράττει περισσότερους φόρους με την αύξηση των τιμών στα αγαθά και τις υπηρεσίες». Για την επόμενη διετία «προβλέπεται πως τα επίπεδα χρέους θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ωστόσο, ο ρυθμός θα επιβραδυνθεί», καθώς ο πληθωρισμός θα επηρεάσει τις κοινωνικές παροχές και κατ' επέκταση θα προκαλέσει αύξηση στις κρατικές δαπάνες.

Η HB αναφέρει ακόμη πως κατά το επόμενο έτος η Ελλάδα αναμένεται να δημιουργήσει πλεόνασμα στον πρωτογενή προϋπολογισμό της, όπως συνέβη με την Πορτογαλία το 2022. «Ως εκ τούτου, ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε πρόσφατα την πιστοληπτική ικανότητα των δύο χωρών που βρίσκονταν άλλοτε σε κρίση». Ακόμη, ζωτικής σημασίας είναι και τα κονδύλια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς «κατευθύνονται κυρίως προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και για αυτές αποτελούν οικονομική ένεση εκτός του εθνικού προϋπολογισμού. […] Ταυτοχρόνως, πρόκειται και για ένα ισχυρό κίνητρο προς τις κυβερνήσεις να παραμείνουν πειθαρχημένες δημοσιονομικά, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουν να χάσουν τα κονδύλια». Η αύξηση των βασικών επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ. δεν φαντάζει επίσης απειλητική: «λόγω της μακράς διάρκειας των ευρωπαϊκών ομολόγων, τα υψηλότερα επιτόκια θα επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς μόνο σε δύο ή τρία χρόνια», καταλήγει η οικονομική εφημερίδα.
 

Πηγή: DW - Γιώργος Πασσάς