Κλείσιμο

Deutsche Welle: Ουραγός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη η Γερμανία - Ζοφερές εκτιμήσεις

Η γερμανική οικονομία μάλλον κλείνει το 2023 με αρνητικό πρόσημο, ενώ η πρόγνωση για το 2024 δεν είναι ενθαρρυντική. Τροχοπέδη η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου;

Ακόμη δεν έχουν δημοσιευθεί τα επίσημα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, αλλά όλοι οι αναλυτές συμπίπτουν στις ίδιες ζοφερές εκτιμήσεις: το 2023 είναι έτος στασιμότητας για τη γερμανική οικονομία και θα κλείσει με ελαφρώς αρνητικό δείκτη ανάπτυξης. Αλλά και το 2024 δεν αναμένονται εντυπωσιακές αλλαγές προς το καλύτερο. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη δήλωση στην Welt TV του Μόριτς Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγου της κρατικής τράπεζας LBBW στη Βάδη-Βυρτεμβέργη: «Δεν έχει νόημα να διαφωνούμε για το αν βρισκόμαστε στο συν 0,2% ή στο μείον 0,2%, η ουσία είναι ότι η γερμανική οικονομία παραμένει στάσιμη».

Οι λόγοι θεωρούνται γνωστοί και δεδομένοι: Λόγω του υψηλού πληθωρισμού οι Γερμανοί καταναλωτές εμφανίζονται ιδιαίτερα εγκρατείς στις δαπάνες τους, ενώ λόγω της οικονομικής στασιμότητας διεθνώς επιβαρύνονται και οι γερμανικές εξαγωγές, που ήταν ανέκαθεν κινητήριος δύναμη της γερμανικής οικονομίας. Αλλά όταν εξασθενούν ταυτόχρονα η εσωτερική ζήτηση και οι εξαγωγικές επιδόσεις, από πού θα εκκινήσει η ανάπτυξη;

Συν τοις άλλοις ο φιλόδοξος «πράσινος» μετασχηματισμός της γερμανικής οικονομίας που ευαγγελίζεται η συγκυβέρνηση στο Βερολίνο- και ιδιαίτερα το Κόμμα των Πρασίνων- στοιχίζει πολλά χρήματα. Όσο για τις τιμές της ενέργειας, παραμένουν υψηλές και μάλιστα πολλές φορές αναγκάζουν διεθνείς επιχειρηματικούς ομίλους να αναστείλουν επενδυτικά σχέδια στη γερμανική αγορά, για να προτιμήσουν τελικά χώρες εκτός ΕΕ με πιο ελκυστικά επενδυτικά κίνητρα, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.

Η επίμαχη δικαστική ετυμηγορία

Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, η τελευταία απόφαση του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τον προϋπολογισμό επιτείνει την αβεβαιότητα. «Είναι τεράστια η επιβάρυνση για τη γερμανική οικονομία», λέει ο Τόμας Γκίτσελ, επικεφαλής οικονομολόγος της VP Bank. «Χρειάζονται επειγόντως κρατικές παρεμβάσεις για να πυροδοτηθεί η ανάπτυξη, αλλά μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορεί να δρομολογηθούν περικοπές, που μόνο αρνητικές συνέπειες θα είχαν για την οικονομική ανάκαμψη».

Από την πλευρά του ο Κάρστεν Μπζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING, θεωρεί ότι η ετυμηγορία της Καρλσρούης προκαλεί ένα πρόσθετο, διπλό ρίσκο για τη γερμανική οικονομία: Πρώτον, επισείει τον κίνδυνο περικοπών στον κρατικό προϋπολογισμό και, δεύτερον, επιτείνει την πολιτική αβεβαιότητα. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε μία απόφαση σταθμό, έκρινε αντισυνταγματικό τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το έτος 2021 και κυρίως την εκ των υστέρων ένταξη στο Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος κονδυλίων ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αρχικά είχαν διατεθεί για την καταπολέμηση των συνεπειών της πανδημίας, χωρίς όμως τελικά να απορροφηθούν.

Σε μία πρώτη αντίδραση, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) ανακοίνωσε ότι από την 1η Ιανουαρίου τερματίζονται οι κρατικές επιχορηγήσεις στις τιμές της ενέργειας, ενώ παράλληλα ζητούνται επειγόντως 17 δισεκατομμύρια ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2024. Η ετυμηγορία της Καρλσρούης φαίνεται να «παγώνει» και όλα τα φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια του υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ για την προστασία του κλίματος. Μόνο από εκεί η Γερμανία θα απολέσει ποσοστό ανάπτυξης έως 0,5%, εκτιμούν οι εμπειρογνώμονες του υπουργείου. Παρά ταύτα, ο ίδιος ο Χάμπεκ επιμένει ότι πρέπει να βρεθούν άλλες λύσεις χρηματοδότησης.

0,8% ανάπτυξη για το 2024;

Πριν ακόμη ανακοινωθεί η απόφαση του Δικαστηρίου οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκαναν λόγο για ανάπτυξη 0,8% στη Γερμανία το 2024. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Αντίστοιχη πρόγνωση του ΟΟΣΑ προβλέπει μόλις 0,6% για τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, ενώ ο μέσος όρος των 38 κρατών-μελών του διεθνούς οργανισμού κυμαίνεται στο 1,4%. Οι επίσημες προβλέψεις της γερμανικής κυβέρνησης παραμένουν στο 1,3% για το 2024 (και 0,4% για το τρέχον έτος), ποσοστό που οι ειδικοί θεωρούν πλέον μη ρεαλιστικό.

Η Ιζαμπέλ Κόσκε, οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ, εκτιμά ότι «στη Γερμανία η ενεργειακή κρίση είχε πιο σοβαρές επιπτώσεις από άλλες χώρες, καθώς η βιομηχανία αποτελεί τον κύριο συντελεστή οικονομικής αναπτυξης, ενώ η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο ήταν μεγαλύτερη». Ζητούμενο, υποστηρίζει η ίδια, είναι τώρα να «επιλυθεί το συντομότερο δυνατόν η κρίση του προϋπολογισμού, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών», με περικοπές δαπανών, αύξηση εσόδων, αλλά και μία τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου για το «φρένο του χρέους» που ουσιαστικά απαγορεύει τον νέο δανεισμό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Απαισιόδοξη είναι και η πρόβλεψη της Deutsche Bank. Όπως εκτιμά ο Στέφαν Σνάιντερ, αναλυτής στην DB Research, «το αποτέλεσμα της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ότι το 2024 η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,2%».

Τα «στοιχήματα» της γερμανικής οικονομίας

Μιλώντας πρόσφατα σε τραπεζικό φόρουμ στο Βερολίνο ο Μόριτς Σουλάρικ, καθηγητής Οικονομικών στο Sciences Po Paris και στο Πανεπιστήμιο της Βόννης καθώς και πρόεδρος του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου, ανέφερε ότι η Γερμανία τις προηγούμενες δεκαετίες είχε βάλει τρία «μεγάλα στοιχήματα», τα οποία δεν φαίνεται πλέον να αποδίδουν.

«Το πρώτο στοίχημα», είπε ο Σουλάρικ, «αφορούσε την παροχή φυσικού αερίου από τη Ρωσία ως φθηνή ενέργεια για τη βιομηχανία. Το δεύτερο στοίχημα ήταν το οικονομικό θαύμα της Κίνας ως μοχλός για την εκτόξευση των γερμανικών εξαγωγών. Το τρίτο στοίχημα βασίζεται στην Pax Americana, ένα είδος outsourcing της εθνικής ασφάλειας σε αμερικανικά χέρια».