Κλείσιμο

ΗΠΑ: Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν για νέα αύξηση του πληθωρισμού μετά τις εκλογές

Αν και οι δύο υποψήφιοι προτείνουν πολιτικές για τόνωση της ανάπτυξης, τα σχέδια του Τραμπ, αναφέρουν τα αμερικανικά μέσα, παρουσιάζουν μια σειρά κινδύνων

Καθώς οι εκλογές στις ΗΠΑ πλησιάζουν, οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι οι πολιτικές τόσο της Καμάλα Χάρις όσο και του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσαν να αυξήσουν τον πληθωρισμό, με την ανησυχία τους να είναι μεγαλύτερη για τα οικονομικά σχέδια του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου.

Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, οι προτάσεις του Τραμπ περιλαμβάνουν υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές, περιορισμούς στη μετανάστευση και πίεση προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα για μείωση των επιτοκίων. Οι ειδικοί εκφράζουν ανησυχίες ότι αυτές οι πολιτικές του Τραμπ μπορεί να αυξήσουν τον πληθωρισμό και να δημιουργήσουν νέες προκλήσεις για την οικονομία.

Αν και οι δύο υποψήφιοι προτείνουν πολιτικές για την τόνωση της ανάπτυξης, τα σχέδια του Τραμπ, αναφέρουν τα αμερικανικά μέσα, παρουσιάζουν μια σειρά κινδύνων, δεδομένων των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών. Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί πρόσφατα, φτάνοντας το 2,4% τον Σεπτέμβριο, χάρη σε υψηλότερα επιτόκια, βελτιώσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και αύξηση του εργατικού δυναμικού.

Οι οικονομολόγοι ανησυχούν τώρα ότι οι πολιτικές του Τραμπ θα μπορούσαν να αναστρέψουν αυτή την τάση, προκαλώντας ένα δεύτερο κύμα πληθωρισμού. Ο Μπράιαν Ριντλ, πρώην σύμβουλος στη Γερουσία και τώρα στο «Manhattan Institute», σχολίασε: «Αν τα δεις όλα μαζί, οι παράγοντες αυτοί οδηγούν προς μια κατεύθυνση αύξησης του πληθωρισμού. Είμαι πραγματικά ανήσυχος για το ότι η εικόνα του πληθωρισμού θα χειροτερέψει το 2025».

Οικονομολόγοι επισημαίνουν αρκετές βασικές πτυχές της οικονομικής ατζέντας του Τραμπ ως πιθανές αιτίες αύξησης του πληθωρισμού. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα μέτρα είναι η πρότασή του για επιβολή δασμών 10% σε όλες τις εισαγωγές, καθώς και υψηλότερους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές, πιθανότατα φτάνοντας το 60%. Ο CEO της AutoZone, Φίλιπ Ντανιέλε, μιλώντας στη WSJ ανέφερε ότι «οι εταιρείες θα μετακυλήσουν το κόστος των δασμών στους καταναλωτές, αυξάνοντας έτσι τις τιμές».

Οι αυστηρότερες πολιτικές μετανάστευσης του Τραμπ, που στοχεύουν στη μείωση των αλλοδαπών εργαζομένων, ανησυχούν επίσης τους οικονομολόγους. Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας Peterson: «Oι μαζικές απελάσεις θα μείωναν την οικονομική παραγωγή και θα ενίσχυαν τον πληθωρισμό. Με λιγότερους εργαζόμενους στην αγορά εργασίας, οι εταιρείες πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν αυξημένα μισθολογικά κόστη, τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών».

Ένας ακόμη παράγοντας ανησυχίας είναι η πιθανή επιρροή του Τραμπ στην πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ είχε ασκήσει πίεση στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα για να μειώσει τα επιτόκια, και οι ειδικοί προβλέπουν ότι θα ακολουθήσει παρόμοια τακτική αν εκλεγεί ξανά.

Οι προτεινόμενες πολιτικές της Χάρις φαίνεται να ενέχουν μικρότερους κινδύνους σε σχέση με εκείνες του Τραμπ. Η προσέγγισή της περιλαμβάνει την προώθηση κατασκευής κατοικιών, τη μείωση του κόστους διαβίωσης και μειώσεις φόρων για τα νοικοκυριά. Η Χάρις έχει δεσμευτεί ότι οι νέες δαπάνες της θα χρηματοδοτούνται από νέους φόρους ή άλλες πηγές εσόδων, κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει τον πληθωρισμό.

Οι εκτιμητές ελλειμμάτων προσθέτουν όμως έναν ανησυχητικό παράγοντα. Οι αναλυτές από την Επιτροπή για την Ομοσπονδιακή Διαχείριση του Προϋπολογισμού εκτιμούν ότι οι πολιτικές της Χάρις θα αυξήσουν το έλλειμμα κατά περίπου 3,5 τρισεκ. δολάρια την επόμενη δεκαετία, ενώ οι προτάσεις του Τραμπ θα το αυξήσουν κατά 7,5 τρισεκ. δολάρια. Το αυξημένο έλλειμμα θα μπορούσε, αναφέρουν, να πιέσει την αγορά των ομολόγων και πιθανότατα να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια, αυξάνοντας περαιτέρω τις πιέσεις στην οικονομία των ΗΠΑ.

Ορισμένοι οικονομολόγοι φοβούνται ότι αν οι πολιτικές του Τραμπ δημιουργήσουν νέες πληθωριστικές πιέσεις, η αγορά ομολόγων θα μπορούσε να αντιδράσει αρνητικά, απαιτώντας υψηλότερες αποδόσεις για την κατοχή τίτλων του Υπουργείου Οικονομικών.

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ