Πώς μπορεί να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα;Η γερμανική οικονομία είναι αδύναμη – και η κατάσταση δεν φαίνεται πως θα βελτιωθεί άμεσα. Ιδιαιτέρως ανησυχητικές είναι οι εξαγγελίες εταιρειών των κορυφαίων βιομηχανικών κλάδων της χώρας, όπως της αυτοκινητοβιομηχανίας ή της χαλυβουργίας, πως θα περικόψουν χιλιάδες θέσεις εργασίας ή ακόμα και θα κλείσουν εντελώς ορισμένα εργοστάσια.
Στα τέλη Νοεμβρίου το βαρόμετρο απασχόλησης του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου υποχώρησε στις 93,4 μονάδες, από τις 93,6 μονάδες όπου βρισκόταν τον Οκτώβριο. Ολοένα και περισσότερες εταιρείες αποφεύγουν τις προσλήψεις και απολύουν εργαζομένους, όπως εξηγεί ο ερευνητής του Ifo Κλάους Βόλραμπε: «Η βιομηχανία προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κρίση με μειωμένα ωράρια και περικοπές στις θέσεις εργασίας».
Στάσιμη η γερμανική οικονομία
Η πίεση που ασκείται στην αγορά εργασίας είναι επομένως αποτέλεσμα μονάχα της αδύναμης οικονομικής δραστηριότητας – ή μήπως υπάρχουν και άλλοι λόγοι; Και επιπλέον: αποτελεί η απώλεια θέσεων εργασίας εμπόδιο στον δρόμο για μία νέα οικονομική ανάπτυξη – ή μήπως αυτή η τάση μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της κατάστασης;
Σε κάθε περίπτωση η αύξηση του αριθμού των ανέργων δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη: τα έσοδα από τη φορολογία μειώνονται και οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται. Ο Μαρκ Σάτενμπεργκ, οικονομολόγος της Deutsche Bank Research, γράφει σχετικά πως «η παρούσα οικονομική αδυναμία γίνεται ολοένα και πιο εμφανής και στην αγορά εργασίας, ενώ η συνεπαγόμενη ανησυχία απειλεί να επιβαρύνει τις διαθέσεις των καταναλωτών».
Κατά τον Ντόμινικ Γκρολ, ειδικό στην αγορά εργασίας στο Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW), ο αριθμός των ανέργων «αποτελεί ένα σύμπτωμα μίας πολύ ευρύτερης εξέλιξης. Οι άνεργοι αυξάνονται ήδη εδώ και δύο χρόνια, με την οικονομία να παραμένει στάσιμη» - και η ανάπτυξη γίνεται ολοένα και πιο αργή. Έτσι, η ανάπτυξη της Γερμανίας παραμένει κοντά στο μηδέν – και δεν διαφαίνεται βελτίωση της κατάστασης.
Κανένα φως στο τέλος του τούνελ
Στη μηνιαία έκθεση του Ινστιτούτου Ifo για τον δείκτη επιχειρηματικού κλίματος για τον Νοέμβριο εξακολουθεί να μην υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ, με την επιχειρηματιή διάθεση να γίνεται ολοένα και πιο αρνητική – κάτι που σύμφωνα με τους οικονομολόγους οφείλεται «πρωτίστως στη χειρότερη αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης», που είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν έτσι περαιτέρω οι προσδοκίες.
Την ίδια στιγμή η κατάσταση του εξωτερικού εμπορίου παραμένει άσχημη, γεγονός ιδιαιτέρως επιβαρυντικό για μία οικονομία που είναι τόσο εξαρτημένη από τις εξαγωγές όσο η γερμανική. «Περισσότερο απ’ όλους πλήττεται η μεταλλευτική βιομηχανία, οι εξαγωγές της οποίας αναμένονται να μειωθούν σημαντικά. Μείωση των εξαγωγών αναμένει και η αυτοκινητοβιομηχανία, αν και όχι τόσο σημαντική όσο εκείνη του προηγούμενου μήνα. Ελαφρά αρνητική τάση παρατηρείται εδώ και μήνες και στη μηχανουργία», αναφέρει η έκθεση του Ινστιτούτου.
Ένα γερμανικό πρόβλημα
Γιατί δείχνουν τόσο ζοφερές οι συνθήκες στη γερμανική οικονομία; Πολλοί συνδέουν το πρόβλημα με την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Ο Γκρολ από την άλλη πλευρά εκτιμά πως «πρόκειται για ένα πρόβλημα που έχει να κάνει συγκεκριμένα με τη Γερμανία. Σε πολλές άλλες χώρες τα πράγματα είναι καλύτερα. Εξωτερικοί παράγοντες, όπως η ευρωπαϊκή πολιτική επιτοκίων ή το διεθνές περιβάλλον, μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τις συνθήκες, ωστόσο αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν τη μοναδική εξήγηση για το ότι η Γερμανία τα πηγαίνει τόσο άσχημα».
Ο Ραλφ Ζόλβεεν από το τμήμα οικονομικών ερευνών της Commerzbank εστιάζει περισσότερο στις γενικές εξωτερικές συνθήκες: «Αρχικά η άσχημη κατάσταση είναι συνέπεια της δυσμενούς οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή της αδύναμης ζήτησης τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό». Και αυτός όμως επισημαίνει στην DW πως υπάρχουν και αίτια που σχετίζονται αποκλειστικά με τη Γερμανία, όπως «το υψηλό ενεργειακό κόστος, το κόστος εργασίας που αυξήθηκε σημαντικά προσφάτως, όπως και η υπερβολική γραφειοκρατία, παράγοντες που καθιστούν τη Γερμανία ως έναν μη ελκυστικό τόπο επενδύσεων».
Σε κρίση η αγορά εργασίας
Ορισμένοι είναι αισιόδοξοι πως ο αυξανόμενος αριθμός απολύσεων μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Κατά τον Ζόλβεεν ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει, μιας και μεταξύ άλλων «απολύονται και ειδικευμένοι εργαζόμενοι». Πέραν αυτού όμως, στη βιομηχανία προκύπτουν συχνά τέτοιες περικοπές θέσεων εργασίας, ενώ ανοιχτές θέσεις υπάρχουν περισσότερο στον τομέα των υπηρεσιών, όπου απαιτούνται άλλες δεξιότητες.
Μιλώντας στην DW αναφορικά με την πρόσληψη ειδικευμένων εργαζομένων, ο Τομ Κρεμπς, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ, προτείνει τη λήψη ορισμένων ειδικότερων μέτρων, όπως για παράδειγμα την επέκταση των ωρών που μπορούν τα σχολεία να κρατούν τους μαθητές. Με αυτόν τον τρόπο, πολλές μητέρες με παιδιά που υποχρεούνται να εργάζονται μόνο περιστασιακά ή λίγες ώρες την ημέρα θα έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν περισσότερο.
Μία άλλη ιδέα είναι η εκπαίδευση μέσα στα πλαίσια των επιχειρήσεων. Έτσι, οι εργαζόμενοι θα αποκτούν νέες δεξιότητες, χωρίς να χρειάζεται να απολυθούν και να αντικατασταθούν.
Ούτως ή άλλως σε περιπτώσεις όπως αυτή της Volkswagen, η καθοδική πορεία των επιχειρήσεων δεν οφείλεται σε λάθη των εργαζομένων, αλλά σε διοικητικές αστοχίες της εταιρείας. Γι’ αυτό και θα έπρεπε «να αλλάξει πρώτα όλο το διοικητικό συμβούλιο της Volkswagen, προτού η εταιρεία αποφασίσει να κλείσει εργοστασιακές μονάδες».
Πώς μπορεί η Γερμανία να γίνει ξανά ελκυστική;
Ο Γκρολ από το IfW υπογραμμίζει πως «καθώς οι αδυναμίες παρατηρούνται πρωτίστως στη βιομηχανία και όχι στον τομέα των υπηρεσιών, πρέπει να γίνει λόγος για μία διαρθρωτική κρίση». Ο ειδικός αναφέρει ως παράδειγμα τον ανταγωνισμό από την Άπω Ανατολή: «Τα επιχειρηματικά μοντέλα που ήταν αποδοτικά για τη βιομηχανία επί δεκαετίες βρίσκονται υπό πίεση – μεταξύ άλλων επειδή η Κίνα, για παράδειγμα, είναι πλέον σε θέση να κατασκευάσει μόνη της τις μηχάνες που μέχρι πρότινος εισήγαγε από τη Γερμανία».
Η διαρθρωτική αυτή κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές επεμβάσεις, προκειμένου η Γερμανία να γίνει ξανά ελκυστική – για παράδειγμα «με τη μείωση της φορολογίας ή τον περιορισμό της γραφειοκρατίας».
Σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί και ο Ζόλβεεν της Commerzbank. Όπως δηλώνει στην DW, «το σημαντικότερο είναι η Γερμανία να γίνει και πάλι πιο ελκυστική ως τοποθεσία για επενδύσεις». Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει «να μειωθεί η γραφειοκρατία, όπως και το κόστος της ενέργειας και της εργασίας. Στο τελευταίο περιλαμβάνονται επίσης το μισθολογικό κόστος, αλλά και οι κοινωνικές εισφορές που απειλούν να παρουσιάσουν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση μέσα στα επόμενα χρόνια».
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.